Deutsch | Griechisch |
---|---|
Doch bald werden Nationen Raumschiffe mit Atomtechnik ausstatten. | Αλλά σύντομα, ένα έθνος σας θα εφαρμόσει την ατομική ενέργεια σε διαστημόπλοια. Übersetzung nicht bestätigt |
Bei dem, was Sie zurzeit gewinnen, könnten Sie Ihre Wohnung besser ausstatten. | Με τα χρήματα που κερδίζεις τώρα, ...θα μπορούσες να το επιπλώσεις πολύ κομψά. Übersetzung nicht bestätigt |
Mit neuer Würde ausstatten. | το να επενδύεις ξανά με αξιοπρέπεια. Übersetzung nicht bestätigt |
Wie bereits bekannt ist, befindet sich dieses Jahr am Ende der Prozession ein heiliges Opfer, das wir gemeinsam Nuada übergeben, unser heiligen Sonnengöttin, und Avellenau, unserer geliebten Göttin der Obstgärten. Damit wir sie mit neuer Kraft ausstatten und das Wachstum unserer Pflanzen beschleunigt wird. | Αυτή την φορά στο τέλος της πομπής, όπως έχει κανονιστεί ήδη, μια ιερή θυσία θα προσφερθεί από κοινού στον Νουάντα, τον πιο ιερό Θεό μας του ήλιου, και στην Αβελλανάω, την αγαπημένη θεά των οπωρώνων μας, για να τους ανανεώσουμε την δύναμη που θα επιταχύνουν την αύξηση των συγκομιδών μας. Übersetzung nicht bestätigt |
Du musst uns von Kopf bis Fuß ausstatten. | Δεν πηραμε μαζί μας ρούχα, πρέπει να μας ντύσεις απ' την κορφή ως τα νύχια! Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
ausstatten |
befüllen |
ausstaffieren |
bestücken |
versehen |
ausrüsten |
wappnen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | statte aus | ||
du | stattest aus | |||
er, sie, es | stattet aus | |||
Präteritum | ich | stattete aus | ||
Konjunktiv II | ich | stattete aus | ||
Imperativ | Singular | statt aus! statte aus! | ||
Plural | stattet aus! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
ausgestattet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:ausstatten |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στολίζω | στολίζουμε, στολίζομε | στολίζομαι | στολιζόμαστε |
στολίζεις | στολίζετε | στολίζεσαι | στολίζεστε, στολιζόσαστε | ||
στολίζει | στολίζουν(ε) | στολίζεται | στολίζονται | ||
Imper fekt | στόλιζα | στολίζαμε | στολιζόμουν(α) | στολιζόμαστε, στολιζόμασταν | |
στόλιζες | στολίζατε | στολιζόσουν(α) | στολιζόσαστε, στολιζόσασταν | ||
στόλιζε | στόλιζαν, στολίζαν(ε) | στολιζόταν(ε) | στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν | ||
Aorist | στόλισα | στολίσαμε | στολίστηκα | στολιστήκαμε | |
στόλισες | στολίσατε | στολίστηκες | στολιστήκατε | ||
στόλισε | στόλισαν, στολίσαν(ε) | στολίστηκε | στολίστηκαν, στολιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στολίσει έχω στολισμένο | έχουμε στολίσει έχουμε στολισμένο | έχω στολιστεί είμαι στολισμένος, -η | έχουμε στολιστεί είμαστε στολισμένοι, -ες | |
έχεις στολίσει έχεις στολισμένο | έχετε στολίσει έχετε στολισμένο | έχεις στολιστεί είσαι στολισμένος, -η | έχετε στολιστεί είστε στολισμένοι, -ες | ||
έχει στολίσει έχει στολισμένο | έχουν στολίσει έχουν στολισμένο | έχει στολιστεί είναι στολισμένος, -η, -ο | έχουν στολιστεί είναι στολισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα στολίσει είχα στολισμένο | είχαμε στολίσει είχαμε στολισμένο | είχα στολιστεί ήμουν στολισμένος, -η | είχαμε στολιστεί ήμαστε στολισμένοι, -ες | |
είχες στολίσει είχες στολισμένο | είχατε στολίσει είχατε στολισμένο | είχες στολιστεί ήσουν στολισμένος, -η | είχατε στολιστεί ήσαστε στολισμένοι, -ες | ||
είχε στολίσει είχε στολισμένο | είχαν στολίσει είχαν στολισμένο | είχε στολιστεί ήταν στολισμένος, -η, -ο | είχαν στολιστεί ήταν στολισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στολίζω | θα στολίζουμε, | θα στολίζομαι | θα στολιζόμαστε | |
θα στολίζεις | θα στολίζετε | θα στολίζεσαι | θα στολίζεστε, | ||
θα στολίζει | θα στολίζουν(ε) | θα στολίζεται | θα στολίζονται | ||
Fut ur | θα στολίσω | θα στολίσουμε, | θα στολιστώ | θα στολιστούμε | |
θα στολίσεις | θα στολίσετε | θα στολιστείς | θα στολιστείτε | ||
θα στολίσει | θα στολίσουν(ε) | θα στολιστεί | θα στολιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στολίζω | να στολίζουμε, | να στολίζομαι | να στολιζόμαστε |
να στολίζεις | να στολίζετε | να στολίζεσαι | να στολίζεστε, | ||
να στολίζει | να στολίζουν(ε) | να στολίζεται | να στολίζονται | ||
Aorist | να στολίσω | να στολίσουμε, | να στολιστώ | να στολιστούμε | |
να στολίσεις | να στολίσετε | να στολιστείς | να στολιστείτε | ||
να στολίσει | να στολίσουν(ε) | να στολιστεί | να στολιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω στολίσει | να έχουμε στολίσει | να έχω στολιστεί | να έχουμε στολιστεί | |
να έχεις στολίσει | να έχετε στολίσει | να έχεις στολιστεί | να έχετε στολιστεί | ||
να έχει στολίσει | να έχουν στολίσει | να έχει στολιστεί | να έχουν στολιστεί | ||
Imper ativ | Pres | στόλιζε | στολίζετε | στολίζεστε | |
Aorist | στόλισε | στολίστε | στολίσου | στολιστείτε | |
Part izip | Pres | στολίζοντας | στολιζόμενος | ||
Perf | έχοντας στολίσει, έχοντας στολισμένο | στολισμένος, -η, -ο | στολισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στολίσει | στολιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.