schmücken
 Verb

στολίζω Verb
(1)
ποικίλλω Verb
(0)
κοσμώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich liebe es einfach, den Christbaum zu schmücken.Λατρεύω να στολίζω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στολίζωστολίζουμε, στολίζομεστολίζομαιστολιζόμαστε
στολίζειςστολίζετεστολίζεσαιστολίζεστε, στολιζόσαστε
στολίζειστολίζουν(ε)στολίζεταιστολίζονται
Imper
fekt
στόλιζαστολίζαμεστολιζόμουν(α)στολιζόμαστε, στολιζόμασταν
στόλιζεςστολίζατεστολιζόσουν(α)στολιζόσαστε, στολιζόσασταν
στόλιζεστόλιζαν, στολίζαν(ε)στολιζόταν(ε)στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν
Aoristστόλισαστολίσαμεστολίστηκαστολιστήκαμε
στόλισεςστολίσατεστολίστηκεςστολιστήκατε
στόλισεστόλισαν, στολίσαν(ε)στολίστηκεστολίστηκαν, στολιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στολίσει
έχω στολισμένο
έχουμε στολίσει
έχουμε στολισμένο
έχω στολιστεί
είμαι στολισμένος, -η
έχουμε στολιστεί
είμαστε στολισμένοι, -ες
έχεις στολίσει
έχεις στολισμένο
έχετε στολίσει
έχετε στολισμένο
έχεις στολιστεί
είσαι στολισμένος, -η
έχετε στολιστεί
είστε στολισμένοι, -ες
έχει στολίσει
έχει στολισμένο
έχουν στολίσει
έχουν στολισμένο
έχει στολιστεί
είναι στολισμένος, -η, -ο
έχουν στολιστεί
είναι στολισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στολίσει
είχα στολισμένο
είχαμε στολίσει
είχαμε στολισμένο
είχα στολιστεί
ήμουν στολισμένος, -η
είχαμε στολιστεί
ήμαστε στολισμένοι, -ες
είχες στολίσει
είχες στολισμένο
είχατε στολίσει
είχατε στολισμένο
είχες στολιστεί
ήσουν στολισμένος, -η
είχατε στολιστεί
ήσαστε στολισμένοι, -ες
είχε στολίσει
είχε στολισμένο
είχαν στολίσει
είχαν στολισμένο
είχε στολιστεί
ήταν στολισμένος, -η, -ο
είχαν στολιστεί
ήταν στολισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στολίζωθα στολίζουμε, θα στολίζομεθα στολίζομαιθα στολιζόμαστε
θα στολίζειςθα στολίζετεθα στολίζεσαιθα στολίζεστε, θα στολιζόσαστε
θα στολίζειθα στολίζουν(ε)θα στολίζεταιθα στολίζονται
Fut
ur
θα στολίσωθα στολίσουμε, θα στολίζομεθα στολιστώθα στολιστούμε
θα στολίσειςθα στολίσετεθα στολιστείςθα στολιστείτε
θα στολίσειθα στολίσουν(ε)θα στολιστείθα στολιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στολίσει
θα έχω στολισμένο
θα έχουμε στολίσει
θα έχουμε στολισμένο
θα έχω στολιστεί
θα είμαι στολισμένος, -η
θα έχουμε στολιστεί
θα είμαστε στολισμένοι, -ες
θα έχεις στολίσει
θα έχεις στολισμένο
θα έχετε στολίσει
θα έχετε στολισμένο
θα έχεις στολιστεί
θα είσαι στολισμένος, -η
θα έχετε στολιστεί
θα είστε στολισμένοι, -ες
θα έχει στολίσει
θα έχει στολισμένο
θα έχουν στολίσει
θα έχουν στολισμένο
θα έχει στολιστεί
θα είναι στολισμένος, -η, -ο
θα έχουν στολιστεί
θα είναι στολισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στολίζωνα στολίζουμε, να στολίζομενα στολίζομαινα στολιζόμαστε
να στολίζειςνα στολίζετενα στολίζεσαινα στολίζεστε, να στολιζόσαστε
να στολίζεινα στολίζουν(ε)να στολίζεταινα στολίζονται
Aoristνα στολίσωνα στολίσουμε, να στολίσομενα στολιστώνα στολιστούμε
να στολίσειςνα στολίσετενα στολιστείςνα στολιστείτε
να στολίσεινα στολίσουν(ε)να στολιστείνα στολιστούν(ε)
Perfνα έχω στολίσει
να έχω στολισμένο
να έχουμε στολίσει
να έχουμε στολισμένο
να έχω στολιστεί
να είμαι στολισμένος, -η
να έχουμε στολιστεί
να είμαστε στολισμένοι, -ες
να έχεις στολίσει
να έχεις στολισμένο
να έχετε στολίσει
να έχετε στολισμένο
να έχεις στολιστεί
να είσαι στολισμένος, -η
να έχετε στολιστεί
να είστε στολισμένοι, -ες
να έχει στολίσει
να έχει στολισμένο
να έχουν στολίσει
να έχουν στολισμένο
να έχει στολιστεί
να είναι στολισμένος, -η, -ο
να έχουν στολιστεί
να είναι στολισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστόλιζεστολίζετεστολίζεστε
Aoristστόλισεστολίστεστολίσουστολιστείτε
Part
izip
Presστολίζονταςστολιζόμενος
Perfέχοντας στολίσει, έχοντας στολισμένοστολισμένος, -η, -οστολισμένοι, -ες, -α
InfinAoristστολίσειστολιστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ποικίλλωποικίλλουμε, ποικίλλομε
ποικίλλειςποικίλλετε
ποικίλλειποικίλλουν(ε)
Imper
fekt
ποίκιλλαποικίλλαμε
ποίκιλλεςποικίλλατε
ποίκιλλεποίκιλλαν, ποικίλλαν(ε)
Aoristποίκιλαποικίλαμε
ποίκιλεςποικίλατε
ποίκιλεποίκιλαν, ποικίλαν(ε)
Per
fekt
έχω ποικίλειέχουμε ποικίλει
έχεις ποικίλειέχετε ποικίλει
έχει ποικίλειέχουν ποικίλει
Plu
per
fekt
είχα ποικίλειείχαμε ποικίλει
είχες ποικίλειείχατε ποικίλει
είχε ποικίλειείχαν ποικίλει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ποικίλλωθα ποικίλλουμε, θα ποικίλλομε
θα ποικίλλειςθα ποικίλλετε
θα ποικίλλειθα ποικίλλουν(ε)
Fut
ur
θα ποικίλωθα ποικίλουμε, θα ποικίλομε
θα ποικίλειςθα ποικίλετε
θα ποικίλειθα ποικίλουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ποικίλειθα έχουμε ποικίλει
θα έχεις ποικίλειθα έχετε ποικίλει
θα έχει ποικίλειθα έχουν ποικίλει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ποικίλλωνα ποικίλλουμε, να ποικίλλομε
να ποικίλλειςνα ποικίλλετε
να ποικίλλεινα ποικίλλουν(ε)
Aoristνα ποικίλωνα ποικίλουμε, να ποικίλομε
να ποικίλειςνα ποικίλετε
να ποικίλεινα ποικίλουν(ε)
Perfνα έχω ποικίλεινα έχουμε ποικίλει
να έχεις ποικίλεινα έχετε ποικίλει
να έχει ποικίλεινα έχουν ποικίλει
Imper
ativ
Presποικίλλεποικίλλετε
Aoristποικίλεποικίλτε, ποικίλετε
Part
izip
Presποικίλλοντας
Perfέχοντας ποικίλει
InfinAoristποικίλει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback