{το}  αλεύρι Subst.  [alevri, aleyri]

{das}    Subst.
(502)

Etymologie zu αλεύρι

αλεύρι mittelgriechisch αλεύριν αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (altgriechisch )


GriechischDeutsch
«βελτιωτικά αλεύρων» είναι ουσίες, πλην των γαλακτωματοποιητών, που προστίθενται στο αλεύρι ή τη ζύμη προκειμένου να βελτιώσουν την αρτοποιητική ικανότητά τους.Mehlbehandlungsmittel“ sind Stoffe außer Emulgatoren, die dem Mehl oder dem Teig zugefügt werden, um deren Backfähigkeit zu verbessern.

Übersetzung bestätigt

Εκχυλίσματα βύνης. παρασκευάσματα διατροφής από αλεύρια, πλιγούρια, σιμιγδάλια, άμυλα κάθε είδους ή εκχυλίσματα βύνης, που δεν περιέχουν κακάο ή που περιέχουν λιγότερο από 40 % κατά βάρος κακάο σε πλήρως απολιπανθείσα βάση και δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού· παρασκευάσματα διατροφής από προϊόντα των κλάσεων 0401 μέχρι 0404, που δεν περιέχουν κακάο ή περιέχουν λιγότερο από 5 % κατά βάρος κακάο, σε πλήρως απολιπανθείσα βάση, και δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού.Malzextrakt; Lebensmittelzubereitungen aus Mehl, Grütze, Grieß, Stärke oder Malzextrakt, ohne Gehalt an Kakao oder mit einem Gehalt an Kakao, berechnet als vollständig entfetteter Kakao, von weniger als 40 GHT, anderweit weder genannt noch inbegriffen; Lebensmittelzubereitungen aus Waren der Positionen 0401 bis 0404, ohne Kakao oder mit einem Gehalt an Kakao, berechnet als vollständig entfetteter Kakao, von weniger als 5 GHT, anderweit weder genannt noch inbegriffen

Übersetzung bestätigt

Μαλάκια, έστω και χωρισμένα από το κοχύλι τους, ζωντανά, νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη, κατεψυγμένα, αποξεραμένα, αλατισμένα ή σε άρμη· ασπόνδυλα υδρόβια, άλλα από τα μαλακόστρακα και τα μαλάκια, ζωντανά, νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη, κατεψυγμένα, αποξεραμένα, αλατισμένα ή σε άρμη· αλεύρια, σκόνες και συσσωματωμένα προϊόντα με μορφή σβόλων (πελέτες) ασπόνδυλων υδρόβιων άλλων από τα μαλακόστρακα, κατάλληλα για τη διατροφή των ανθρώπωνWeichtiere, auch ohne Schale, lebend, frisch, gekühlt, gefroren, getrocknet, gesalzen oder in Salzlake; wirbellose Wassertiere, andere als Krebstiere und Weichtiere, lebend, frisch, gekühlt, gefroren, getrocknet, gesalzen oder in Salzlake; Mehl, Pulver und Pellets von wirbellosen Wassertieren, anderen als Krebstieren, genießbar

Übersetzung bestätigt

Μαλακόστρακα, έστω και χωρίς το όστρακό τους, ζωντανά, νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη, κατεψυγμένα, αποξεραμένα, αλατισμένα ή σε άρμη· μαλακόστρακα με το όστρακό τους, βρασμένα σε νερό ή ατμό, έστω και διατηρημένα με απλή ψύξη, κατεψυγμένα, αποξεραμένα, αλατισμένα ή σε άρμη· αλεύρια, σκόνες και συσσωματωμένα προϊόντα με μορφή σβόλων (πελέτες) από μαλακόστρακα, κατάλληλα για τη διατροφή των ανθρώπωνKrebstiere, auch ohne Panzer, lebend, frisch, gekühlt, gefroren, getrocknet, gesalzen oder in Salzlake; Krebstiere in ihrem Panzer, in Wasser oder Dampf gekocht, auch gekühlt, gefroren, getrocknet, gesalzen oder in Salzlake; Mehl, Pulver und Pellets von Krebstieren, genießbar

Übersetzung bestätigt

Από την άποψη αυτή, απαιτείται η προσκόμιση άδειας όταν εισάγονται όλυρα (σπέλτα), σιτάρι μαλακό και σιμιγδάλι, κριθάρι, καλαμπόκι, σόργο, σιτάρι σκληρό, αλεύρι από μαλακό σιτάρι και όλυρα, και μανιόκα, και όταν εξάγονται όλυρα (σπέλτα), σιτάρι μαλακό και σιμιγδάλι, κριθάρι, καλαμπόκι, σιτάρι σκληρό, σίκαλη, βρώμη και αλεύρι από μαλακό σιτάρι και όλυρα, και λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους στις εμπορικές ροές και στην εγχώρια αγορά.In diesem Zusammenhang ist bei der Einfuhr von Spelz, Weichweizen und Mengkorn, Gerste, Mais, Sorghum, Hartweizen, Mehl von Weichweizen und Spelz sowie Maniok sowie bei der Ausfuhr von Spelz, Weichweizen und Mengkorn, Gerste, Mais, Hartweizen, Roggen, Hafer und Mehl von Weichweizen und Spelz aufgrund der anhaltenden Bedeutung dieser Erzeugnisse für die Handelsströme und auf dem einheimischen Markt die Vorlage einer Lizenz vorzuschreiben.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
αλεύρι σιτηρών
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu αλεύρι

αλεύρι το [alévri] : η λεπτή σκόνη που προέρχεται από το άλεσμα δημητριακών, συνήθ. από το σιτάρι, και που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ψωμιού: αλεύρι από σιτάρι / κριθάρι / καλαμπόκι, σιτάλευρο / κριθάλευρο / καλαμποκάλευρο. Άσπρο / μαύρο / σκληρό / μαλακό αλεύρι. (έκφρ., για αστεϊσμό) πες αλεύρι, ο τάδε σε γυρεύει. ΠAΡ Aκριβός* στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα / στ΄ αλεύρι. || (πληθ., προφ.) ποσότητα από αλεύρι: Xύθηκαν κάτω τα αλεύρια. || (επέκτ.) λεπτή σκόνη που προέρχεται από διάφορους καρπούς και με διαφορετική κατά περίπτωση διαδικασία: αλεύρι από πατάτες / χαρούπια, πατατάλευρο / χαρουπάλευρο.

[μσν. αλεύρι(ν) < αλεύριον υποκορ. του αρχ. ἄλευρον]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback