στολίζω Koine-Griechisch
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Λατρεύω να στολίζω το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. | Ich liebe es einfach, den Christbaum zu schmücken. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στολίζω | στολίζουμε, στολίζομε | στολίζομαι | στολιζόμαστε |
στολίζεις | στολίζετε | στολίζεσαι | στολίζεστε, στολιζόσαστε | ||
στολίζει | στολίζουν(ε) | στολίζεται | στολίζονται | ||
Imper fekt | στόλιζα | στολίζαμε | στολιζόμουν(α) | στολιζόμαστε, στολιζόμασταν | |
στόλιζες | στολίζατε | στολιζόσουν(α) | στολιζόσαστε, στολιζόσασταν | ||
στόλιζε | στόλιζαν, στολίζαν(ε) | στολιζόταν(ε) | στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν | ||
Aorist | στόλισα | στολίσαμε | στολίστηκα | στολιστήκαμε | |
στόλισες | στολίσατε | στολίστηκες | στολιστήκατε | ||
στόλισε | στόλισαν, στολίσαν(ε) | στολίστηκε | στολίστηκαν, στολιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στολίσει έχω στολισμένο | έχουμε στολίσει έχουμε στολισμένο | έχω στολιστεί είμαι στολισμένος, -η | έχουμε στολιστεί είμαστε στολισμένοι, -ες | |
έχεις στολίσει έχεις στολισμένο | έχετε στολίσει έχετε στολισμένο | έχεις στολιστεί είσαι στολισμένος, -η | έχετε στολιστεί είστε στολισμένοι, -ες | ||
έχει στολίσει έχει στολισμένο | έχουν στολίσει έχουν στολισμένο | έχει στολιστεί είναι στολισμένος, -η, -ο | έχουν στολιστεί είναι στολισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα στολίσει είχα στολισμένο | είχαμε στολίσει είχαμε στολισμένο | είχα στολιστεί ήμουν στολισμένος, -η | είχαμε στολιστεί ήμαστε στολισμένοι, -ες | |
είχες στολίσει είχες στολισμένο | είχατε στολίσει είχατε στολισμένο | είχες στολιστεί ήσουν στολισμένος, -η | είχατε στολιστεί ήσαστε στολισμένοι, -ες | ||
είχε στολίσει είχε στολισμένο | είχαν στολίσει είχαν στολισμένο | είχε στολιστεί ήταν στολισμένος, -η, -ο | είχαν στολιστεί ήταν στολισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στολίζω | θα στολίζουμε, | θα στολίζομαι | θα στολιζόμαστε | |
θα στολίζεις | θα στολίζετε | θα στολίζεσαι | θα στολίζεστε, | ||
θα στολίζει | θα στολίζουν(ε) | θα στολίζεται | θα στολίζονται | ||
Fut ur | θα στολίσω | θα στολίσουμε, | θα στολιστώ | θα στολιστούμε | |
θα στολίσεις | θα στολίσετε | θα στολιστείς | θα στολιστείτε | ||
θα στολίσει | θα στολίσουν(ε) | θα στολιστεί | θα στολιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στολίζω | να στολίζουμε, | να στολίζομαι | να στολιζόμαστε |
να στολίζεις | να στολίζετε | να στολίζεσαι | να στολίζεστε, | ||
να στολίζει | να στολίζουν(ε) | να στολίζεται | να στολίζονται | ||
Aorist | να στολίσω | να στολίσουμε, | να στολιστώ | να στολιστούμε | |
να στολίσεις | να στολίσετε | να στολιστείς | να στολιστείτε | ||
να στολίσει | να στολίσουν(ε) | να στολιστεί | να στολιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω στολίσει | να έχουμε στολίσει | να έχω στολιστεί | να έχουμε στολιστεί | |
να έχεις στολίσει | να έχετε στολίσει | να έχεις στολιστεί | να έχετε στολιστεί | ||
να έχει στολίσει | να έχουν στολίσει | να έχει στολιστεί | να έχουν στολιστεί | ||
Imper ativ | Pres | στόλιζε | στολίζετε | στολίζεστε | |
Aorist | στόλισε | στολίστε | στολίσου | στολιστείτε | |
Part izip | Pres | στολίζοντας | στολιζόμενος | ||
Perf | έχοντας στολίσει, έχοντας στολισμένο | στολισμένος, -η, -ο | στολισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στολίσει | στολιστεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schmücke | ||
du | schmückst | |||
er, sie, es | schmückt | |||
Präteritum | ich | schmückte | ||
Konjunktiv II | ich | schmückte | ||
Imperativ | Singular | schmücke! | ||
Plural | schmückt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschmückt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schmücken |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | ziere | ||
du | zierst | |||
er, sie, es | ziert | |||
Präteritum | ich | zierte | ||
Konjunktiv II | ich | zierte | ||
Imperativ | Singular | zier! ziere! | ||
Plural | ziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verziere | ||
du | verzierst | |||
er, sie, es | verziert | |||
Präteritum | ich | verzierte | ||
Konjunktiv II | ich | verzierte | ||
Imperativ | Singular | verzier! verziere! | ||
Plural | verziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verzieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | staffiere aus | ||
du | staffierst aus | |||
er, sie, es | staffiert aus | |||
Präteritum | ich | staffierte aus | ||
Konjunktiv II | ich | staffierte aus | ||
Imperativ | Singular | staffier aus! staffiere aus! | ||
Plural | staffiert aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausstaffiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausstaffieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | statte aus | ||
du | stattest aus | |||
er, sie, es | stattet aus | |||
Präteritum | ich | stattete aus | ||
Konjunktiv II | ich | stattete aus | ||
Imperativ | Singular | statt aus! statte aus! | ||
Plural | stattet aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgestattet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausstatten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | fasse ein | ||
du | fasst ein | |||
er, sie, es | fasst ein | |||
Präteritum | ich | fasste ein | ||
Konjunktiv II | ich | fasste ein | ||
Imperativ | Singular | fass ein! fasse ein! | ||
Plural | fasst ein! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
eingefasst | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:einfassen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schmücke aus | ||
du | schmückst aus | |||
er, sie, es | schmückt aus | |||
Präteritum | ich | schmückte aus | ||
Konjunktiv II | ich | schmückte aus | ||
Imperativ | Singular | schmück aus! schmücke aus! | ||
Plural | schmückt aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgeschmückt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausschmücken |
στολίζω [stolízo] -ομαι : 1α. τοποθετώ ή προσθέτω σε ένα χώρο ή σε ένα αντικείμενο κτ. που, χωρίς να έχει συνήθ. πρακτική αξία, μπορεί να το ομορφύνει· διακοσμώ: στολίζω μια βιτρίνα με χριστουγεννιάτικες παραστάσεις. Οι δρόμοι είναι στολισμένοι με φωτεινές γιρλάντες. στολίζω το σπίτι με λουλούδια / με ζωγραφικούς πίνακες / με ακριβά χαλιά. H πόλη είναι στολισμένη με σημαίες, σημαιοστολισμένη. Ο Επιτάφιος είναι στολισμένος με άνθη, ανθοστολισμένος. || γαρνίρω: στολίζω το γιακά με δαντέλα / το τραπεζομάντιλο με κεντήματα. Tούρτα στολισμένη με σαντιγί. || για κτ. που συνδυάζει τη χρησιμότητα και την ομορφιά: Ο Περικλής στόλισε την Aθήνα με θαυμάσια οικοδομήματα. Ένας καταπράσινος κήπος στολίζει το σπίτι μας. β. φορώ σε κπ. ωραία ρούχα, κοσμήματα κτλ.: H μητέρα μάς στόλιζε τις Kυριακές. Στόλισαν τη νύφη, τη βοήθησαν να φορέσει τα νυφικά. || (παθ.) ντύνομαι με ωραία και επίσημα ρούχα, φορώ κοσμήματα ή ό,τι άλλο μπορεί να κάνει καλύτερη την εμφάνισή μου, συνήθ. επικριτι κά και ειρωνικά, για φανταχτερή και όχι πολύ καλόγουστη εμφάνιση: Στολίζεται κάθε απόγευμα και βγαίνει έξω. Γιατί στολίστηκες έτσι; Στολίστηκε σαν νύφη / σαν γαμπρός, πολύ επίσημα. Είναι στολισμένη σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, φανταχτερά. ΦΡ στολίζω κπ. (με βρισιές), τον βρί ζω. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.