Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



υποτιμώ

υποτιμώ altgriechisch ὑποτιμῶ


σφαγέας

σφαγέας altgriechisch σφαγεύς σφαγή


συκιά

συκιά altgriechisch συκέα σῦκον


προεξοχή

προεξοχή προεξέχω + -ή mittelgriechisch προεξέχω πρό + altgriechisch ἐξέχω ἐξ + ἔχω ((Lehnübersetzung) französisch proéminence)


πίσσα

πίσσα altgriechisch πίσσα


κολυμπώ

κολυμπώ mittelgriechisch κολυμπῶ altgriechisch κολυμβάω / κολυμβῶ


ιός

ιός altgriechisch ἰός (δηλητήριο), (Lehnbedeutung) διαγλωσσική ορολογία virus ( λατινικά virus)[1]


έφοδος

έφοδος (λόγιο) altgriechisch ἔφοδος (ἐπί) ἔφ- + ὁδός


εκδικητής

εκδικητής altgriechisch ἐκδικητής


βαράω

βαράω altgriechisch βαρῶ (συνηρημένη μορφή του βαρέω) βάρος


χηλή

χηλή altgriechisch χηλή


μελετώ

μελετώ altgriechisch μελετάω, -ῶ


διαστολή

διαστολή Koine-Griechisch διαστολή altgriechisch διαστολή


υποπτεύομαι

υποπτεύομαι altgriechisch ὑποπτεύω ὕποπτος ὑφοράω


πιθανολογώ

πιθανολογώ altgriechisch πιθανολογέω, -ῶ


νάμα

νάμα altgriechisch νᾶμα νάω proto-indogermanisch *(s)neh₂- (ρέω)


ζέση

ζέση altgriechisch ζέσις


διάταση

διάταση altgriechisch διάτασις


άβουλα

άβουλα mittelgriechisch ἄβουλα (άθελα, χωρίς τη θέληση κάποιου) altgriechisch ἀβούλως α στερητικό και βουλή


λειμώνας

λειμώνας altgriechisch λειμών λείβω


δόκιμος

δόκιμος altgriechisch δόκιμος δοκέω, -ῶ


θρόνος

θρόνος altgriechisch


συμβάλλω

συμβάλλω altgriechisch συμβάλλω σύν + βάλλω


νυκτερινός

νυκτερινός altgriechisch νυκτερινός


φίλημα

φίλημα altgriechisch φίλημα και φίλαμα φιλέω


αποδέκτης

αποδέκτης altgriechisch ἀποδέκτης ἀποδέχομαι ἀπό + δέχομαι


υστερία

υστερία altgriechisch ὑστερία


παραδέχομαι

παραδέχομαι altgriechisch παρά + δέχομαι


νοστιμιά

νοστιμιά νόστιμος + -ιά altgriechisch νόστιμος νόστος νέομαι


τυφώνας

τυφώνας altgriechisch Τῡφῶν / Τῠφάων τῡ́φω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewh₂- (καπνίζω, βγάζω καπνό) ((Lehnbedeutung) englisch typhoon ( πορτογαλικά tufão αραβικά طُوفَان‏ (ṭūfān) κινέζικα (μανδαρίνικα) 大風/大风 (dàfēng: μεγάλος άνεμος)


περιτομή

περιτομή Koine-Griechisch περιτομή altgriechisch περιτέμνω περί + τέμνω


λίκνο

λίκνο altgriechisch λίκνον


κρόταφος

κρόταφος (λόγιο) altgriechisch κρόταφος


φλούδα

φλούδα mittelgriechisch φλούδα φλούδι + -α φλούδιον Koine-Griechisch φλοῦς altgriechisch φλοιός φλέω indoeuropäisch (Wurzel) *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)


χάλυβας

χάλυβας altgriechisch χάλυψ


φιλμογραφία

φιλμογραφία französisch filmographie film [englisch film μέση englisch filme αγγλοσαξονικά filmen πρωτογερμανικά *filminją ‎(δέρμα, μεμβράνη) indoeuropäisch (Wurzel) *pélno-mo (μεμβράνη) *pel- ‎(καλύπτω, δέρμα)] + graphie ( altgriechisch γράφω)


τρυφερότητα

τρυφερότητα altgriechisch τρυφερότης τρυφερός τρυφή


ξεριζωμός

ξεριζωμός ξεριζώνω altgriechisch ἐκριζόω


μάμμη

μάμμη altgriechisch μάμμη


ωμότητα

ωμότητα altgriechisch ὠμότης ὠμός


παρατατικός

παρατατικός spätgriechisch παρατατικός (χρόνος) altgriechisch παρατείνω, ίσως από αρχαία μετοχή παρατετακώς


επαρχιώτης

επαρχιώτης Koine-Griechisch ἐπαρχιώτης ἐπαρχία altgriechisch ἔπαρχος ἐπί + ἄρχω


κοιλότητα

κοιλότητα altgriechisch κοιλότης


ροζέ

ροζέ französisch rosé rose λατινικά rosa altgriechisch ῥόδον (αντιδάνειο)


κοσμοδρόμιο

κοσμοδρόμιο (entlehnt aus) ρωσική космодром (kosmodrom) altgriechisch κόσμος + -δρόμιο


ενδελέχεια

ενδελέχεια altgriechisch ἐνδελέχεια ἐνδελεχής ἐν + δολιχός


δεσποινάριο

δεσποινάριο δεσποινίς + υποκοριστικό επίθημα -άριο mittelgriechisch δεσποινίς altgriechisch δέσποινα δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)


αργαλειό

αργαλειό Koine-Griechisch ἀργαλεῖον altgriechisch ἐργαλεῖον ἔργον


εχτές

εχτές mittelgriechisch ἐχτές altgriechisch ἐχθές με ανομοίωση των φθόγγων [kt] > [xθ][1] siehe auch χτες


υπόλειμμα

υπόλειμμα altgriechisch ὑπόλειμμα ὑπολείπω λείπω


εφαρμόζω

εφαρμόζω altgriechisch ἐφαρμόζω ἐπί + ἁρμόζω


απληστία

απληστία altgriechisch ἀπληστία


συναινώ

συναινώ altgriechisch συναινέω / συναινῶ


νιφάδα

νιφάδα altgriechisch νιφάς


κολοβός

κολοβός altgriechisch κολοβός


ικετεύω

ικετεύω altgriechisch ἱκετεύω ἱκέτης ἱκνέομαι / ἱκνοῦμαι


απόσταξη

απόσταξη Koine-Griechisch ἀπόσταξις altgriechisch ἀποστάζω ἀπό + στάζω


απατεώνας

απατεώνας altgriechisch ἀπατεών ἀπατάω (: εξαπατώ, απατώ)


έμπροσθεν

έμπροσθεν altgriechisch ἔμπροσθεν


αναίσχυντος

αναίσχυντος altgriechisch ἀναίσχυντος


πενθώ

πενθώ altgriechisch πενθέω / πενθῶ πένθος


ορθοπεδική

ορθοπεδική παρετυμολογική σύνδεση με την altgriechisch λέξη πέδη. Δείτε την ετυμολογία στο ορθοπαιδική


καψόνι

καψόνι κάψ(α) + -όνι[1]. Απίθανη μια ετυμολόγηση καψώνι καψώνω + -ι mittelgriechisch καψώνω Koine-Griechisch καυσόω / καυσῶ καῦσος altgriechisch καίω[2]


δοξασία

δοξασία Koine-Griechisch δοξασία altgriechisch δοξάζω δόξα


γελωτοποιός

γελωτοποιός altgriechisch γέλως + ποιῶ


μάντης

μάντης altgriechisch μάντις


λόξα

λόξα altgriechisch λοξ(ός) + -α


γεράματα

γεράματα mittelgriechisch γηράματα, Mehrzahl von γήραμα altgriechisch γηράω / γηρῶ / γηράσκω γῆρας


τραβώ

τραβώ mittelgriechisch τραβώ τραβίζω ταυρίζω ταύρος altgriechisch ταῦρος indoeuropäisch (Wurzel) *táwros


μνηστήρας

μνηστήρας altgriechisch μνηστήρ altgriechisch μνάομαι


μαρμάγκα

μαρμάγκα albanisch merimangë (αράχνη) mittelgriechisch μυρμήγκι[1] (αντιδάνειο) Koine-Griechisch μυρμήκιον altgriechisch μύρμηξ


ιδεαλισμός

ιδεαλισμός (entlehnt aus) deutsch Idealismus lateinisch idealis idea altgriechisch ἰδέα (αντιδάνειο) εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω)


άσφαλτος

άσφαλτος (λόγιο) altgriechisch ἄσφαλτος (το υλικό στερέωσης των τειχών της Βαβυλώνας για να μην σφάλλουν, δηλαδή να μην καταρρέουν) (Lehnbedeutung) französisch asphalte


αρχαΐζουσα

αρχαΐζουσα altgriechisch ἀρχαΐζω


Αγλαΐα

Αγλαΐα altgriechisch Ἀγλαΐα ἀγλαός (λαμπερός)


ευφυΐα

ευφυΐα (λόγιο) altgriechisch εὐφυΐα


χορεία

χορεία altgriechisch χορεία χορός (ο κυκλικός χορός, με περιστροφή) για το 1 και 2 -η französisch λέξη chorée για το 3 (αν και προήλθε από τη lateinisch chorea που προήλθε von altgriechisch χορεία)


πόλωση

πόλωση Katharevousa πόλωσις πολώνω + -σις πόλος altgriechisch πόλος πέλω indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (κινώ, [γυρίζω]]) ((Lehnübersetzung) französisch polarisation)


όσμιο

όσμιο (entlehnt aus) neulateinisch osmium altgriechisch ὀσμή (λόγω της έντονης μυρωδιάς του)


τσιτσί

τσιτσί παιδική γλώσσα. siehe auch italienisch ciccia, cicci, altgriechisch τιτθός (μαστός)


υπεροπλία

υπεροπλία altgriechisch ὑπεροπλία ὑπέροπλος ὑπέρ + ὅπλον


συμπαθώ

συμπαθώ altgriechisch συμπαθέω / συμπαθῶ συμπαθής σύν + πάσχω


δαίμονας

δαίμονας altgriechisch δαίμων


σπεύδω

σπεύδω altgriechisch σπεύδω indoeuropäisch (Wurzel) *speud- (σπουδή, βιασύνη)


γυναικολογία

γυναικολογία (entlehnt aus) französisch gynécologie altgriechisch γυνή + λόγος. Αναλύεται σε γυναικο- + -λογία


κήτος

κήτος altgriechisch κῆτος (πιθανόν vorhellenistisch)


φανός

φανός altgriechisch φανός φαίνω


σκεύος

σκεύος altgriechisch σκεῦος


θαμπάδα

θαμπάδα θαμπός + -άδα mittelgriechisch θαμβός altgriechisch θάμβος


επενδύτης

επενδύτης altgriechisch ἐπενδύτης ἐπενδύω ἐπί + ἐνδύω


εντέλει

εντέλει altgriechisch ἐν τέλει ((Lehnbedeutung) französisch à la fin)


δεσπότης

δεσπότης (λόγιο) altgriechisch δεσπότης proto-indogermanisch *déms pótis *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)


γερός

γερός Koine-Griechisch γερός *ὑγηρός altgriechisch ὑγιηρός ὑγιής


πταίσμα

πταίσμα (λόγιο) altgriechisch πταῖσμα (σκόνταμα· λάθος)


επίσπευση

επίσπευση mittelgriechisch ἐπίσπευσις altgriechisch ἐπισπεύδω ἐπί + σπεύδω


στρατηγείο

στρατηγείο Koine-Griechisch στρατηγεῖον altgriechisch στρατήγιον στρατός + ἄγω


νυχτιά

νυχτιά mittelgriechisch νυχτιά νύχτα + -ιά νύκτα altgriechisch νύξ indoeuropäisch (Wurzel) *nókʷts


εσπερινός

εσπερινός (λόγιο) altgriechisch ἑσπερινός


διαβάτης

διαβάτης altgriechisch διαβάτης Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + -βάτης.


ατελείωτος

ατελείωτος altgriechisch ἀτελείωτος ἀ- (στερητικό) + τελειώνω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback