bombardieren
 (ugs.)  Verb

βομβαρδίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich lasse mich nicht bombardieren oder versenken.Επειδή δεν σκοπεύω να βομβαρδιστώ ή να βυθιστώ, κ. Κεην....

Übersetzung nicht bestätigt

Und gleich wieder ein Luftangriff. Nicht die Deutschen. Briten und Amerikaner bombardieren ihre Freunde.Όλη αυτή η γραφειοκρατία, όλες αυτές οι παρεμβάσεις καθυστερούν την δουλειά.

Übersetzung nicht bestätigt

Er schoss als Marineflieger 15 Gegner ab. 2 davon wollten gerade einen Truppentransport bombardieren.Πιλότος του Ναυτικού, κατέρριψε 15 αεροσκάφη. Δύο από αυτά, πριν πέσουν σε πορεία μεταφοράς στρατιωτών.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir bombardieren die Bergrückseite seit Stunden.Ωρες τωρα βομβαρδιζουμε τους αντιποδες και τις πλαγιες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ihr sollt mich nicht bombardieren.Η να μου ριξεις κανα βολι στην πλατη.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βομβαρδίζωβομβαρδίζουμε, βομβαρδίζομεβομβαρδίζομαιβομβαρδιζόμαστε
βομβαρδίζειςβομβαρδίζετεβομβαρδίζεσαιβομβαρδίζεστε, βομβαρδιζόσαστε
βομβαρδίζειβομβαρδίζουν(ε)βομβαρδίζεταιβομβαρδίζονται
Imper
fekt
βομβάρδιζαβομβαρδίζαμεβομβαρδιζόμουν(α)βομβαρδιζόμαστε, βομβαρδιζόμασταν
βομβάρδιζεςβομβαρδίζατεβομβαρδιζόσουν(α)βομβαρδιζόσαστε, βομβαρδιζόσασταν
βομβάρδιζεβομβάρδιζαν, βομβαρδίζαν(ε)βομβαρδιζόταν(ε)βομβαρδίζονταν, βομβαρδιζόντανε, βομβαρδιζόντουσαν
Aoristβομβάρδισαβομβαρδίσαμεβομβαρδίστηκαβομβαρδιστήκαμε
βομβάρδισεςβομβαρδίσατεβομβαρδίστηκεςβομβαρδιστήκατε
βομβάρδισεβομβάρδισαν, βομβαρδίσαν(ε)βομβαρδίστηκεβομβαρδίστηκαν, βομβαρδιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βομβαρδίσει
έχω βομβαρδισμένο
έχουμε βομβαρδίσει
έχουμε βομβαρδισμένο
έχω βομβαρδιστεί
είμαι βομβαρδισμένος, -η
έχουμε βομβαρδιστεί
είμαστε βομβαρδισμένοι, -ες
έχεις βομβαρδίσει
έχεις βομβαρδισμένο
έχετε βομβαρδίσει
έχετε βομβαρδισμένο
έχεις βομβαρδιστεί
είσαι βομβαρδισμένος, -η
έχετε βομβαρδιστεί
είστε βομβαρδισμένοι, -ες
έχει βομβαρδίσει
έχει βομβαρδισμένο
έχουν βομβαρδίσει
έχουν βομβαρδισμένο
έχει βομβαρδιστεί
είναι βομβαρδισμένος, -η, -ο
έχουν βομβαρδιστεί
είναι βομβαρδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βομβαρδίσει
είχα βομβαρδισμένο
είχαμε βομβαρδίσει
είχαμε βομβαρδισμένο
είχα βομβαρδιστεί
ήμουν βομβαρδισμένος, -η
είχαμε βομβαρδιστεί
ήμαστε βομβαρδισμένοι, -ες
είχες βομβαρδίσει
είχες βομβαρδισμένο
είχατε βομβαρδίσει
είχατε βομβαρδισμένο
είχες βομβαρδιστεί
ήσουν βομβαρδισμένος, -η
είχατε βομβαρδιστεί
ήσαστε βομβαρδισμένοι, -ες
είχε βομβαρδίσει
είχε βομβαρδισμένο
είχαν βομβαρδίσει
είχαν βομβαρδισμένο
είχε βομβαρδιστεί
ήταν βομβαρδισμένος, -η, -ο
είχαν βομβαρδιστεί
ήταν βομβαρδισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βομβαρδίζωθα βομβαρδίζουμε, θα βομβαρδίζομεθα βομβαρδίζομαιθα βομβαρδιζόμαστε
θα βομβαρδίζειςθα βομβαρδίζετεθα βομβαρδίζεσαιθα βομβαρδίζεστε, θα βομβαρδιζόσαστε
θα βομβαρδίζειθα βομβαρδίζουν(ε)θα βομβαρδίζεταιθα βομβαρδίζονται
Fut
ur
θα βομβαρδίσωθα βομβαρδίσουμε, θα βομβαρδίζομεθα βομβαρδιστώθα βομβαρδιστούμε
θα βομβαρδίσειςθα βομβαρδίσετεθα βομβαρδιστείςθα βομβαρδιστείτε
θα βομβαρδίσειθα βομβαρδίσουν(ε)θα βομβαρδιστείθα βομβαρδιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βομβαρδίσει
θα έχω βομβαρδισμένο
θα έχουμε βομβαρδίσει
θα έχουμε βομβαρδισμένο
θα έχω βομβαρδιστεί
θα είμαι βομβαρδισμένος, -η
θα έχουμε βομβαρδιστεί
θα είμαστε βομβαρδισμένοι, -ες
θα έχεις βομβαρδίσει
θα έχεις βομβαρδισμένο
θα έχετε βομβαρδίσει
θα έχετε βομβαρδισμένο
θα έχεις βομβαρδιστεί
θα είσαι βομβαρδισμένος, -η
θα έχετε βομβαρδιστεί
θα είστε βομβαρδισμένοι, -ες
θα έχει βομβαρδίσει
θα έχει βομβαρδισμένο
θα έχουν βομβαρδίσει
θα έχουν βομβαρδισμένο
θα έχει βομβαρδιστεί
θα είναι βομβαρδισμένος, -η, -ο
θα έχουν βομβαρδιστεί
θα είναι βομβαρδισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βομβαρδίζωνα βομβαρδίζουμε, να βομβαρδίζομενα βομβαρδίζομαινα βομβαρδιζόμαστε
να βομβαρδίζειςνα βομβαρδίζετενα βομβαρδίζεσαινα βομβαρδίζεστε, να βομβαρδιζόσαστε
να βομβαρδίζεινα βομβαρδίζουν(ε)να βομβαρδίζεταινα βομβαρδίζονται
Aoristνα βομβαρδίσωνα βομβαρδίσουμε, να βομβαρδίσομενα βομβαρδιστώνα βομβαρδιστούμε
να βομβαρδίσειςνα βομβαρδίσετενα βομβαρδιστείςνα βομβαρδιστείτε
να βομβαρδίσεινα βομβαρδίσουν(ε)να βομβαρδιστείνα βομβαρδιστούν(ε)
Perfνα έχω βομβαρδίσει
να έχω βομβαρδισμένο
να έχουμε βομβαρδίσει
να έχουμε βομβαρδισμένο
να έχω βομβαρδιστεί
να είμαι βομβαρδισμένος, -η
να έχουμε βομβαρδιστεί
να είμαστε βομβαρδισμένοι, -ες
να έχεις βομβαρδίσει
να έχεις βομβαρδισμένο
να έχετε βομβαρδίσει
να έχετε βομβαρδισμένο
να έχεις βομβαρδιστεί
να είσαι βομβαρδισμένος, -η
να έχετε βομβαρδιστεί
να είστε βομβαρδισμένοι, -ες
να έχει βομβαρδίσει
να έχει βομβαρδισμένο
να έχουν βομβαρδίσει
να έχουν βομβαρδισμένο
να έχει βομβαρδιστεί
να είναι βομβαρδισμένος, -η, -ο
να έχουν βομβαρδιστεί
να είναι βομβαρδισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβομβάρδιζεβομβαρδίζετεβομβαρδίζεστε
Aoristβομβάρδισεβομβαρδίστεβομβαρδίσουβομβαρδιστείτε
Part
izip
Presβομβαρδίζονταςβομβαρδιζόμενος
Perfέχοντας βομβαρδίσει, έχοντας βομβαρδισμένοβομβαρδισμένος, -η, -οβομβαρδισμένοι, -ες, -α
InfinAoristβομβαρδίσειβομβαρδιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback