bewirten
 Verb

φιλεύω Verb
(0)
κερνώ Verb
(0)
τραπεζώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wir bewirten hier eine echte Berühmtheit, Miss Trowbridge.Φιλοξενούμε μια διασημότητα δεσποινίς Τρόμπριτζ.

Übersetzung nicht bestätigt

Mademoiselle hält sich bestimmt für zu gut, um uns zu bewirten.Η δεσποινίς πιστεύει μάλλον ότι δεν είναι πια της σειράς της να σερβίρει.

Übersetzung nicht bestätigt

Würdest du heute Abend den Polizeichef bewirten... und diese Nazi-Parteifunktionäre... und Offiziere der Elitegarde, wenn du nicht dazu gezwungen wärst?Απόψε θα διασκέδαζες τον αρχηγό της αστυνομίας τα στελέχη των Ναζί και τα επίλεκτα στελέχη της φρουράς αν δεν σε ανάγκαζαν;

Übersetzung nicht bestätigt

Es gefällt mir so, euch als meine Gäste zu bewirten in Wadi Rumm!Επιθυμώ να γευματίσετε μαζί μου στο Ουάντι Ραμ!

Übersetzung nicht bestätigt

Man kann jetzt niemanden bewirten.Δεν μπορείς να κάνεις δεξιώσεις τώρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κερνάω, κερνώκερνάμε, κερνούμεκερνιέμαικερνιόμαστε
κερνάςκερνάτεκερνιέσαικερνιέστε, κερνιόσαστε
κερνάει, κερνάκερνάν(ε), κερνούν(ε)κερνιέταικερνιούνται, κερνιόνται
Imper
fekt
κερνούσα, κέρναγακερνούσαμε, κερνάγαμεκερνιόμουν(α)κερνιόμαστε, κερνιόμασταν
κερνούσες, κέρναγεςκερνούσατε, κερνάγατεκερνιόσουν(α)κερνιόσαστε, κερνιόσασταν
κερνούσε, κέρναγεκερνούσαν(ε), κέρναγαν, κερνάγανεκερνιόταν(ε)κερνιόνταν(ε), κερνιούνταν, κερνιόντουσαν
Aoristκέρασακεράσαμεκεράστηκακεραστήκαμε
κέρασεςκεράσατεκεράστηκεςκεραστήκατε
κέρασεκέρασαν, κεράσαν(ε)κεράστηκεκεράστηκαν, κεραστήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω κεράσει
έχω κερασμένο
έχουμε κεράσει
έχουμε κερασμένο
έχω κεραστεί
είμαι κερασμένος, -η
έχουμε κεραστεί
είμαστε κερασμένοι, -ες
έχεις κεράσει
έχεις κερασμένο
έχετε κεράσει
έχετε κερασμένο
έχεις κεραστεί
είσαι κερασμένος, -η
έχετε κεραστεί
είστε κερασμένοι, -ες
έχει κεράσει
έχει κερασμένο
έχουν κεράσει
έχουν κερασμένο
έχει κεραστεί
είναι κερασμένος, -η, -ο
έχουν κεραστεί
είναι κερασμένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα κεράσει
είχα κερασμένο
είχαμε κεράσει
είχαμε κερασμένο
είχα κεραστεί
ήμουν κερασμένος, -η
είχαμε κεραστεί
ήμαστε κερασμένοι, -ες
είχες κεράσει
είχες κερασμένο
είχατε κεράσει
είχατε κερασμένο
είχες κεραστεί
ήσουν κερασμένος, -η
είχατε κεραστεί
ήσαστε κερασμένοι, -ες
είχε κεράσει
είχε κερασμένο
είχαν κεράσει
είχαν κερασμένο
είχε κεραστεί
ήταν κερνημενος, -η, -ο
είχαν κεραστεί
ήταν κερασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κερνάω, θα κερνώθα κερνάμε, θα κερνούμεθα κερνιέμαιθα κερνιόμαστε
θα κερνάςθα κερνάτεθα κερνιέσαιθα κερνιέστε, θα κερνιόσαστε
θα κερνάει, θα κερνάθα κερνάν(ε), θα κερνούν(ε)θα κερνιέταιθα κερνιούνται, θα κερνιόνται
Fut
ur
θα κεράσωθα κεράσουμε, θα κεράσομεθα κεραστώθα κεραστούμε
θα κεράσειςθα κεράσετεθα κεραστείςθα κεραστείτε
θα κεράσειθα κεράσουν(ε)θα κεραστείθα κεραστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κεράσει
θα έχω κερασμένο
θα έχουμε κεράσει
θα έχουμε κερασμένο
θα έχω κεραστεί
θα είμαι κερασμένος, -η
θα έχουμε κεραστεί
θα είμαστε κερασμένοι, -ες
θα έχεις κεράσει
θα έχεις κερασμένο
θα έχετε κεράσει
θα έχετε κερασμένο
θα έχεις κεραστεί
θα είσαι κερασμένος, -η
θα έχετε κεραστεί
θα είστε κερνημενοι, -ες
θα έχει κεράσει
θα έχει κερασμένο
θα έχουν κεράσει
θα έχουν κερασμένο
θα έχει κεραστεί
θα είναι κερνημένος, -η, -ο
θα έχουν κεραστεί
θα είναι κερασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κερνάω, να κερνώνα κερνάμε, να κερνούμενα κερνιέμαινα κερνιόμαστε
να κερνάςνα κερνάτενα κερνιέσαινα κερνιέστε
να κερνάει, να κερνάνα κερνάν(ε), να κερνούν(ε)να κερνιέταινα κερνιούνται, να κερνιόνται
Aoristνα κεράσωνα κεράσουμε, να κεράσομενα κεραστώνα κεραστούμε
να κεράσειςνα κεράσετενα κεραστείςνα κεραστείτε
να κεράσεινα κεράσουν(ε)να κεραστείνα κεραστούν(ε)
Perfνα έχω κεράσει
να έχω κερασμένο
να έχουμε κεράσει
να έχουμε κερασμένο
να έχω κεραστεί
να είμαι κερασμένος, -η
να έχουμε κεραστεί
να είμαστε κερνημενοι, -ες
να έχεις κεράσει
να έχεις κερασμένο
να έχετε κεράσει
να έχετε κερασμένο
να έχεις κεραστεί
να είσαι κερασμένος, -η
να έχετε κεραστεί
να είστε κερασμένοι, -η
να έχει κεράσει
να έχει κερασμένο
να έχουν κεράσει
να έχουν κερασμένο
να έχει κεραστεί
να είναι κερνημένος, -η, -ο
να έχουν κεραστεί
να είναι κερασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκέρνα, κέρναγεκερνάτεκερνιέστε
Aoristκέρασε, κέρνακεράστεκεράσουκεραστείτε
Part
izip
Presκερνώντας
Perfέχοντας κεράσει, έχοντας κερασμένοκερασμένος, -η, -οκερασμένοι, -ες, -α
InfinAoristκεράσεικεραστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback