μολύνω Verb (0) |
βομβαρδίζω Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wir könnten Gabby Fernandez' Haus mit Klopapier zumüllen, was sagt ihr? | Πάμε να ρίξουμε χαρτιά υγείας στο σπίτι του Φερνάντεζ; Übersetzung nicht bestätigt |
Also würdest du mich Ohrfeigen damit er sieht das du nicht auf Typen stehst die dich mit Sprüchen zumüllen? Was sagst du? | Θα μπορούσες να με χαστουκίσεις... ώστε να δει πως δεν ενδιαφέρεσαι για άντρες που πετάνε ατάκες. Übersetzung nicht bestätigt |
Sie müssen meine Hast entschuldigen, aber das ist eine Win-Win-Situation, und ich möchte Sie nicht mit Smalltalk zumüllen. | Συγχωρέστε το πόσο απότομος είμαι, αλλά είναι μια κατάσταση που συμφέρει όλους μας και δεν θέλω να κάνω να χάνετε τον χρόνο σας με κουβεντούλες. Übersetzung nicht bestätigt |
Siehst du den Clown, der meint, man könne diesen schönen Kurs zumüllen? | Βλέπεις αυτόν το γελοίο που πιστεύει πως δεν πειράζει να πετάει τα σκουπίδια του; Übersetzung nicht bestätigt |
Wahnsinn, willst du mich hier völlig zumüllen? | Κοίτα αυτές τις μαλακίες. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
anfüllen |
vollpfropfen |
zumüllen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | mülle zu | ||
du | müllst zu | |||
er, sie, es | müllt zu | |||
Präteritum | ich | müllte zu | ||
Konjunktiv II | ich | müllte zu | ||
Imperativ | Singular | müll zu! mülle zu! | ||
Plural | müllt zu! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zugemüllt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zumüllen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | μολύνω | μολύνουμε, μολύνομε | μολύνομαι | μολυνόμαστε |
μολύνεις | μολύνετε | μολύνεσαι | μολύνεστε, μολυνόσαστε | ||
μολύνει | μολύνουν(ε) | μολύνεται | μολύνονται | ||
Imper fekt | μόλυνα | μολύναμε | μολυνόμουν(α) | μολυνόμαστε, μολυνόμασταν | |
μόλυνες | μολύνατε | μολυνόσουν(α) | μολυνόσαστε, μολυνόσασταν | ||
μόλυνε | μόλυναν, μολύναν(ε) | μολυνόταν(ε) | μολύνονταν, μολυνόντανε, μολυνόντουσαν | ||
Aorist | μόλυνα | μολύναμε | μολύνθηκα | μολυνθήκαμε | |
μόλυνες | μολύνατε | μολύνθηκες | μολυνθήκατε | ||
μόλυνε | μόλυναν, μολύναν(ε) | μολύνθηκε | μολύνθηκαν, μολυνθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα μολύνω | θα μολύνουμε, | θα μολύνομαι | θα μολυνόμαστε | |
θα μολύνεις | θα μολύνετε | θα μολύνεσαι | θα μολύνεστε, | ||
θα μολύνει | θα μολύνουν(ε) | θα μολύνεται | θα μολύνονται | ||
Fut ur | θα μολύνω | θα μολύνουμε, | θα μολυνθώ | θα μολυνθούμε | |
θα μολύνεις | θα μολύνετε | θα μολυνθείς | θα μολυνθείτε | ||
θα μολύνει | θα μολύνουν(ε) | θα μολυνθεί | θα μολυνθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να μολύνω | να μολύνουμε, | να μολύνομαι | να μολυνόμαστε |
να μολύνεις | να μολύνετε | να μολύνεσαι | να μολύνεστε, | ||
να μολύνει | να μολύνουν(ε) | να μολύνεται | να μολύνονται | ||
Aorist | να μολύνω | να μολύνουμε, | να μολυνθώ | να μολυνθούμε | |
να μολύνεις | να μολύνετε | να μολυνθείς | να μολυνθείτε | ||
να μολύνει | να μολύνουν(ε) | να μολυνθεί | να μολυνθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | μόλυνε | μολύνετε | μολύνεστε | |
Aorist | μόλυνε | μολύνετε | μολύνσου | μολυνθείτε | |
Part izip | Pres | μολύνοντας | |||
Perf | έχοντας μολύνει, έχοντας μολυμένο | μολυμένος, -η, -ο | μολυμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | μολύνει | μολυνθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βομβαρδίζω | βομβαρδίζουμε, βομβαρδίζομε | βομβαρδίζομαι | βομβαρδιζόμαστε |
βομβαρδίζεις | βομβαρδίζετε | βομβαρδίζεσαι | βομβαρδίζεστε, βομβαρδιζόσαστε | ||
βομβαρδίζει | βομβαρδίζουν(ε) | βομβαρδίζεται | βομβαρδίζονται | ||
Imper fekt | βομβάρδιζα | βομβαρδίζαμε | βομβαρδιζόμουν(α) | βομβαρδιζόμαστε, βομβαρδιζόμασταν | |
βομβάρδιζες | βομβαρδίζατε | βομβαρδιζόσουν(α) | βομβαρδιζόσαστε, βομβαρδιζόσασταν | ||
βομβάρδιζε | βομβάρδιζαν, βομβαρδίζαν(ε) | βομβαρδιζόταν(ε) | βομβαρδίζονταν, βομβαρδιζόντανε, βομβαρδιζόντουσαν | ||
Aorist | βομβάρδισα | βομβαρδίσαμε | βομβαρδίστηκα | βομβαρδιστήκαμε | |
βομβάρδισες | βομβαρδίσατε | βομβαρδίστηκες | βομβαρδιστήκατε | ||
βομβάρδισε | βομβάρδισαν, βομβαρδίσαν(ε) | βομβαρδίστηκε | βομβαρδίστηκαν, βομβαρδιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω βομβαρδίσει έχω βομβαρδισμένο | έχουμε βομβαρδίσει έχουμε βομβαρδισμένο | έχω βομβαρδιστεί είμαι βομβαρδισμένος, -η | έχουμε βομβαρδιστεί είμαστε βομβαρδισμένοι, -ες | |
έχεις βομβαρδίσει έχεις βομβαρδισμένο | έχετε βομβαρδίσει έχετε βομβαρδισμένο | έχεις βομβαρδιστεί είσαι βομβαρδισμένος, -η | έχετε βομβαρδιστεί είστε βομβαρδισμένοι, -ες | ||
έχει βομβαρδίσει έχει βομβαρδισμένο | έχουν βομβαρδίσει έχουν βομβαρδισμένο | έχει βομβαρδιστεί είναι βομβαρδισμένος, -η, -ο | έχουν βομβαρδιστεί είναι βομβαρδισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα βομβαρδίσει είχα βομβαρδισμένο | είχαμε βομβαρδίσει είχαμε βομβαρδισμένο | είχα βομβαρδιστεί ήμουν βομβαρδισμένος, -η | είχαμε βομβαρδιστεί ήμαστε βομβαρδισμένοι, -ες | |
είχες βομβαρδίσει είχες βομβαρδισμένο | είχατε βομβαρδίσει είχατε βομβαρδισμένο | είχες βομβαρδιστεί ήσουν βομβαρδισμένος, -η | είχατε βομβαρδιστεί ήσαστε βομβαρδισμένοι, -ες | ||
είχε βομβαρδίσει είχε βομβαρδισμένο | είχαν βομβαρδίσει είχαν βομβαρδισμένο | είχε βομβαρδιστεί ήταν βομβαρδισμένος, -η, -ο | είχαν βομβαρδιστεί ήταν βομβαρδισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα βομβαρδίζω | θα βομβαρδίζουμε, | θα βομβαρδίζομαι | θα βομβαρδιζόμαστε | |
θα βομβαρδίζεις | θα βομβαρδίζετε | θα βομβαρδίζεσαι | θα βομβαρδίζεστε, | ||
θα βομβαρδίζει | θα βομβαρδίζουν(ε) | θα βομβαρδίζεται | θα βομβαρδίζονται | ||
Fut ur | θα βομβαρδίσω | θα βομβαρδίσουμε, | θα βομβαρδιστώ | θα βομβαρδιστούμε | |
θα βομβαρδίσεις | θα βομβαρδίσετε | θα βομβαρδιστείς | θα βομβαρδιστείτε | ||
θα βομβαρδίσει | θα βομβαρδίσουν(ε) | θα βομβαρδιστεί | θα βομβαρδιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βομβαρδίζω | να βομβαρδίζουμε, | να βομβαρδίζομαι | να βομβαρδιζόμαστε |
να βομβαρδίζεις | να βομβαρδίζετε | να βομβαρδίζεσαι | να βομβαρδίζεστε, | ||
να βομβαρδίζει | να βομβαρδίζουν(ε) | να βομβαρδίζεται | να βομβαρδίζονται | ||
Aorist | να βομβαρδίσω | να βομβαρδίσουμε, | να βομβαρδιστώ | να βομβαρδιστούμε | |
να βομβαρδίσεις | να βομβαρδίσετε | να βομβαρδιστείς | να βομβαρδιστείτε | ||
να βομβαρδίσει | να βομβαρδίσουν(ε) | να βομβαρδιστεί | να βομβαρδιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βομβαρδίσει | να έχουμε βομβαρδίσει | να έχω βομβαρδιστεί | να έχουμε βομβαρδιστεί | |
να έχεις βομβαρδίσει | να έχετε βομβαρδίσει | να έχεις βομβαρδιστεί | να έχετε βομβαρδιστεί | ||
να έχει βομβαρδίσει | να έχουν βομβαρδίσει | να έχει βομβαρδιστεί | να έχουν βομβαρδιστεί | ||
Imper ativ | Pres | βομβάρδιζε | βομβαρδίζετε | βομβαρδίζεστε | |
Aorist | βομβάρδισε | βομβαρδίστε | βομβαρδίσου | βομβαρδιστείτε | |
Part izip | Pres | βομβαρδίζοντας | βομβαρδιζόμενος | ||
Perf | έχοντας βομβαρδίσει, έχοντας βομβαρδισμένο | βομβαρδισμένος, -η, -ο | βομβαρδισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βομβαρδίσει | βομβαρδιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.