Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



ρεβιθιά

ρεβιθιά ρεβίθ(ι) + -ιά mittelgriechisch *ρεβίθι/ροβίθι Koine-Griechisch ἐρεβίνθιον altgriechisch ἐρέβινθος


πομπή

πομπή altgriechisch πομπή πέμπω


πιάτσα

πιάτσα (αντιδάνειο) italienisch piazza lateinisch platea (φαρδύς δρόμος πόλης) altgriechisch πλατεῖα πλατύς


κόμη

κόμη altgriechisch κόμη


θυρίδα

θυρίδα altgriechisch θυρίς, υποκοριστικό του θύρα indoeuropäisch (Wurzel) *dʰwer- (θύρα) (3,4,5: (Lehnbedeutung) französisch guichet)


ερημία

ερημία altgriechisch ἐρημία


επανεκκίνηση

επανεκκίνηση altgriechisch ἐπανεκκίνησις


εκχώρηση

εκχώρηση Koine-Griechisch ἐκχώρησις altgriechisch ἐκχωρέω / ἐκχωρῶ χωρέω / χωρῶ


διπλός

διπλός Koine-Griechisch διπλός altgriechisch διπλόος / διπλοῦς δίς proto-indogermanisch *dwís


διαγράμμιση

διαγράμμιση διαγραμμίζω + -ση Koine-Griechisch διαγραμμίζω διά + γραμμίζω altgriechisch γραμμή γράφω indoeuropäisch (Wurzel) *gerbʰ- (χαράσσω)


αρχέτυπο

1 αρχέτυπο Koine-Griechisch ἀρχέτυπον, Maskulinum von ἀρχέτυπος altgriechisch ἀρχή + τύπος


Άγις

Άγις altgriechisch Ἆγις


υποτίμηση

υποτίμηση Koine-Griechisch ὑποτίμησις altgriechisch ὑποτιμάω / ὑποτιμῶ τιμάω / τιμῶ (1. (Lehnbedeutung) französisch dévaluation)


πλοκή

πλοκή altgriechisch πλέκω


όμμα

όμμα altgriechisch ὄμμα


ξυλόφωνο

ξυλόφωνο (entlehnt aus) französisch xylophone altgriechisch ξύλον + φωνή


μαγειρίτσα

μαγειρίτσα μαγειριά + -ίτσα Koine-Griechisch μαγειρία altgriechisch μάγειρος


καταφυγή

καταφυγή altgriechisch καταφυγή


εκπροσωπώ

εκπροσωπώ mittelgriechisch εκπροσωπώ εκ- + altgriechisch πρόσωπον πρός + ὤψ indoeuropäisch (Wurzel) *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-


εγκώμιο

εγκώμιο altgriechisch ἐγκώμιον, ομοίως Katharevousa ἐγκώμιον, (Maskulinum von επιθέτου ἐγκώμιος ἐν + κῶμος)


διαμέσου

διαμέσου mittelgriechisch διαμέσου (altgriechisch διάμεσον) διά & μέσου


γείτονας

γείτονας mittelgriechisch γείτονας altgriechisch γείτων, von αιατιατική «τὸν γείτονα»


αξιωματούχος

αξιωματούχος altgriechisch ἀξίωμα + -ούχος ( έχω)


αντίλογος

αντίλογος altgriechisch ἀντίλογος ἀντιλέγω ἀντί + λέγω indoeuropäisch (Wurzel) *leǵ- (συλλέγω)


αίρεση

αίρεση altgriechisch αἵρεσις von αἱρέω -ῶ= λαμβάνω, κυριεύω


σωλήνας

σωλήνας altgriechisch σωλήν


συνδιάσκεψη

συνδιάσκεψη mittelgriechisch συνδιάσκεψις Koine-Griechisch συνδιασκέπτομαι διασκέπτομαι altgriechisch σκέπτομαι


σάκος

σάκος altgriechisch σάκος ή σάκκος σημιτική, πρωτοσημιτικά: * s?k (?: άγνωστος φθόγγος)


πραότητα

πραότητα altgriechisch πραότης πρᾶος / πραΰς


νίπτω

νίπτω altgriechisch νίπτω νίζω


ζωγραφίζω

ζωγραφίζω mittelgriechisch ζωγραφίζω altgriechisch ζωγραφ(έω, -ῶ) + -ίζω[1]


διαγράφω

διαγράφω altgriechisch διαγράφω διά + γράφω


γνήσιος

γνήσιος altgriechisch γνήσιος


Αιμιλία

Αιμιλία altgriechisch Αἰμιλία lateinisch Aemilia


χλεύη

χλεύη (λόγιο) altgriechisch χλεύη proto-indogermanisch *gʰlew- (αστειεύομαι)


πλάση

πλάση altgriechisch πλάσις πλάσσω.πλάττω (αόρ. ἔπλασα)


ομολογουμένως

ομολογουμένως altgriechisch ὁμολογουμένως ὁμολογούμενος, μετοχή ενεστώτα του ὁμολογέομαι, -οῦμαι


μελωδικός

μελωδικός altgriechisch μελῳδικός


λίθος

λίθος altgriechisch λίθος άγνωστης ετυμολογίας


κύρωση

κύρωση altgriechisch κύρωσις κυρόω / κυρῶ κῦρος (2. (Lehnbedeutung) französisch sanction)


καλέμι

καλέμι türkisch kalem arabisch قَلَم (kalam) altgriechisch κάλαμος (αντιδάνειο)


ευφράδεια

ευφράδεια Koine-Griechisch εὐφράδεια altgriechisch εὐφραδής εὖ + φράζω


επίλογος

επίλογος altgriechisch ἐπίλογος


έπαυλη

έπαυλη altgriechisch ἔπαυλις


εκλεκτός

εκλεκτός altgriechisch ἐκλεκτός ἐκλέγω ἐκ + λέγω proto-indogermanisch *leǵ-


διάκενο

διάκενο substantiviertes Neutrum des altgriechischen επιθέτου διάκενος


γόης

γόης altgriechisch γόης


βασκανία

βασκανία altgriechisch


αρπαγή

αρπαγή altgriechisch ἁρπαγή


αποστασία

αποστασία altgriechisch ἀποστασία ἀποστατῶ


αποκοπή

αποκοπή altgriechisch ἀποκοπή ἀποκόπτω


άπλωμα

άπλωμα Koine-Griechisch ἅπλωμα altgriechisch ἁπλόω ἁπλοῦς


ανεψιά

ανεψιά altgriechisch ἀνεψιά


ανακοπή

ανακοπή altgriechisch ἀνακοπή


αηδία

αηδία altgriechisch ἀηδία


σέλινο

σέλινο altgriechisch σέλινον


σέλας

σέλας altgriechisch σέλας ((Lehnbedeutung) (γαλλικά) aurore borealis)


ρίγανη

ρίγανη altgriechisch ὀρίγανος


προσυπογράφω

προσυπογράφω Koine-Griechisch προσυπογράφω πρός + altgriechisch ὑπογράφω ὑπό + γράφω


πάπυρος

πάπυρος altgriechisch πάπυρος


οπόταν

οπόταν altgriechisch ὁπόταν


μελόδραμα

μελόδραμα (entlehnt aus) französisch mélodrame mélo- + drame altgriechisch μέλος ( proto-indogermanisch *mel-: μέλος, άκρο του σώματος) + δρᾶμα ( δράω / δρῶ proto-indogermanisch *derǝ- / *drā-: δρω)


κρόκος

κρόκος altgriechisch κρόκος


θηριωδία

θηριωδία altgriechisch θηριωδία


θεατρικός

θεατρικός altgriechisch θεατρικός θέατρον


θαυμάζω

θαυμάζω altgriechisch θαυμάζω


ευελπιστώ

ευελπιστώ altgriechisch εὐελπιστῶ εὖ + ἐλπίς


εργοδότης

εργοδότης altgriechisch ἐργοδότης ἔργον + δότης ( δίδωμι)


εργάζομαι

εργάζομαι altgriechisch ἐργάζομαι


έλκος

έλκος (λόγιο) altgriechisch ἕλκος[1] proto-indogermanisch *h₁elḱ-os[2] (ἕλκος) ((Lehnbedeutung) französisch ulcère)


διακοσμώ

διακοσμώ altgriechisch διακοσμέω / διακοσμῶ διά + κοσμέω / κοσμῶ κόσμος ((Lehnbedeutung) französisch décorer)


βελόνι

βελόνι mittelgriechisch βελόνιν altgriechisch βελόνη βέλος indoeuropäisch (Wurzel) *gʷelos


αυτοκριτική

αυτοκριτική (entlehnt aus) französisch autocritique altgriechisch αὐτός + κριτική ( κρίνω)


αιμάτωση

αιμάτωση altgriechisch αἱμάτωσις αἱματόω-ῶ


πέταγμα

πέταγμα πετώ + -μα Koine-Griechisch πετάω / πετῶ altgriechisch πετάομαι / πετάννυμι / πεταννύω / πήτνυμι proto-indogermanisch *peth₂- (πετώ)


πεπρωμένο

πεπρωμένο altgriechisch πεπρωμένον, μετοχή ουδετέρου γένους του πέπρωται


εκατέρωθεν

εκατέρωθεν altgriechisch ἑκατέρωθεν ἑκάτερος + -θεν


συναγωγή

συναγωγή (λόγιο) altgriechisch συναγωγή[1] συνάγω. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + αγωγή


κάνναβη

κάνναβη altgriechisch κάνναβις


άχνη

άχνη altgriechisch ἄχνη


ανάγνωσμα

ανάγνωσμα altgriechisch ἀναγιγνώσκω


κιονόκρανο

κιονόκρανο altgriechisch κιονόκρανον κίων + *κρᾶνον (> κρανίον)


κάθοδος

κάθοδος altgriechisch κάθοδος[1] κατά (κάθ-) + ὁδός


λάμδα

λάμδα altgriechisch λάμβδα


νηοπομπή

νηοπομπή νηός, ποιητική Genitiv αντί του αττικού νεώς ( altgriechisch ναῦς = πλοίο) + πομπή


εκείθεν

εκείθεν mittelgriechisch εκείθεν altgriechisch ἐκεῖθεν ἐκεῖ + -θεν


δέσμιος

δέσμιος altgriechisch δέσμιος


φρόνημα

φρόνημα altgriechisch φρόνημα φρονέω / φρονῶ


συρφετός

συρφετός (λόγιο) altgriechisch συρφετός


ξενέρωμα

ξενέρωμα ξενερ(ώνω) + -μα mittelgriechisch ξενερώνω ξε + νερώνω νερό Koine-Griechisch νηρόν, Maskulinum von νηρός altgriechisch νεαρός νέος proto-indogermanisch *néwos (νέος) *nu (τώρα)


λαιμός

λαιμός altgriechisch λαιμός


περίβλημα

περίβλημα (λόγιο) altgriechisch περίβλημα (φόρεμα, ελληνιστική σημασία: μεμβράνη). Και (Lehnbedeutung) französisch enveloppe, revêtement[1] Συγχρονικά αναλύεται σε περί- + βλημ- (βλήμα) von βάλλω


λαμπατέρ

λαμπατέρ französisch lampadaire lateinisch lampadarius lampas altgriechisch λαμπάς (αντιδάνειο) λάμπω indoeuropäisch (Wurzel) *leh₂p- (λάμπω)


βορράς

βορράς altgriechisch Bορρᾶς


απονιά

απονιά mittelgriechisch απονιά altgriechisch ἀπονία πόνος


παροξυσμός

παροξυσμός altgriechisch παροξυσμός


θλιβερός

θλιβερός mittelgriechisch θλιβερός altgriechisch θλίβ(ω) + -ερός


γενετικός

γενετικός (entlehnt aus) französisch génétique altgriechisch γένεσις γίγνομαι


σκουλαρίκι

σκουλαρίκι μεσαιωνικό ελληνικό σχολαρίκιον χαρακτηριστικό στρατιωτών του πρώιμου βυζαντινού κράτους, οι οποίοι ονομάζονταν scholarii altgriechisch σχολή η πλήρης φράση: σχολαρικόν ενώτιον (το ενώτιο του σχολάριου). Σχολαρικόν > σχολαρίκιον> σκολαρίκι > σκουλαρίκι.


βοηθητικός

βοηθητικός altgriechisch βοηθητικός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback