εφοδιάζω Verb  [efodiazo, efothiazo, efodiazw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
eindecken (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu εφοδιάζω

εφοδιάζω altgriechisch ἐφοδιάζω ἐφόδιον ἐπί + ὁδός


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu εφοδιάζω

εφοδιάζω [efoδiázo] -ομαι : 1α.παρέχω σε κπ. κτ., του προμηθεύω τα υλικά μέσα, τα εφόδια που του είναι αναγκαία σε μια πορεία, σε ένα ταξίδι και γενικότερα, ό,τι χρειάζεται για τη διαβίωση ατόμων ή ομάδων: Yπηρεσίες που έχουν αναλάβει να εφοδιάζουν το στρατό με τρόφιμα / με οπλισμό. Kαθυστέρησαν να εφοδιάσουν με καύσιμα τις μονάδες του μετώπου. Οι ορειβάτες είναι εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα. H πόλη εφοδιάζεται κανονικά με καύσιμα. || Ξεκίνησε για τις διακοπές του εφοδιασμένος με πολύ υλικό για διάβασμα. β. εκδίδω στο όνομα κάποιου ένα έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο: Tο Λιμεναρχείο θα εφοδιάσει τους επιβάτες με κάρτες προτεραιότητας. Πρέπει να είσαι εφοδιασμένος με διαβατήριο / με διεθνές δίπλωμα οδήγησης. γ. εξοπλίζω κτ. με τα τεχνικά απαραίτητα μέσα: Tα πλοία είναι εφοδιασμένα με ραντάρ. Tο αυτοκίνητο πρέπει να είναι εφοδιασμένο με πυροσβεστήρα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback