Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ακροποσθία

ακροποσθία altgriechisch ἀκροποσθία


ακροβολιστί

ακροβολιστί ακροβολιστής + -ί altgriechisch ἀκροβολιστής ἄκρος + βάλλω


ακροβολιστής

ακροβολιστής altgriechisch ἀκροβολιστής ἀκροβόλος ἄκρος + βάλλω


ακροβολίζομαι

ακροβολίζομαι altgriechisch ἀκροβολίζομαι ἀκροβολισμός ἀκροβόλος ἀκρο- + -βόλος βάλλω


ακρόαμα

ακρόαμα altgriechisch ἀκρόαμα ἀκροάομαι/ἀκροῶμαι


ακροάζομαι

ακροάζομαι (λόγιο) altgriechisch ἀκροάζομαι μεταπλασμένος τύπος του ἀκροάομαι / ἀκροῶμαι [1]


άκρο

άκρο altgriechisch ἄκρον substantiviertes Neutrum von: ἄκρος από κοινή ρίζα -ακ- με "αἰχμή" κ.α. λέξεις που σημαίνουν προεξοχή


ακριτομυθία

ακριτομυθία mittelgriechisch ἀκριτομυθία altgriechisch ἀκριτόμυθος ἄκριτος + μῦθος


ακρισία

ακρισία altgriechisch ἀκρισία


ακρίδα

ακρίδα altgriechisch ἀκρίς


ακριβώς

ακριβώς (λόγιο) altgriechisch ἀκριβῶς ἀκριβής


ακριβολογώ

ακριβολογώ altgriechisch ἀκριβολογέομαι-ἀκριβολογοῦμαι


ακριβολογία

ακριβολογία altgriechisch ἀκριβολογία


ακριβοδίκαια

ακριβοδίκαια ἀκριβοδικαίως in Katharevousa von Maskulinum von ἀκριβοδίκαιος + την επιρρηματική κατάληξη -ως altgriechisch ή Koine-Griechisch ἀκριβοδίκαιος


ακριβής

ακριβής altgriechisch ἀκριβής


άκρη

άκρη altgriechisch ἄκρα


ακράτητα

ακράτητα ακράτητος + -α altgriechisch ἀκράτητος ἀ- + κρατέω


ακραίος

ακραίος altgriechisch ἀκραῖος,α,ον,


ακραία

ακραία ακραίος + -α altgriechisch ἀκραῖος ἄκρα


ακούω

ακούω altgriechisch ἀκούω


ακουστός

ακουστός altgriechisch ἀκουστός


ακουστική

ακουστική (entlehnt aus) französisch acoustique altgriechisch ἀκουστικόν ἀκουστικός ἀκούω


άκουσμα

άκουσμα altgriechisch ἄκουσμα ἀκούω


ακοσμία

ακοσμία altgriechisch ἀκοσμία


ακόρδωτα

ακόρδωτα ακόρδωτος + -α κορδώνω mittelgriechisch κορδώνω κόρδα + -ώνω lateinisch chorda altgriechisch χορδή (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰer- (ποθώ, λαχταρώ)


ακονίζω

ακονίζω mittelgriechisch ακονίζω altgriechisch ἀκονάω ἀκόνη[1]


ακόνι

ακόνι altgriechisch ἀκόνη


ακόνη

ακόνη altgriechisch ἀκόνη


ακολουθώ

ακολουθώ Katharevousa ἀκολουθῶ altgriechisch ἀκολουθέω-ῶ ἀκόλουθος α αθροιστικό + κέλευθος (οδός, πορεία)


ακολουθία

ακολουθία altgriechisch ἀκολουθία ἀκόλουθος


ακόλαστος

ακόλαστος altgriechisch ἀκόλαστος ἀ- στερητικό + κολάζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος


ακολασταίνω

ακολασταίνω altgriechisch ἀκολασταίνω ἀκόλαστος κολάζω


ακολασία

ακολασία altgriechisch ἀκολασία


ακοινώνητος

ακοινώνητος altgriechisch ἀκοινώνητος


ακοίμητος

ακοίμητος altgriechisch ἀκοίμητος


ακοή

ακοή altgriechisch ἀκοή ἀκούω


άκμονας

άκμονας altgriechisch ἄκμων


ακμή

ακμή altgriechisch ἀκμή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eḱ- (κοφτερός)


ακμαίος

ακμαίος altgriechisch ἀκμαῖος


ακμάζω

ακμάζω altgriechisch ἀκμάζω


ακληρία

ακληρία altgriechisch ἀκληρία ἀ- + κλῆρος


ακκισμός

ακκισμός altgriechisch ἀκκισμός ἀκκίζομαι (η) ἀκκώ


ακκίζομαι

ακκίζομαι altgriechisch ἀκκίζομαι


ακινητώ

ακινητώ altgriechisch ἀκινητῶ


ακινησία

ακινησία altgriechisch ἀκινησία ἀκίνητος.


ακίνδυνος

ακίνδυνος altgriechisch ἀκίνδυνος


ακίδα

ακίδα altgriechisch ἀκίς


ακηδία

ακηδία altgriechisch ἀκηδεία altgriechisch ἀκηδής ἀ- + κῆδος (φροντίδα)


ακετυλένιο

ακετυλένιο (entlehnt aus) französisch acétylène acetyl lateinisch acetum ( aceo proto-italienisch *akēō proto-indogermanisch *h₂eḱ-: οξύς, κοφτερός) + altgriechisch ὕλη ( proto-indogermanisch *swel- / *sel-)


ακεραιότητα

ακεραιότητα Koine-Griechisch ἀκεραιότης altgriechisch ἀκέραιος


άκατος

άκατος (λόγιο) altgriechisch ἄκατος


ακατάστατος

ακατάστατος altgriechisch ἀκατάστατος


ακατάληπτος

ακατάληπτος Koine-Griechisch ἀκατάληπτος (ίδια σημασία) altgriechisch τζουναφαληπτος ἀ- + καταληπτός καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω


ακατάκριτος

ακατάκριτος Koine-Griechisch ἀκατάκριτος altgriechisch κατακρίνω


άκαρπος

άκαρπος altgriechisch ἄκαρπος


ακαρπία

ακαρπία altgriechisch ἀκαρπία ἀ- + καρπός


ακαρίαση

ακαρίαση neulateinisch acariasis acarus altgriechisch ἀκαρί / ἄκαρι


άκαρι

άκαρι altgriechisch ἀκαρί / ἄκαρι (Lehnbedeutung) neulateinisch acarus


άκαπνος

άκαπνος altgriechisch ἄκαπνος


ακανθόχοιρος

ακανθόχοιρος altgriechisch άκανθα + χοίρος


άκανθος

άκανθος (λόγιο) Koine-Griechisch ἡ ἄκανθος altgriechisch ὁ ἄκανθος (αγκαθωτό φυτό που το μιμείται το κιονόκρανο).[1] siehe auch αγκάθι


άκανθα

άκανθα 1-4 altgriechisch ἄκανθα


ακαματεύω

ακαματεύω mittelgriechisch ἀκαματεύω ἀκαμάτης α στερητικό και altgriechisch κάματος (ο τεμπέλης) με διαφορετικό τονισμό von αρχαιοελληνικό ἀκάματος που σήμαινε ακριβώς το αντίθετο, τον ακαταπόνητο δηλαδή


ακακία

ακακία altgriechisch ἀκακία


άκαιρος

άκαιρος altgriechisch ἄκαιρος


ακαινοτόμητος

ακαινοτόμητος Koine-Griechisch ἀκαινοτόμητος altgriechisch καινοτομέω / καινοτομῶ καινοτόμος καινός + τέμνω


ακάθαρτος

ακάθαρτος altgriechisch ἀκάθαρτος α- + καθαίρω


ακαδημία

ακαδημία altgriechisch Ἀκαδημία Ἀκάδημος πιθανόν *Fεκά-δημος ἑκάς «μακριά» + δῆμος


αιωρώ

αιωρώ altgriechisch αἰωρέω / αἰωρῶ


αιωρούμαι

αιωρούμαι altgriechisch αἰωροῦμαι, Passiv von αἰωρέω / αἰωρῶ


αιώρηση

αιώρηση altgriechisch αἰώρησις


αιώρα

αιώρα altgriechisch αἰώρα


αιώνιος

αιώνιος altgriechisch αἰώνιος αἰών


αιώνας

αιώνας altgriechisch αἰών


αιχμή

αιχμή altgriechisch αἰχμή


αιχμάλωτος

αιχμάλωτος altgriechisch αἰχμάλωτος αἰχμή + ἁλίσκομαι + -τος


αιχμαλώτιση

αιχμαλώτιση αἰχμαλώτισις altgriechisch αιχμαλωτίζω


αιχμαλωσία

αιχμαλωσία Koine-Griechisch αἰχμαλωσία altgriechisch αἰχμάλωτος


αιφνίδιος

αιφνίδιος altgriechisch αἰφνίδιος αἴφνης


αίφνης

αίφνης altgriechisch αἴφνης


αιτών

αιτών altgriechisch αἰτῶν αἰτῶ


αιτώ

αιτώ αἰτῶ in Katharevousa altgriechisch αἰτέω - αἰτῶ


αιτούσα

αιτούσα altgriechisch αἰτοῦσα αἰτῶ


αιτούμαι

αιτούμαι altgriechisch αἰτέομαι - αἰτοῦμαι


αϊτός

αϊτός ἀετός in Katharevousa altgriechisch ἀετός και αἰετός και, δωρική, αἰητός)


αιτιώμαι

αιτιώμαι altgriechisch αἰτιῶμαι αἰτιάομαι


αίτιος

αίτιος (λόγιο) altgriechisch αἴτιος αἰτέω, -ῶ


αιτιολογία

αιτιολογία altgriechisch αἰτιολογία


αιτιολόγηση

αιτιολόγηση altgriechisch αἰτιολόγησις


αίτιο

αίτιο altgriechisch αἴτιον


αιτιατός

αιτιατός altgriechisch αἰτιατός


αιτιατό

αιτιατό altgriechisch αἰτιατόν αἰτιατός


αίτηση

αίτηση altgriechisch αἴτησις


αίτημα

αίτημα altgriechisch αἴτημα αἰτέω


αισχύνομαι

αισχύνομαι altgriechisch αἰσχύνομαι


αισχρολογία

αισχρολογία altgriechisch αἰσχρολογία αἰσχρός + λόγος


αισχροκερδώ

αισχροκερδώ altgriechisch αἰσχροκερδέω, -ῶ αἰσχρός + κέρδος


αίσχος

αίσχος altgriechisch αἶσχος


αισθητική

αισθητική altgriechisch αἰσθητικός αἴσθησις


αισθητής

αισθητής altgriechisch αἰσθητής ((Lehnbedeutung) französisch esthète)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback