Griechische Wörter mit mittelgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



πάπλωμα

πάπλωμα mittelgriechisch πάπλωμα εφάπλωμα Koine-Griechisch ἐφαπλόω / ἐφαπλῶ ἐπί + ἁπλόω ἁπλοῦς


παπλωματάς

παπλωματάς mittelgriechisch παπλωματᾶς πάπλωμα


παπουτσής

παπουτσής mittelgriechisch παπουτσής παπούτσι + -ής


παπούτσι

παπούτσι mittelgriechisch παπούτσι türkisch papuç παλαιοτουρκικά پابوج (pâbuc) / پاپوش (pâpûş) persisch پاپوش (pā-puš) پا (pâ: πόδι) + پوش (puš) ( پوشیدن ‎(pušidan: καλύπτω)


παπουτσώνω

παπουτσώνω mittelgriechisch παπουτσώνω παπούτσι + -ώνω


παραγγέλνω

παραγγέλνω mittelgriechisch altgriechisch παραγγέλλω


παράγκα

παράγκα mittelgriechisch μπαράκα italienisch baracca spanisch barraca


παραδίδω

παραδίδω mittelgriechisch παραδίδω altgriechisch παραδίδωμι παρά + δίδωμι


παραθέτω

παραθέτω mittelgriechisch παραθέτω altgriechisch παρατίθημι παρά + τίθημι


παραμερίζω

παραμερίζω mittelgriechisch παραμερίζω


παραμονεύω

παραμονεύω mittelgriechisch παραμονή


παρανόμι

παρανόμι mittelgriechisch παρανόμι παρά + όνομα


παραπονιέμαι

παραπονιέμαι mittelgriechisch παραπονούμαι με αλλαγή κατάληξης σε -ιέμαι


παράσταση

παράσταση mittelgriechisch παράστασις altgriechisch παρίστημι altgriechisch παρά + ίστημι


παραστέκομαι

παραστέκομαι παραστέκω: παρα- + mittelgriechisch στέκω, στέκομαι. [1] Βλ. και το λόγιο παρίσταμαι[2]


παραστρατίζω

παραστρατίζω mittelgriechisch παραστρατίζω παρά + Koine-Griechisch στράτα lateinisch strata stratus, Passiv Perfekt von sterno proto-italienisch *stornō proto-indogermanisch *str̥-n-h₃- *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)


παραστρατώ

παραστρατώ mittelgriechisch παραστρατῶ παραστρατίζω παρά + Koine-Griechisch στράτα lateinisch strata stratus, Passiv Perfekt von sterno proto-italienisch *stornō proto-indogermanisch *str̥-n-h₃- *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)


παρατσούκλι

παρατσούκλι mittelgriechisch παρατσούκλιον (ίσως: Koine-Griechisch παράτιτλον τίτλος)


παρερμηνεία

παρερμηνεία mittelgriechisch παρερμηνεία[1] παρερμηνεύω + -εία ((Lehnübersetzung) englisch misinterpretation[2])


παρηγοριά

παρηγοριά mittelgriechisch παρηγοριά altgriechisch παρηγορία


πασπάτεμα

πασπάτεμα mittelgriechisch πασπάτεμα πασπατεύω


πασπατεύω

πασπατεύω mittelgriechisch πασπατεύω ( altgriechisch πασπάλη (;))


πάστρα

πάστρα mittelgriechisch πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


πάστρεμα

πάστρεμα παστρεύω + -μα mittelgriechisch παστρεύω πάστρα σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


παστρεύω

παστρεύω mittelgriechisch παστρεύω πάστρα + -ικός σπάστρα σπαστρεύω *σπαρτεύω σπάρτον altgriechisch σπάρτον σπαρτός σπείρω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)


πασχάζω

πασχάζω mittelgriechisch πασχάζω Πάσχα


πασχάλιο

πασχάλιο mittelgriechisch πασχάλιον, Maskulinum von πασχάλιος


πατάρι

πατάρι mittelgriechisch *πατάριον, υποκοριστικό von altgriechisch πάτος


πάτερ

πάτερ altgriechisch πάτερ, κλητική της λέξης πατήρ.[1] Παρόμοια χρήση και στη mittelgriechisch πάτερ.


πατερίτσα

πατερίτσα mittelgriechisch πατερική (ράβδος, βακτηρία) πατερικός altgriechisch πατήρ


πάτερο

πάτερο mittelgriechisch πατερόν (altgriechisch ) πάτος (=πάτωμα) + -ερό(ν)


πατριαρχείο

πατριαρχείο mittelgriechisch [[[πατριαρχεῖον]]


πατριαρχικός

πατριαρχικός (λόγιο) mittelgriechisch πατριαρχικός. Για τον κοινωνιολογικό όρο, (entlehnt aus) (λόγιο δάνειο) englisch patriarchical patriarch(y) + -ical[1] Συχρονικά αναλύεται σε πατριάρχ(ης) + -ικός


πάτωμα

πάτωμα mittelgriechisch πάτωμα mittelgriechisch πατώνω (βάζω πάτο) ή von ρήμα της ίδια εποχής πατάω-πατῶ altgriechisch πάτος


πέδικλο

πέδικλο mittelgriechisch πέδικλον lateinisch pedica pes indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


πεδικλώνω

πεδικλώνω mittelgriechisch πεδικλῶ πέδικλον lateinisch pedica pes indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


πεδούκλα

πεδούκλα πέδικλο + -α mittelgriechisch πέδικλον lateinisch pedica pes indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


πεζοδρόμηση

πεζοδρόμηση πεζοδρομώ + -ση πεζόδρομος mittelgriechisch πεζοδρόμος altgriechisch πεζός + δρόμος


πεζοδρόμος

πεζοδρόμος mittelgriechisch πεζοδρόμος altgriechisch πεζός πεζο- + -δρόμος


πεζοδρομώ

πεζοδρομώ πεζόδρομος mittelgriechisch πεζοδρόμος altgriechisch πεζός + δρόμος


πεθαίνω

πεθαίνω mittelgriechisch πεθαίνω ἀπεθαίνω altgriechisch ἀπέθανον, αόριστος του ἀποθνῄσκω[1] ἀπό + θνῄσκω


πεθαμός

πεθαμός mittelgriechisch ἀπεθαμός ἀπεθαίνω altgriechisch ἀποθνήσκω θνήσκω/ θνῄσκω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰnh₂-


πείραμα

πείραμα mittelgriechisch πείραμα altgriechisch πειρῶμαι


πείσμα

πείσμα mittelgriechisch Koine-Griechisch πεῖσμα πείθω + -μα


πελέκι

πελέκι mittelgriechisch πελέκι ελληνιστική πελέκιον υποκοριστικό του altgriechisch πέλεκυς


πεπόνι

πεπόνι mittelgriechisch πεπόνι Koine-Griechisch πεπόνιον altgriechisch (σίκυος) πέπων πέπτω πέσσω proto-griechisch *péťťō proto-indogermanisch *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)


πεπονιά

πεπονιά mittelgriechisch πεπονέα πεπόνιον + -έα


πέρασμα

πέρασμα mittelgriechisch πέρασμα περνώ altgriechisch περάω / περῶ


πέρδικα

πέρδικα mittelgriechisch πέρδικα altgriechisch πέρδιξ πέρδομαι[1] ή vorhellenistisch[2]


περιβόλι

περιβόλι mittelgriechisch περιβόλιν Koine-Griechisch περιβόλιον (χώρος που περιβάλλεται από φράχτη) altgriechisch περίβολος


περιγιάλι

περιγιάλι mittelgriechisch περιγιάλι παραγιάλιν Koine-Griechisch παραιγιάλιος παρά + altgriechisch αἰγιαλός ἀΐσσω + ἅλς ( proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls: αλάτι)


περιέργεια

περιέργεια mittelgriechisch περιέργεια altgriechisch περιεργία περίεργος περί + ἔργον


περιστέρι

περιστέρι mittelgriechisch περιστέριν Koine-Griechisch περιστέριον, υποκοριστικό για την altgriechisch περιστερά[1]


περίφραξη

περίφραξη mittelgriechisch περίφραξις


περιφρονητής

περιφρονητής mittelgriechisch περιφρονώ


περνώ

περνώ mittelgriechisch περνώ altgriechisch περάω / περῶ (μέλλ. περάσω) indoeuropäisch (Wurzel) *per- (διαπερνώ, διασχίζω)


πέρσι

πέρσι mittelgriechisch πέρσι altgriechisch πέρυσι proto-indogermanisch *peruti (πέρυσι) *per + *ut(i), τοπική ενικού του *wet- (έτος)


πέσιμο

πέσιμο mittelgriechisch πέσιμον πέφτω altgriechisch πίπτω


πετεινάρι

πετεινάρι mittelgriechisch πετεινάριον altgriechisch πετεινός


πετραδάκι

πετραδάκι mittelgriechisch πετραδάκι. Συγχρονικά αναλύεται ως πετράδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι


πετραχήλι

πετραχήλι mittelgriechisch πετραχήλι Koine-Griechisch περιτραχήλιον, Maskulinum von περιτραχήλιος περί + altgriechisch τράχηλος


πετσί

πετσί mittelgriechisch πετσίν italienisch pezzo (κομμάτι)


πετσώνω

πετσώνω mittelgriechisch πετσώνω πετσί


πετυχαίνω

πετυχαίνω mittelgriechisch πετυχαίνω altgriechisch ἐπιτυγχάνω


πέφτω

πέφτω mittelgriechisch altgriechisch πίπτω


πηγάδι

πηγάδι mittelgriechisch πηγάδι Koine-Griechisch πηγάδιον υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού πηγή


πηγαίνω

πηγαίνω mittelgriechisch πηγαίνω και ὑπαγαίνω altgriechisch ὑπάγω


πηλοφόρι

πηλοφόρι mittelgriechisch πηλοφόριον υποκοριστικό του πηλοφόρος (πηλός + φέρω)


πι

πι mittelgriechisch πῖ altgriechisch πεῖ


πιάνω

πιάνω mittelgriechisch πιάνω. Από τον αόριστο ἐπίασα του ρήματος πιάζω (δωρικός τύπος του πιέζω) σχηματίστηκε νέος ενεστώτας σε -νω, κατ' αναλογία με τα έχασα-χάνω, έφθασα - φθάνω κ.α.


πιγούνι

πιγούνι mittelgriechisch πιγούνιν *πουγούνιν Koine-Griechisch πωγώνιον altgriechisch πώγων


πίκρα

πίκρα mittelgriechisch πίκρα πικραίνω (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch πικραίνω πικρός


πικράδα

πικράδα mittelgriechisch πικράδα altgriechisch πικρός


πικροδάφνη

πικροδάφνη mittelgriechisch πικροδάφνη πικρός + δάφνη


πιλότος

πιλότος italienisch piloto, παλαιότερα pedotto mittelgriechisch πηδώτης (αντιδάνειο) altgriechisch πηδ(όν) + -ώτης indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


πινάκι

πινάκι mittelgriechisch πινάκιν altgriechisch πινάκιον


πιο

πιο mittelgriechisch πλιό πλίο πλέο altgriechisch πλέον


πιπέρι

πιπέρι mittelgriechisch πιπέρι(ον), υποκοριστικό του πίπερι (Koine-Griechisch) altgriechisch πέπερι δάνειο αγνώστου ετύμου (πβ. σανσκριτικά पिप्पलि (sa) (pippali))


πιρούνι

πιρούνι mittelgriechisch πιρούνι Koine-Griechisch περόνιον altgriechisch περόνη πείρω proto-indogermanisch *per- (διαπερνώ, διασχίζω)


πιστάγκωνα

πιστάγκωνα mittelgriechisch πιστάγκωνα Koine-Griechisch ὀπισθάγκωνα ὄπισθεν + ἀγκών


πίτα

πίτα mittelgriechisch πίτα italienisch pitta που υπάρχει σε πολλές διαλεκτικές ιταλικές εκδοχές, οι οποίες θα μπορούσαν να ετυμολογηθούν ως πιθανά αντιδάνεια:[1][2][3] είτε altgriechisch πίττα / πίσσα, οπότε θα είχε τη μειωτική σημασία «πρόχειρο ψωμί, πίτα με ρευστά υλικά» που επιζεί σε κατωϊταλιωτική διάλεκτο είτε lateinisch picta, Femininum von pictus, Passiv Perfekt von pingo altgriechisch πηκτή Femininum von πηκτός Άγνωστης ετυμολογογίας είναι το πιττάκιον (σημείωμα, πινακάκι όπου γράφουμε, απόδειξη)


πλανεύω

πλανεύω mittelgriechisch πλανεύω πλάνη altgriechisch πλάνη


πλεύσιμος

πλεύσιμος mittelgriechisch πλεύσιμος. Αναλύεται σε πλευσ- (πλέω) + -ιμος


πληθυσμός

πληθυσμός mittelgriechisch πληθυσμός πληθύνω


πλημμυρίζω

πλημμυρίζω mittelgriechisch πλημμυρίζω altgriechisch πλημυρέω / πλημυρῶ πλημύρα


πλώρη

πλώρη mittelgriechisch πλώρα altgriechisch πρῷρα


πνευμόνι

πνευμόνι mittelgriechisch φλεμμόνινπλεμόνιν spätgriechisch πνευμόνιο υποκ. altgriechisch πλεύμων[1] πνεύμων.


ποδάρι

ποδάρι mittelgriechisch ποδάρι altgriechisch ποδάριον, υποκοριστικό του altgriechisch πούς


ποδιά

ποδιά mittelgriechisch ποδιά πόδι


ποιμαντορία

ποιμαντορία mittelgriechisch ποιμάντωρ + -ία altgriechisch ποιμαίνω ποιμήν proto-indogermanisch *poh₂imn̥ / *poh₂imen *peh₂- (προστατεύω) + *-men


ποιμενάρχης

ποιμενάρχης mittelgriechisch ποιμενάρχης ποιμήν + -άρχης ἄρχω


πολεμίστρα

πολεμίστρα mittelgriechisch πολεμίστρα πολεμώ + -τρα


πολυχρόνιο

πολυχρόνιο mittelgriechisch πολυχρόνιον (από τη φράση στην αρχή του σχετικού ύμνου: «πολυχρόνιον ποιῆσαι...») altgriechisch πολυχρόνιος πολύς + χρόνος


ποντίκι

ποντίκι mittelgriechisch ποντίκιον υποκοριστικό του ποντικός ποντικός μῦς (ποντίκι von Πόντο, την Μαύρη Θάλασσα)


ποτήρι

ποτήρι mittelgriechisch ποτήριν / ποτήριον altgriechisch ποτήριον ποτήρ πότος πίνω


που

που mittelgriechisch που altgriechisch ὅπου


πουκάμισο

πουκάμισο mittelgriechisch πουκάμισον υποκάμισον ὑπό + *καμίσα/καμίσιον mittellateinisch camisia


πουλάρι

πουλάρι mittelgriechisch πουλάριν altgriechisch πωλάριον, υποκοριστικό του πῶλος


πουλί

πουλί mittelgriechisch πουλλίν Koine-Griechisch πουλλίον, υποκοριστικό του ποῦλλος (πωλίον, πῶλος) lateinisch pullus. siehe auch πουλάρι.[1][2]


πρασινοσκούφης

πρασινοσκούφης πράσινος + -ο- + σκούφος + -ης mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja ‎(κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō ‎(κουκούλα, σκούφος)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback