ausstatten
 Verb

στολίζω Verb
(0)
επιπλώνω Verb
(0)
εξοπλίζω Verb
(0)
εφοδιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Doch bald werden Nationen Raumschiffe mit Atomtechnik ausstatten.Αλλά σύντομα, ένα έθνος σας θα εφαρμόσει την ατομική ενέργεια σε διαστημόπλοια.

Übersetzung nicht bestätigt

Bei dem, was Sie zurzeit gewinnen, könnten Sie Ihre Wohnung besser ausstatten.Με τα χρήματα που κερδίζεις τώρα, ...θα μπορούσες να το επιπλώσεις πολύ κομψά.

Übersetzung nicht bestätigt

Mit neuer Würde ausstatten.το να επενδύεις ξανά με αξιοπρέπεια.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie bereits bekannt ist, befindet sich dieses Jahr am Ende der Prozession ein heiliges Opfer, das wir gemeinsam Nuada übergeben, unser heiligen Sonnengöttin, und Avellenau, unserer geliebten Göttin der Obstgärten. Damit wir sie mit neuer Kraft ausstatten und das Wachstum unserer Pflanzen beschleunigt wird.Αυτή την φορά στο τέλος της πομπής, όπως έχει κανονιστεί ήδη, μια ιερή θυσία θα προσφερθεί από κοινού στον Νουάντα, τον πιο ιερό Θεό μας του ήλιου, και στην Αβελλανάω, την αγαπημένη θεά των οπωρώνων μας, για να τους ανανεώσουμε την δύναμη που θα επιταχύνουν την αύξηση των συγκομιδών μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst uns von Kopf bis Fuß ausstatten.Δεν πηραμε μαζί μας ρούχα, πρέπει να μας ντύσεις απ' την κορφή ως τα νύχια!

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στολίζωστολίζουμε, στολίζομεστολίζομαιστολιζόμαστε
στολίζειςστολίζετεστολίζεσαιστολίζεστε, στολιζόσαστε
στολίζειστολίζουν(ε)στολίζεταιστολίζονται
Imper
fekt
στόλιζαστολίζαμεστολιζόμουν(α)στολιζόμαστε, στολιζόμασταν
στόλιζεςστολίζατεστολιζόσουν(α)στολιζόσαστε, στολιζόσασταν
στόλιζεστόλιζαν, στολίζαν(ε)στολιζόταν(ε)στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν
Aoristστόλισαστολίσαμεστολίστηκαστολιστήκαμε
στόλισεςστολίσατεστολίστηκεςστολιστήκατε
στόλισεστόλισαν, στολίσαν(ε)στολίστηκεστολίστηκαν, στολιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στολίσει
έχω στολισμένο
έχουμε στολίσει
έχουμε στολισμένο
έχω στολιστεί
είμαι στολισμένος, -η
έχουμε στολιστεί
είμαστε στολισμένοι, -ες
έχεις στολίσει
έχεις στολισμένο
έχετε στολίσει
έχετε στολισμένο
έχεις στολιστεί
είσαι στολισμένος, -η
έχετε στολιστεί
είστε στολισμένοι, -ες
έχει στολίσει
έχει στολισμένο
έχουν στολίσει
έχουν στολισμένο
έχει στολιστεί
είναι στολισμένος, -η, -ο
έχουν στολιστεί
είναι στολισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στολίσει
είχα στολισμένο
είχαμε στολίσει
είχαμε στολισμένο
είχα στολιστεί
ήμουν στολισμένος, -η
είχαμε στολιστεί
ήμαστε στολισμένοι, -ες
είχες στολίσει
είχες στολισμένο
είχατε στολίσει
είχατε στολισμένο
είχες στολιστεί
ήσουν στολισμένος, -η
είχατε στολιστεί
ήσαστε στολισμένοι, -ες
είχε στολίσει
είχε στολισμένο
είχαν στολίσει
είχαν στολισμένο
είχε στολιστεί
ήταν στολισμένος, -η, -ο
είχαν στολιστεί
ήταν στολισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στολίζωθα στολίζουμε, θα στολίζομεθα στολίζομαιθα στολιζόμαστε
θα στολίζειςθα στολίζετεθα στολίζεσαιθα στολίζεστε, θα στολιζόσαστε
θα στολίζειθα στολίζουν(ε)θα στολίζεταιθα στολίζονται
Fut
ur
θα στολίσωθα στολίσουμε, θα στολίζομεθα στολιστώθα στολιστούμε
θα στολίσειςθα στολίσετεθα στολιστείςθα στολιστείτε
θα στολίσειθα στολίσουν(ε)θα στολιστείθα στολιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στολίσει
θα έχω στολισμένο
θα έχουμε στολίσει
θα έχουμε στολισμένο
θα έχω στολιστεί
θα είμαι στολισμένος, -η
θα έχουμε στολιστεί
θα είμαστε στολισμένοι, -ες
θα έχεις στολίσει
θα έχεις στολισμένο
θα έχετε στολίσει
θα έχετε στολισμένο
θα έχεις στολιστεί
θα είσαι στολισμένος, -η
θα έχετε στολιστεί
θα είστε στολισμένοι, -ες
θα έχει στολίσει
θα έχει στολισμένο
θα έχουν στολίσει
θα έχουν στολισμένο
θα έχει στολιστεί
θα είναι στολισμένος, -η, -ο
θα έχουν στολιστεί
θα είναι στολισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στολίζωνα στολίζουμε, να στολίζομενα στολίζομαινα στολιζόμαστε
να στολίζειςνα στολίζετενα στολίζεσαινα στολίζεστε, να στολιζόσαστε
να στολίζεινα στολίζουν(ε)να στολίζεταινα στολίζονται
Aoristνα στολίσωνα στολίσουμε, να στολίσομενα στολιστώνα στολιστούμε
να στολίσειςνα στολίσετενα στολιστείςνα στολιστείτε
να στολίσεινα στολίσουν(ε)να στολιστείνα στολιστούν(ε)
Perfνα έχω στολίσει
να έχω στολισμένο
να έχουμε στολίσει
να έχουμε στολισμένο
να έχω στολιστεί
να είμαι στολισμένος, -η
να έχουμε στολιστεί
να είμαστε στολισμένοι, -ες
να έχεις στολίσει
να έχεις στολισμένο
να έχετε στολίσει
να έχετε στολισμένο
να έχεις στολιστεί
να είσαι στολισμένος, -η
να έχετε στολιστεί
να είστε στολισμένοι, -ες
να έχει στολίσει
να έχει στολισμένο
να έχουν στολίσει
να έχουν στολισμένο
να έχει στολιστεί
να είναι στολισμένος, -η, -ο
να έχουν στολιστεί
να είναι στολισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστόλιζεστολίζετεστολίζεστε
Aoristστόλισεστολίστεστολίσουστολιστείτε
Part
izip
Presστολίζονταςστολιζόμενος
Perfέχοντας στολίσει, έχοντας στολισμένοστολισμένος, -η, -οστολισμένοι, -ες, -α
InfinAoristστολίσειστολιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback