Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το ένδυμα φέρει ραμμένες τσέπες και στις δύο όψεις του, οι οποίες φέρουν σύστημα κλεισίματος με κλείστρο (φερμουάρ), καθώς και ένα αφαιρούμενο, ωοειδές ένθεμα, μαζικής παραγωγής. | Auf beiden Seiten des Kleidungsstücks befinden sich aufgesetzte Taschen, die mit einem Reißverschluss verschließbar sind. In jeder Tasche befindet sich eine serienmäßig hergestellte, herausnehmbare, ovale Kunststoffschale. Übersetzung bestätigt |
Μέχρι τώρα, το γεγονός ότι οι τσέπες δεν έχουν κανένα σύστημα κλεισίματος απεικονιζόταν μόνο στη φωτογραφία 509. | Bis jetzt war die Tatsache, dass die Taschen kein Verschlusssystem hatten, lediglich im Foto 509 dargestellt. Übersetzung bestätigt |
Έχει λαιμόκοψη σε σχήμα V, πλήρες άνοιγμα στο μπροστινό μέρος, σύστημα κλεισίματος από τα αριστερά προς τα δεξιά με κουμπιά πίεσης, φαρδιά ανοίγματα στις μασχάλες, χωρίς τσέπες ή φόδρα. | Es hat einen V-Ausschnitt mit einer durchgehenden Öffnung im Vorderteil und ist mithilfe von Druckknöpfen „links über rechts“ zu schließen, mit weiten Armlöchern, ohne Taschen oder Fütterung. Übersetzung bestätigt |
Σάκοι ταξιδιού, μονωτικοί σάκοι για προϊόντα διατροφής και ποτά, θήκες για είδη καλλωπισμού «Necessaires», σάκοι ράχης, σάκοι για ψώνια, θήκες για επισκεπτήρια, θήκες εργαλείων, σάκοι για είδη αθλητισμού, κουτιά για κοσμήματα, κουτιά για μαχαιροπήρουνα, θήκες για κιάλια, για φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές, για μουσικά όργανα ή όπλα και παρόμοια, με εξωτερική επιφάνεια από φύλλα πλαστικών υλών ή υφαντικές ύλες (εκτός από βαλίτσες, χαρτοφύλακες, σχολικές τσάντες και παρόμοια, σακίδια χεριού, είδη που συνήθως φέρονται στην τσέπη ή σε σακίδιο χεριού) | Reisetaschen, Isoliertaschen für Nahrungsmittel oder Getränke, Toilettentaschen „Necessaires“, Rucksäcke, Einkaufstaschen, Kartentaschen, Werkzeugtaschen, Taschen für Sportartikel, Schachteln für Schmuckwaren, Besteckkästen, Etuis für Ferngläser, Fotoapparate, Filmkameras, Musikinstrumente oder Waffen und ähnl. Behältnisse, mit Außenseite aus Kunststoffolien oder Spinnstoffen (ausg. Koffer, Aktentaschen, Schulranzen und ähnl. Behältnisse, Handtaschen, Taschenoder Handtaschenartikel) Übersetzung bestätigt |
Σάκοι ταξιδιού, μονωτικοί σάκοι για προϊόντα διατροφής και ποτά, θήκες για είδη καλλωπισμού «Necessaires», σάκοι ράχης, σάκοι για ψώνια, θήκες για επισκεπτήρια, θήκες εργαλείων, σάκοι για είδη αθλητισμού, κουτιά για κοσμήματα, κουτιά για μαχαιροπήρουνα, θήκες για κιάλια, για φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές, για μουσικά όργανα ή όπλα και παρόμοια, με εξωτερική επιφάνεια από φυσικό δέρμα, ανασχηματισμένο δέρμα ή δέρμα βερνικωμένο «λουστρίνι» (εκτός από βαλίτσες, χαρτοφύλακες, σχολικές τσάντες και παρόμοια, σακίδια χεριού, είδη που συνήθως φέρονται στην τσέπη ή σε σακίδιο χεριού) | Reisetaschen, Isoliertaschen für Nahrungsmittel oder Getränke, Toilettentaschen „Necessaires“, Rucksäcke, Einkaufstaschen, Kartentaschen, Werkzeugtaschen, Taschen für Sportartikel, Schachteln für Schmuckwaren, Besteckkästen, Etuis für Ferngläser, Fotoapparate, Filmkameras, Musikinstrumente oder Waffen und ähnl. Behältnisse, mit Außenseite aus Leder, rekonstituiertem Leder oder Lackleder (ausg. Koffer, Aktentaschen, Schultaschen und ähnl. Behältnisse, Handtaschen, Taschenoder Handtaschenartikel) Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
θυλάκιο |
κοφτή |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Hosentasche |
Hosensack |
Tasche |
Beutel |
Täschchen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Hosentasche | die Hosentaschen |
Genitiv | der Hosentasche | der Hosentaschen |
Dativ | der Hosentasche | den Hosentaschen |
Akkusativ | die Hosentasche | die Hosentaschen |
τσέπη η [tsépi] : 1. είδος μικρής θήκης ραμμένης επάνω σε ρούχα και από το ίδιο ύφασμα με αυτά, όπου μπορεί κανείς να βάλει μικροαντικείμενα: τσέπη παντελονιού / παλτού / ζακέτας. Εσωτερική / εξωτερική / κρυφή / κολλητή / σκιστή τσέπη. || θήκη σε τσάντες, σάκους, βαλίτσες κτλ. (έκφρ.) γυρνάει με τα χέρια στις τσέπες, χωρίς να κάνει τίποτε. ΦΡ τον έχω / τον βάζω στην τσέπη μου, ασκώ απόλυτο έλεγχο επάνω σε κπ. έχω κτ. στην τσέπη μου, έχω εξασφαλίσει κτ., είμαι σίγουρος ότι θα το πετύχω: Έχει το διορισμό στην τσέπη του. ξέρω κπ. / κτ. σαν την τσέπη μου, πολύ καλά. βάζω κτ. στην τσέπη μου, το οικειοποιούμαι. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.