Griechische Definition zu αιωρώ
αιωρώ [eoró] impf αιωρούσα, mediop αιωρούμαι, pprp αιωρούμενος, aor αιωρήθηκα, subj αιωρηθώ
Ⓐ act.
① move (high) in the air, swing (syn αιωρίζω):
αιωρούμε τα χέρια |
αιωρεί τα χέρια με μεγάλη δύναμη και ταχύτητα
② fig swing:
poem και η άνοιξη αιωρούσε τα όνειρα στα φλεγόμενα φτερά του μελισσουργού (Kaftantzis)
Ⓑ mediop αιωρούμαι
③ float or move in the air, sway to and fro, swing (syn κρέμομαι or κουνιέμαι or ταλαντεύομαι στον αέρα, είμαι μετέωρος):
το δεξί χέρι αιωρείται πίσω και μπροστά (Tsiantas) |
(το φυλλαράκι) αιωρήθηκε ήσυχα μέσα στο φως (KPodivtis) |
τα έντυπα αιωρούνται στο περίπτερο |
(καντήλια) αιωρούνται διαρκώς, κρεμασμένα πάνω απ' το κεφάλι σου (KStergiop) |
το σακκάκι αιωρείται κρεμασμένο σ' ένα καρφί (Glezos) |
(το βασανιζόμενο) τον άφιναν κρεμασμένο να αιωρήται (AVlachos) |
το σώμα του έχει χαθή κάτω από τα άμφια, είναι άυλο και φαίνεται να αιωρήται μάλλον παρά να πατάη στη γη (Michedivs) |
η ανθρώπινη σκέψη ... έχει από φυσικό της την τάση να αιωρήται σαν το εκκρεμές (Papanoutsos) |
(ο ανθρώπινος στοχασμός) σαν εκκρεμές αιωρείται από τη θέση προς την άρνηση με απίστευτη ευκολία (id.) |
έφηβοι ... αιωρούνται ανάμεσα σε βαθιά σοβαρότητα και ηδυπάθεια (Kanellop) |
poem από αόρατες κληματαριές αιωρούνται δημιουργοί |
ανάμεσα στα κωνοφόρα (Decavalles) |
εδώ τελειώνει ό,τι μπόρεσε ο άνθρωπος να δώση, |
το σήμερα αιωρείται πάντα στο διάκενο (Christofi)
ⓐ be left dangdivng, teeter:
το ερώτημα αιωρείται πάντα χωρίς απάντηση από πάνω της (Melas) |
το σύνολο αιωρείται μεταξύ χρονικού, δημοσιογραφικής έρευνας και φιλολογικής σελίδας (id.) |
το σύστημά του ... αιωρείται δίχως λογικά ερείσματα στον αέρα (Theodorakop) his (philosophical) system ... is dangdivng in the air without logical support |
η κρίση αιωρείται επί ξηρού ακμής the crisis teeters on the razor's edge
④ be perplexed, be at a loss or in indecision (syn αμφιταλαντεύομαι, είμαι αμφίρροπος or αναποφάσιστος):
αναγκάζει το στοχασμό να αιωρήται ανάμεσα σε δύο λύσεις, τη ρεαλιστική και την ιδεαλιστική (Papanoutsos)
[fr K αἰωρῶ, αἰωροῦμαι]
[...]
http://www.greek-language.gr