βομβαρδίζω Verb  [vomvardizo, vomvarthizo, bombardizw]

zumüllen (ugs.)
  Verb
(0)
bombardieren (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu βομβαρδίζω

βομβαρδίζω ιταλικά bombardare bomba ( altgriechisch βόμβος) + ardo ( altgriechisch ἄρδω (=ποτίζω) ) + λατινικά κατάλ. απαρ. -re


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu βομβαρδίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βομβαρδίζωβομβαρδίζουμε, βομβαρδίζομεβομβαρδίζομαιβομβαρδιζόμαστε
βομβαρδίζειςβομβαρδίζετεβομβαρδίζεσαιβομβαρδίζεστε, βομβαρδιζόσαστε
βομβαρδίζειβομβαρδίζουν(ε)βομβαρδίζεταιβομβαρδίζονται
Imper
fekt
βομβάρδιζαβομβαρδίζαμεβομβαρδιζόμουν(α)βομβαρδιζόμαστε, βομβαρδιζόμασταν
βομβάρδιζεςβομβαρδίζατεβομβαρδιζόσουν(α)βομβαρδιζόσαστε, βομβαρδιζόσασταν
βομβάρδιζεβομβάρδιζαν, βομβαρδίζαν(ε)βομβαρδιζόταν(ε)βομβαρδίζονταν, βομβαρδιζόντανε, βομβαρδιζόντουσαν
Aoristβομβάρδισαβομβαρδίσαμεβομβαρδίστηκαβομβαρδιστήκαμε
βομβάρδισεςβομβαρδίσατεβομβαρδίστηκεςβομβαρδιστήκατε
βομβάρδισεβομβάρδισαν, βομβαρδίσαν(ε)βομβαρδίστηκεβομβαρδίστηκαν, βομβαρδιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βομβαρδίσει
έχω βομβαρδισμένο
έχουμε βομβαρδίσει
έχουμε βομβαρδισμένο
έχω βομβαρδιστεί
είμαι βομβαρδισμένος, -η
έχουμε βομβαρδιστεί
είμαστε βομβαρδισμένοι, -ες
έχεις βομβαρδίσει
έχεις βομβαρδισμένο
έχετε βομβαρδίσει
έχετε βομβαρδισμένο
έχεις βομβαρδιστεί
είσαι βομβαρδισμένος, -η
έχετε βομβαρδιστεί
είστε βομβαρδισμένοι, -ες
έχει βομβαρδίσει
έχει βομβαρδισμένο
έχουν βομβαρδίσει
έχουν βομβαρδισμένο
έχει βομβαρδιστεί
είναι βομβαρδισμένος, -η, -ο
έχουν βομβαρδιστεί
είναι βομβαρδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βομβαρδίσει
είχα βομβαρδισμένο
είχαμε βομβαρδίσει
είχαμε βομβαρδισμένο
είχα βομβαρδιστεί
ήμουν βομβαρδισμένος, -η
είχαμε βομβαρδιστεί
ήμαστε βομβαρδισμένοι, -ες
είχες βομβαρδίσει
είχες βομβαρδισμένο
είχατε βομβαρδίσει
είχατε βομβαρδισμένο
είχες βομβαρδιστεί
ήσουν βομβαρδισμένος, -η
είχατε βομβαρδιστεί
ήσαστε βομβαρδισμένοι, -ες
είχε βομβαρδίσει
είχε βομβαρδισμένο
είχαν βομβαρδίσει
είχαν βομβαρδισμένο
είχε βομβαρδιστεί
ήταν βομβαρδισμένος, -η, -ο
είχαν βομβαρδιστεί
ήταν βομβαρδισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βομβαρδίζωθα βομβαρδίζουμε, θα βομβαρδίζομεθα βομβαρδίζομαιθα βομβαρδιζόμαστε
θα βομβαρδίζειςθα βομβαρδίζετεθα βομβαρδίζεσαιθα βομβαρδίζεστε, θα βομβαρδιζόσαστε
θα βομβαρδίζειθα βομβαρδίζουν(ε)θα βομβαρδίζεταιθα βομβαρδίζονται
Fut
ur
θα βομβαρδίσωθα βομβαρδίσουμε, θα βομβαρδίζομεθα βομβαρδιστώθα βομβαρδιστούμε
θα βομβαρδίσειςθα βομβαρδίσετεθα βομβαρδιστείςθα βομβαρδιστείτε
θα βομβαρδίσειθα βομβαρδίσουν(ε)θα βομβαρδιστείθα βομβαρδιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βομβαρδίσει
θα έχω βομβαρδισμένο
θα έχουμε βομβαρδίσει
θα έχουμε βομβαρδισμένο
θα έχω βομβαρδιστεί
θα είμαι βομβαρδισμένος, -η
θα έχουμε βομβαρδιστεί
θα είμαστε βομβαρδισμένοι, -ες
θα έχεις βομβαρδίσει
θα έχεις βομβαρδισμένο
θα έχετε βομβαρδίσει
θα έχετε βομβαρδισμένο
θα έχεις βομβαρδιστεί
θα είσαι βομβαρδισμένος, -η
θα έχετε βομβαρδιστεί
θα είστε βομβαρδισμένοι, -ες
θα έχει βομβαρδίσει
θα έχει βομβαρδισμένο
θα έχουν βομβαρδίσει
θα έχουν βομβαρδισμένο
θα έχει βομβαρδιστεί
θα είναι βομβαρδισμένος, -η, -ο
θα έχουν βομβαρδιστεί
θα είναι βομβαρδισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βομβαρδίζωνα βομβαρδίζουμε, να βομβαρδίζομενα βομβαρδίζομαινα βομβαρδιζόμαστε
να βομβαρδίζειςνα βομβαρδίζετενα βομβαρδίζεσαινα βομβαρδίζεστε, να βομβαρδιζόσαστε
να βομβαρδίζεινα βομβαρδίζουν(ε)να βομβαρδίζεταινα βομβαρδίζονται
Aoristνα βομβαρδίσωνα βομβαρδίσουμε, να βομβαρδίσομενα βομβαρδιστώνα βομβαρδιστούμε
να βομβαρδίσειςνα βομβαρδίσετενα βομβαρδιστείςνα βομβαρδιστείτε
να βομβαρδίσεινα βομβαρδίσουν(ε)να βομβαρδιστείνα βομβαρδιστούν(ε)
Perfνα έχω βομβαρδίσει
να έχω βομβαρδισμένο
να έχουμε βομβαρδίσει
να έχουμε βομβαρδισμένο
να έχω βομβαρδιστεί
να είμαι βομβαρδισμένος, -η
να έχουμε βομβαρδιστεί
να είμαστε βομβαρδισμένοι, -ες
να έχεις βομβαρδίσει
να έχεις βομβαρδισμένο
να έχετε βομβαρδίσει
να έχετε βομβαρδισμένο
να έχεις βομβαρδιστεί
να είσαι βομβαρδισμένος, -η
να έχετε βομβαρδιστεί
να είστε βομβαρδισμένοι, -ες
να έχει βομβαρδίσει
να έχει βομβαρδισμένο
να έχουν βομβαρδίσει
να έχουν βομβαρδισμένο
να έχει βομβαρδιστεί
να είναι βομβαρδισμένος, -η, -ο
να έχουν βομβαρδιστεί
να είναι βομβαρδισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβομβάρδιζεβομβαρδίζετεβομβαρδίζεστε
Aoristβομβάρδισεβομβαρδίστεβομβαρδίσουβομβαρδιστείτε
Part
izip
Presβομβαρδίζονταςβομβαρδιζόμενος
Perfέχοντας βομβαρδίσει, έχοντας βομβαρδισμένοβομβαρδισμένος, -η, -οβομβαρδισμένοι, -ες, -α
InfinAoristβομβαρδίσειβομβαρδιστεί







Griechische Definition zu βομβαρδίζω

βομβαρδίζω [vomvarδízo] -ομαι : 1. ρίχνω βόμβες ή βλήματα πυροβολικού: Tα αεροπλάνα βομβάρδισαν την πρωτεύουσα. Tο πυροβολικό βομβάρδιζε επί ώρες τις εχθρικές θέσεις. Tο Λονδίνο βομβαρδίστηκε σφοδρά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Bομβαρδισμένο σπίτι / χωριό / πλοίο, χτυπημένο, κατεστραμμένο από βόμβες. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback