Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischφελέκι < türkisch felek (τύχη) < arabisch فلك (falak: τροχιά, σφαίρα, τύχη)
Μωάμεθ mittelgriechisch Μωάμεθ arabisch محمد (muḥammad: ο προφήτης Μωάμεθ) حمد (ḥammada: υμνώ, εγκωμιάζω) ρίζα ح م د (ḥ-m-d)
Κοράνι arabisch القرآن (al-qurʾān: Κοράνι) قرآن (qurʾān: διάβασμα) قرأ (qaraʾa: διαβάζω) ρίζα ق ر ء (q-r-ʾ)
Σουδάν arabisch سودان (sudá:n), Mehrzahl von اسود (’aswad, "μαύρος άνθρωπος")
Μαρόκο italienisch Marocco arabisch Marakh, παραφθορά του ονόματος Marrakeš, von πόλη (Μαρακές) που ήταν κάποτε πρωτεύουσα του κράτους
Μαγκρέμπ arabisch مغرب (maghrib, Δύση) غرب (ḡaraba, κατεβαίνω)
Γιβραλτάρ französisch Gibraltar arabisch جَبَل طَارِق (jabal ṭāriq: βουνό του Ταρίκ)
Ντουμπάι arabisch دبي (ντουμπάι) άγνωστης ετυμολογίας
χουζούρι türkisch huzur (ξεκούραση) + -ι arabisch حضور (ḥuḍūr)
χουζουρεύω χουζούρ(ι) + -εύω türkisch huzur + -ούρι arabisch حضور (ḥuḍūr)
χημεία französisch chimie alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)
χένα von englisch λέξη henna ή από τη französisch henné von arabisch λέξη الحناء (Aussprache al-ḥinnā´)
χαφιές türkisch hafiye arabisch خفي (χafīyat)
χατίρι türkisch hatır "χάρη" arabisch خاطر (χātir)
χασίς türkisch haşiş arabisch حَشِيش (ḥašīš, χόρτο, πόα)
χασικλής χασί(ς) + κ + -λής κατά το θεριακλ-ής: χασικλ- + -ής[1] türkisch haşiş arabisch حشيش (ḥašīš)
χασάπης türkisch kasap arabisch قصاب (qaṣṣāb) aramäisch קצבא / ܩܰܨܳܒܳܐ (qaṣṣābā)
χαρτζιλίκι türkisch harçlık arabisch خرج (kharj, δαπάνη)
χαρούπι türkisch harup arabisch خرّوب (χarrūb)
χαρέμι türkisch harem arabisch حرم (ḥaram)
χαράτσι mittelgriechisch χαράτσι türkisch haraç arabisch خراج (kharāj) συριακή altgriechisch χορηγία (αντιδάνειο)
χαράμι türkisch haram + -ι arabisch حرام (Harām: απαγορευμένο, η παράβαση ή το έγκλημα - ιδίως με όρους θρησκευτικούς και ηθικούς)
χάπι türkisch hap + -ι arabisch habb حب
χάντρα mittelgriechisch χάντρα πιθανότατα προέλευσης von arabisch
χαντάκι mittelgriechisch χαντάκιον arabisch خندق (khandaq, τάφρος) αρχαία persisch kandak
χαμπάρι türkisch haber osmanisch türkisch خبر arabisch خبر (xábar: γνωρίζω καλά, γνώση, είδηση) ρίζα خ ب ر (ḵ-b-r)
χαμάμ türkisch hamam arabisch حمّام (ḥammām: ζεστό νερό, χαμάμ) ρίζα ح م م (ḥ-m-m: ζεστός)
χαμάλης türkisch hamal arabisch حمّال (hammāl)
χαλκάς türkisch halka arabisch حلقة (ḥalqa/ḥalaqa) (μεταλλικός κρίκος ή δαχτυλίδι).[1]
χάλι türkisch hâl arabisch حال (hāl)
χαλές albanisch halë türkisch halâ οθωμανικά τουρκικά خلا arabisch خلاء (xalā')
χαλβάς türkisch helva arabisch حلوى (ḥalwā)
χαλάουα englisch halawa arabisch حلاوة (ḥalāwa, χαλβάς) حلوى حلو (ḥulw: γλυκός, γλύκα)
χαλάλι türkisch halal (ιδιωματικό) / helal arabisch حلال (halâl)
χαΐρι türkisch hayιr + -ι arabisch خَيْر (khayr, αγαθοεργία, καλοσύνη)[1]
χαϊμαλί türkisch hamaylı arabisch حمائل (hamail)
χαϊβάνι türkisch hayvan arabisch حيوان (hayawān) ή χαβάνι von οποίο και η λέξη «άβαν» στο βορειοελλαδικό σλαβικό ιδίωμα με αποκοπή του Χι και πτώση της ελληνικής κατάληξης
χάζι türkisch haz (απόλαυση) arabisch حظ (hazz)
χαγιάτι türkisch hayat (ζωή· πβ. αγγλικά living room) arabisch حياة (ħayāh) ρίζα ح ي و (ḥ-y-w)
χαβούζα türkisch havuz arabisch حوض (hawḍ, δεξαμενή)
χαβάς türkisch hava (αέρας, καιρός και μελωδικός σκοπός) arabisch هواء (hawaa)
χαβαλές χαβαλέ türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
χαβαλεδιάζω χαβαλές türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
χαβαλέ türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
φούλι türkisch fulya arabisch 1. فل (full: αραβικό γιασεμί), 2. فول (fūl, κουκί)
φουκαράς türkisch fukara arabisch فقراء (fuḳara), Mehrzahl von فقير (faḳīr: φακίρης, με άλλη έννοια στα ελληνικά)
φλιτζάνι türkisch filcan (διάλεκτος), fincan (/finˈʤan/) με μετάθεση του [i] και [l] arabisch فنجان (finjān) persisch پنگان (pengān)[1] (συγGenitivς του αρχαιοελληνικού πίναξ).
φιτίλι mittelgriechisch φιτίλιν türkisch fitil arabisch فتيل (fatīl)
φιστικιά Koine-Griechisch πιστάκιον από persisch λέξη (ίσως pistah) με επίδραση του τουρκικού fıstık από arabisch προφορά πιθανόν της ίδιας λέξης με την persisch
φιστίκι türkisch fıstık osmanisch türkisch فستق (fıstık) arabisch فستق (fustuq) ή persisch فستق (fostoq, fostaq)
φαρφουρί türkisch fağfur osmanisch türkisch فغفور (fağfûr) persisch فغفور (fagh-foor) απ' όπου فغفوری (fağfuri, κινεζική πορσελάνη) σογδιανή βγpwr[1] παλαιά ιρανική *baga-puθra- (υιός του θεού), πιθανό Lehnübersetzung του κινεζικού 天子 (tiānzǐμ ο γιος του ουρανού), τίτλου των αυτοκρατόρων της Κίνας Ή κατ' άλλη άποψη, πιθανό αντιδάνειο türkisch firfiri (ανοιχτό κόκκινο), ίσως arabisch προέλευσης [δείτε και τουρκικά firfir (πλουμίδι, φραμπαλάς)] altgriechisch πορφύρα[2][3]
φαρί mittelgriechisch φαρίν arabisch فرس (faras, άλογο) ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)
φάκα türkisch fak arabisch فخ (fak)
τσουράπι türkisch çorap arabisch جورب (cūrāb, κάλτσα)
τσέπη türkisch cep arabisch جيب (jayb)
τσεκ englisch cheque exchequer παλαιά französisch eschequier eschec mittellateinisch scaccus arabisch شاه (šāh) persisch شاه (šâh: βασιλιάς)
τσαμπουκάς türkisch çabuka (που τον έχουν καταδικάσει ξανά) sabıka (κι άλλη καταδίκη) ( sabık (προηγούμενος) arabisch سابق (sābik: προηγούμενος)
τζίφρα venezianisch zifra arabisch صِفْر (ʂifr)
τζίνι türkisch cin arabisch جِنّ (jinn) جِنِّيّ (jinniyy) جن (junnī) ρίζα ج ن ن (j-n-n)
τζερεμές türkisch cereme arabisch غرامة (ghrama, πρόστιμο)
τζάντζαλο mittelgriechisch τζάντζαλον (κουρέλι) τζάντζαλος (κουρελιάρης) πιθανόν arabisch προέλευσης [djali] (αυτός που βγάζει τα ρούχα του, αναιδής, αναίσχυντος) με επανάληψη της πρώτης συλλαβής.[1] Δείτε την arabisch ρίζα د ج ل (d-j-l).
τζάμπα türkisch çaba arabisch (διάλεκτος) جبا (jabāˀ, δωρεάν) (επίσης, είδος φόρου)
τζαμί türkisch cami arabisch جامع (cāmi)
τεφτέρι türkisch defter arabisch دفتر (daftar) aramäisch דהפתּיר (defter) altgriechisch διφθέρα (αντιδάνειο)
τεφαρίκι türkisch tefarik arabisch تفرج (tafarruj) فرج (farj)
τερτίπι türkisch tertip arabisch ترتيب (tartib, τακτοποίηση)
τέντζερης türkisch tencere osmanisch türkisch تنجره arabisch طنجرة (ṭanjara) persisch تنگیره (tangira)
τεμενάς türkisch temenna arabisch تمن (tamannā)
τεκές türkisch tekke arabisch تكية (takya) (persisch تكیه)
ταχίνι türkisch tahin arabisch طحينة (ṭaḥīna)
τάσι türkisch tas arabisch طاس (tās) persisch طاس (tās: γαβάθα)
ταρσανάς türkisch tersane venezianisch tersanà arabisch دار الصناعة (ar) دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)
τάρα italienisch tara arabisch طرح (ṭarḥ: σκουπίδι, απόρριμμα) ρίζα ط ر ح (ṭ-r-ḥ)
τάπια türkisch tabya arabisch تعبئة (ta'bya)
ταξίμι türkisch taksim arabisch تقسيم (taksīm, διαίρεση)
ταμπουράς mittelgriechisch ταμπουράς türkisch tambura arabisch طنبور (ṭanbūr)
ταμπάκης türkisch tabak arabisch دباغ (dabbāg̠ẖ)
ταμάμ türkisch tamam arabisch تمام (tamām, εντελώς)
στράφι türkisch israf (σπατάλη) arabisch إسراف (isrāf, άσωτος)
σοφάς türkisch sofa arabisch صفة (súffa)
σουσάμι Koine-Griechisch σησάμιον altgriechisch σήσαμον aramäisch שושמא (šūššmā) שומשומא (šumššumā) akkadisch (šamaššammū) (šaman: λάδι) + (šammu: δέντρο)[1]. Κατ' άλλη άποψη[2] von türkisch susam arabisch سمسم (simsim), συγGenitivς προέλευσης με την ελληνική σήσαμον
σουράτα arabisch سورة (sūraʰ)
σουνέτι türkisch sünnet arabisch سنة (sunna)
σούνα arabisch سنة (súnna)
σουλτάνος türkisch sultan arabisch سلطان (sulṭān, ηγεμόνας) aramäisch שולטנא (šulṭānā: ισχύς, εξουσία)
σουλούπι türkisch üslûp / üslup arabisch أسلوب (uslūb)
σοροκάδα σορόκος + -άδα σιρόκος italienisch scirocco arabisch شرقي (sharqī· ανατολή)
σοκάκι türkisch sokak arabisch زقاق (zuqāq)
σκάκι italienisch scacco arabisch شاه (shah) persisch شاه (shah, βασιλιάς)
σιρόπι mittelgriechisch σιρόπιον italienisch sciroppi, Mehrzahl von sciroppo mittellateinisch siruppus / syrupus arabisch شراب (šarāb, ποτό) شرب (šáriba, πίνω)
σιρόκος italienisch scirocco arabisch شرقي (sharqī, ανατολή)
σινάφι türkisch esnaf arabisch أصناف (asnāf)
σιμίτι türkisch simit arabisch سميد (semid) altgriechisch σεμίδαλις (αντιδάνειο)
σιίτης türkisch Şii + -ίτης arabisch شيعة (šīʿa:)
σεφτές türkisch siftah arabisch إستفتاح (istiftāh)
σερμπέτι türkisch şerbet arabisch شرب (şarbat)
σεργιάνι türkisch seyran arabisch سيران (sayarān)
σεντούκι mittelgriechisch σεντούκιν arabisch صُنْدُوْق (ʂundūq, κουτί) [1] (βλέπε και τουρκικό sandık, σερβοκροατικό sanduk)
σεντέφι türkisch sedef arabisch صدف (ṣadaf)
σελέμης türkisch selem arabisch سلم (selem)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.