verzieren
 Verb

διακοσμώ Verb
(0)
στολίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Meine Mauer verzieren?Αν ζωγραφίσει κοράκια, θα τον κυνηγήσω.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber in wenigen Augenblicken wird sich diese Truhe öffnen und ein unwahrhaftiger Geist wird die Farblosigkeit des fehlerbehafteten Lebens dieser zwei Menschen verzieren. Mit dem Gold und der kostbaren Juwelen der Erfüllung.Αλλά, σε λίγο, εκείνη η κλειδαριά ελπίδας θα ανοίξει, και ένα απίθανο φάντασμα θα δοκιμάσει να ανασύρει... τις γεμάτες από αποτυχία ζωές αυτών των δύο ανθρώπων με την χρυσή υπόσχεση εκπλήρωσης επιθυμιών τους.

Übersetzung nicht bestätigt

~ Wenn wir nicht marschieren Wäsche wir verzieren ~"Μετά την αναζήτηση. Πάμε για μεταμφίεση."

Übersetzung nicht bestätigt

Sprich oder wir verzieren dir das Gesicht.Μίλα, αλλιώς θα χρειαστείς πλαστική.

Übersetzung nicht bestätigt

Geben Sie mir die Rakete oder ihr Hirn... wird die Kabine verzieren.Δώσε μου τη ρουκέτα, αλλιώς θα τη σκοτώσω.

Übersetzung nicht bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διακοσμώδιακοσμούμεδιακοσμούμαιδιακοσμούμαστε
διακοσμείςδιακοσμείτεδιακοσμείσαιδιακοσμείστε
διακοσμείδιακοσμούν(ε)διακοσμείταιδιακοσμούνται
Imper
fekt
διακοσμούσαδιακοσμούσαμεδιακοσμούμουνδιακοσμούμαστε
διακοσμούσεςδιακοσμούσατε
διακοσμούσεδιακοσμούσαν(ε)διακοσμούνταν, διακοσμείτοδιακοσμούνταν, διακοσμούντο
Aoristδιακόσμησαδιακοσμήσαμεδιακοσμήθηκαδιακοσμηθήκαμε
διακόσμησεςδιακοσμήσατεδιακοσμήθηκεςδιακοσμηθήκατε
διακόσμησεδιακόσμησαν, διακοσμήσαν(ε)διακοσμήθηκεδιακοσμήθηκαν, διακοσμηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω διακοσμήσει
έχω διακοσμημένο
έχουμε διακοσμήσει
έχουμε διακοσμημένο
έχω διακοσμηθεί
είμαι διακοσμημένος, -η
έχουμε διακοσμηθεί
είμαστε διακοσμημένοι, -ες
έχεις διακοσμήσει
έχεις διακοσμημένο
έχετε διακοσμήσει
έχετε διακοσμημένο
έχεις διακοσμηθεί
είσαι διακοσμημένος, -η
έχετε διακοσμηθεί
είστε διακοσμημένοι, -ες
έχει διακοσμήσει
έχει διακοσμημένο
έχουν διακοσμήσει
έχουν διακοσμημένο
έχει διακοσμηθεί
είναι διακοσμημένος, -η, -ο
έχουν διακοσμηθεί
είναι διακοσμημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα διακοσμήσει
είχα διακοσμημένο
είχαμε διακοσμήσει
είχαμε διακοσμημένο
είχα διακοσμηθεί
ήμουν διακοσμημένος, -η
είχαμε διακοσμηθεί
ήμαστε διακοσμημένοι, -ες
είχες διακοσμήσει
είχες διακοσμημένο
είχατε διακοσμήσει
είχατε διακοσμημένο
είχες διακοσμηθεί
ήσουν διακοσμημένος, -η
είχατε διακοσμηθεί
ήσαστε διακοσμημένοι, -ες
είχε διακοσμήσει
είχε διακοσμημένο
είχαν διακοσμήσει
είχαν διακοσμημένο
είχε διακοσμηθεί
ήταν διακοσμημένος, -η, -ο
είχαν διακοσμηθεί
ήταν διακοσμημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διακοσμώθα διακοσμούμεθα διακοσμούμαιθα διακοσμούμαστε
θα διακοσμείςθα διακοσμείτεθα διακοσμείσαιθα διακοσμείστε
θα διακοσμείθα διακοσμούν(ε)θα διακοσμείταιθα διακοσμούνται
Fut
ur
θα διακοσμήσωθα διακοσμήσουμεθα διακοσμηθώθα διακοσμηθούμε
θα διακοσμήσειςθα διακοσμήσετεθα διακοσμηθείςθα διακοσμηθείτε
θα διακοσμήσειθα διακοσμήσουν(ε)θα διακοσμηθείθα διακοσμηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διακοσμήσει
θα έχω διακοσμημένο
θα έχουμε διακοσμήσει
θα έχουμε διακοσμημένο
θα έχω διακοσμηθεί
θα είμαι διακοσμημένος, -η
θα έχουμε διακοσμηθεί
θα είμαστε διακοσμημένοι, -ες
θα έχεις διακοσμήσει
θα έχεις διακοσμημένο
θα έχετε διακοσμήσει
θα έχετε διακοσμημένο
θα έχεις διακοσμηθεί
θα είσαι διακοσμημένος, -η
θα έχετε διακοσμηθεί
θα είστε διακοσμημένοι, -η
θα έχει διακοσμήσει
θα έχει διακοσμημένο
θα έχουν διακοσμήσει
θα έχουν διακοσμημένο
θα έχει διακοσμηθεί
θα είναι διακοσμημένος, -η, -ο
θα έχουν διακοσμηθεί
θα είναι διακοσμημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διακοσμώνα διακοσμούμενα διακοσμούμαινα διακοσμούμαστε
να διακοσμείςνα διακοσμείτενα διακοσμείσαινα διακοσμείστε
να διακοσμείνα διακοσμούν(ε)να διακοσμείταινα διακοσμούνται
Aoristνα διακοσμήσωνα διακοσμήσουμε, να διακοσμήσομενα διακοσμηθώνα διακοσμηθούμε
να διακοσμήσειςνα διακοσμήσετενα διακοσμηθείςνα διακοσμηθείτε
να διακοσμήσεινα διακοσμήσουν(ε)να διακοσμηθείνα διακοσμηθούν(ε)
Perfνα έχω διακοσμήσει
να έχω διακοσμημένο
να έχουμε διακοσμήσει
να έχουμε διακοσμημένο
να έχω διακοσμηθεί
να είμαι διακοσμημένος, -η
να έχουμε διακοσμηθεί
να είμαστε διακοσμημένοι, -ες
να έχεις διακοσμήσει
να έχεις διακοσμημένο
να έχετε διακοσμήσει
να έχετε διακοσμημένο
να έχεις διακοσμηθεί
να είσαι διακοσμημένος, -η
να έχετε διακοσμηθεί
να είστε διακοσμημένοι, -ες
να έχει διακοσμήσει
να έχει διακοσμημένο
να έχουν διακοσμήσει
να έχουν διακοσμημένο
να έχει διακοσμηθεί
να είναι διακοσμημένος, -η, -ο
να έχουν διακοσμηθεί
να είναι διακοσμημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιακοσμείτεδιακοσμείστε
Aoristδιακόσμησεδιακοσμήστε, διακοσμήσετεδιακοσμήσουδιακοσμηθείτε
Part
izip
Presδιακοσμώντας
Perfέχοντας διακοσμήσει, έχοντας διακοσμημένοδιακοσμημένος, -η, -οδιακοσμημένοι, -ες, -α
InfinAoristδιακοσμήσειδιακοσμηθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
στολίζωστολίζουμε, στολίζομεστολίζομαιστολιζόμαστε
στολίζειςστολίζετεστολίζεσαιστολίζεστε, στολιζόσαστε
στολίζειστολίζουν(ε)στολίζεταιστολίζονται
Imper
fekt
στόλιζαστολίζαμεστολιζόμουν(α)στολιζόμαστε, στολιζόμασταν
στόλιζεςστολίζατεστολιζόσουν(α)στολιζόσαστε, στολιζόσασταν
στόλιζεστόλιζαν, στολίζαν(ε)στολιζόταν(ε)στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν
Aoristστόλισαστολίσαμεστολίστηκαστολιστήκαμε
στόλισεςστολίσατεστολίστηκεςστολιστήκατε
στόλισεστόλισαν, στολίσαν(ε)στολίστηκεστολίστηκαν, στολιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω στολίσει
έχω στολισμένο
έχουμε στολίσει
έχουμε στολισμένο
έχω στολιστεί
είμαι στολισμένος, -η
έχουμε στολιστεί
είμαστε στολισμένοι, -ες
έχεις στολίσει
έχεις στολισμένο
έχετε στολίσει
έχετε στολισμένο
έχεις στολιστεί
είσαι στολισμένος, -η
έχετε στολιστεί
είστε στολισμένοι, -ες
έχει στολίσει
έχει στολισμένο
έχουν στολίσει
έχουν στολισμένο
έχει στολιστεί
είναι στολισμένος, -η, -ο
έχουν στολιστεί
είναι στολισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα στολίσει
είχα στολισμένο
είχαμε στολίσει
είχαμε στολισμένο
είχα στολιστεί
ήμουν στολισμένος, -η
είχαμε στολιστεί
ήμαστε στολισμένοι, -ες
είχες στολίσει
είχες στολισμένο
είχατε στολίσει
είχατε στολισμένο
είχες στολιστεί
ήσουν στολισμένος, -η
είχατε στολιστεί
ήσαστε στολισμένοι, -ες
είχε στολίσει
είχε στολισμένο
είχαν στολίσει
είχαν στολισμένο
είχε στολιστεί
ήταν στολισμένος, -η, -ο
είχαν στολιστεί
ήταν στολισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα στολίζωθα στολίζουμε, θα στολίζομεθα στολίζομαιθα στολιζόμαστε
θα στολίζειςθα στολίζετεθα στολίζεσαιθα στολίζεστε, θα στολιζόσαστε
θα στολίζειθα στολίζουν(ε)θα στολίζεταιθα στολίζονται
Fut
ur
θα στολίσωθα στολίσουμε, θα στολίζομεθα στολιστώθα στολιστούμε
θα στολίσειςθα στολίσετεθα στολιστείςθα στολιστείτε
θα στολίσειθα στολίσουν(ε)θα στολιστείθα στολιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω στολίσει
θα έχω στολισμένο
θα έχουμε στολίσει
θα έχουμε στολισμένο
θα έχω στολιστεί
θα είμαι στολισμένος, -η
θα έχουμε στολιστεί
θα είμαστε στολισμένοι, -ες
θα έχεις στολίσει
θα έχεις στολισμένο
θα έχετε στολίσει
θα έχετε στολισμένο
θα έχεις στολιστεί
θα είσαι στολισμένος, -η
θα έχετε στολιστεί
θα είστε στολισμένοι, -ες
θα έχει στολίσει
θα έχει στολισμένο
θα έχουν στολίσει
θα έχουν στολισμένο
θα έχει στολιστεί
θα είναι στολισμένος, -η, -ο
θα έχουν στολιστεί
θα είναι στολισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να στολίζωνα στολίζουμε, να στολίζομενα στολίζομαινα στολιζόμαστε
να στολίζειςνα στολίζετενα στολίζεσαινα στολίζεστε, να στολιζόσαστε
να στολίζεινα στολίζουν(ε)να στολίζεταινα στολίζονται
Aoristνα στολίσωνα στολίσουμε, να στολίσομενα στολιστώνα στολιστούμε
να στολίσειςνα στολίσετενα στολιστείςνα στολιστείτε
να στολίσεινα στολίσουν(ε)να στολιστείνα στολιστούν(ε)
Perfνα έχω στολίσει
να έχω στολισμένο
να έχουμε στολίσει
να έχουμε στολισμένο
να έχω στολιστεί
να είμαι στολισμένος, -η
να έχουμε στολιστεί
να είμαστε στολισμένοι, -ες
να έχεις στολίσει
να έχεις στολισμένο
να έχετε στολίσει
να έχετε στολισμένο
να έχεις στολιστεί
να είσαι στολισμένος, -η
να έχετε στολιστεί
να είστε στολισμένοι, -ες
να έχει στολίσει
να έχει στολισμένο
να έχουν στολίσει
να έχουν στολισμένο
να έχει στολιστεί
να είναι στολισμένος, -η, -ο
να έχουν στολιστεί
να είναι στολισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presστόλιζεστολίζετεστολίζεστε
Aoristστόλισεστολίστεστολίσουστολιστείτε
Part
izip
Presστολίζονταςστολιζόμενος
Perfέχοντας στολίσει, έχοντας στολισμένοστολισμένος, -η, -οστολισμένοι, -ες, -α
InfinAoristστολίσειστολιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback