διακοσμώ altgriechisch διακοσμέω / διακοσμῶ διά + κοσμέω / κοσμῶ κόσμος ((Lehnbedeutung) französisch décorer)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ήρθα στο μπιτς κλάμπ απόψε για να αρχίσω να διακοσμώ για το πάρτι των έκτων γενεθλίων της κόρης μου, για να τα βρω όλα διαλυμένα κι είμαι σίγουρη ότι το έκανε κάποιος από εσάς. | Ich kam heut abend runter zum Club um für den 16ten Geburtstag meiner Tochter morgen zu dekorieren, nur um herauszufinden, dass es völlig zerstört ist, und ich bin mir sicher einer von euch was das. Übersetzung nicht bestätigt |
Ίσως όμως στο γραφείο. Ή ξέρεις, ίσως μπορώ να διακοσμώ τα σπίτια. | Oder ich könnte helfen, die Häuser zu dekorieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
στολίζω |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διακοσμώ | διακοσμούμε | διακοσμούμαι | διακοσμούμαστε |
διακοσμείς | διακοσμείτε | διακοσμείσαι | διακοσμείστε | ||
διακοσμεί | διακοσμούν(ε) | διακοσμείται | διακοσμούνται | ||
Imper fekt | διακοσμούσα | διακοσμούσαμε | διακοσμούμουν | διακοσμούμαστε | |
διακοσμούσες | διακοσμούσατε | ||||
διακοσμούσε | διακοσμούσαν(ε) | διακοσμούνταν, διακοσμείτο | διακοσμούνταν, διακοσμούντο | ||
Aorist | διακόσμησα | διακοσμήσαμε | διακοσμήθηκα | διακοσμηθήκαμε | |
διακόσμησες | διακοσμήσατε | διακοσμήθηκες | διακοσμηθήκατε | ||
διακόσμησε | διακόσμησαν, διακοσμήσαν(ε) | διακοσμήθηκε | διακοσμήθηκαν, διακοσμηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διακοσμώ | θα διακοσμούμε | θα διακοσμούμαι | θα διακοσμούμαστε | |
θα διακοσμείς | θα διακοσμείτε | θα διακοσμείσαι | θα διακοσμείστε | ||
θα διακοσμεί | θα διακοσμούν(ε) | θα διακοσμείται | θα διακοσμούνται | ||
Fut ur | θα διακοσμήσω | θα διακοσμήσουμε | θα διακοσμηθώ | θα διακοσμηθούμε | |
θα διακοσμήσεις | θα διακοσμήσετε | θα διακοσμηθείς | θα διακοσμηθείτε | ||
θα διακοσμήσει | θα διακοσμήσουν(ε) | θα διακοσμηθεί | θα διακοσμηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διακοσμώ | να διακοσμούμε | να διακοσμούμαι | να διακοσμούμαστε |
να διακοσμείς | να διακοσμείτε | να διακοσμείσαι | να διακοσμείστε | ||
να διακοσμεί | να διακοσμούν(ε) | να διακοσμείται | να διακοσμούνται | ||
Aorist | να διακοσμήσω | να διακοσμηθώ | να διακοσμηθούμε | ||
να διακοσμήσεις | να διακοσμήσετε | να διακοσμηθείς | να διακοσμηθείτε | ||
να διακοσμήσει | να διακοσμήσουν(ε) | να διακοσμηθεί | να διακοσμηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διακοσμείτε | διακοσμείστε | ||
Aorist | διακόσμησε | διακοσμήστε, διακοσμήσετε | διακοσμήσου | διακοσμηθείτε | |
Part izip | Pres | διακοσμώντας | |||
Perf | έχοντας διακοσμήσει, | διακοσμημένος, -η, -ο | διακοσμημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διακοσμήσει | διακοσμηθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | dekoriere | ||
du | dekorierst | |||
er, sie, es | dekoriert | |||
Präteritum | ich | dekorierte | ||
Konjunktiv II | ich | dekorierte | ||
Imperativ | Singular | dekorier! dekoriere! | ||
Plural | dekoriert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
dekoriert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:dekorieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verziere | ||
du | verzierst | |||
er, sie, es | verziert | |||
Präteritum | ich | verzierte | ||
Konjunktiv II | ich | verzierte | ||
Imperativ | Singular | verzier! verziere! | ||
Plural | verziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verzieren |
διακοσμώ [δiakozmó] -ούμαι : διευθετώ ένα χώρο με την τοποθέτηση χρηστικών ή μη χρηστικών αντικειμένων και με τη χρησιμοποίηση άλλων στοιχείων, τα οποία διαμορφώνουν ένα αρμονικό σύνολο: Οι ρωμαϊκές επαύλεις ήταν διακοσμημένες με αγάλματα. Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά. Διακόσμησαν τις βιτρίνες με πολύ γούστο / την αίθουσα για τον αποκριάτικο χορό / την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου, στόλισαν. || φιλοτεχνώ επάνω σε μια επιφάνεια παραστάσεις ή σχέδια: Οι τοίχοι των ανακτόρων της Kνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες. Kασέλες που τις διακοσμούσαν με ξυλόγλυπτες παραστάσεις.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.