Deutsch | Griechisch |
---|---|
Meine Mauer verzieren? | Αν ζωγραφίσει κοράκια, θα τον κυνηγήσω. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber in wenigen Augenblicken wird sich diese Truhe öffnen und ein unwahrhaftiger Geist wird die Farblosigkeit des fehlerbehafteten Lebens dieser zwei Menschen verzieren. Mit dem Gold und der kostbaren Juwelen der Erfüllung. | Αλλά, σε λίγο, εκείνη η κλειδαριά ελπίδας θα ανοίξει, και ένα απίθανο φάντασμα θα δοκιμάσει να ανασύρει... τις γεμάτες από αποτυχία ζωές αυτών των δύο ανθρώπων με την χρυσή υπόσχεση εκπλήρωσης επιθυμιών τους. Übersetzung nicht bestätigt |
~ Wenn wir nicht marschieren Wäsche wir verzieren ~ | "Μετά την αναζήτηση. Πάμε για μεταμφίεση." Übersetzung nicht bestätigt |
Sprich oder wir verzieren dir das Gesicht. | Μίλα, αλλιώς θα χρειαστείς πλαστική. Übersetzung nicht bestätigt |
Geben Sie mir die Rakete oder ihr Hirn... wird die Kabine verzieren. | Δώσε μου τη ρουκέτα, αλλιώς θα τη σκοτώσω. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
verzieren |
aufbrezeln |
zieren |
aufputzen |
verschönern |
dekorieren |
schmücken |
ausschmücken |
schönmachen |
garnieren |
drapieren |
optisch aufwerten |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verziere | ||
du | verzierst | |||
er, sie, es | verziert | |||
Präteritum | ich | verzierte | ||
Konjunktiv II | ich | verzierte | ||
Imperativ | Singular | verzier! verziere! | ||
Plural | verziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verzieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διακοσμώ | διακοσμούμε | διακοσμούμαι | διακοσμούμαστε |
διακοσμείς | διακοσμείτε | διακοσμείσαι | διακοσμείστε | ||
διακοσμεί | διακοσμούν(ε) | διακοσμείται | διακοσμούνται | ||
Imper fekt | διακοσμούσα | διακοσμούσαμε | διακοσμούμουν | διακοσμούμαστε | |
διακοσμούσες | διακοσμούσατε | ||||
διακοσμούσε | διακοσμούσαν(ε) | διακοσμούνταν, διακοσμείτο | διακοσμούνταν, διακοσμούντο | ||
Aorist | διακόσμησα | διακοσμήσαμε | διακοσμήθηκα | διακοσμηθήκαμε | |
διακόσμησες | διακοσμήσατε | διακοσμήθηκες | διακοσμηθήκατε | ||
διακόσμησε | διακόσμησαν, διακοσμήσαν(ε) | διακοσμήθηκε | διακοσμήθηκαν, διακοσμηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διακοσμώ | θα διακοσμούμε | θα διακοσμούμαι | θα διακοσμούμαστε | |
θα διακοσμείς | θα διακοσμείτε | θα διακοσμείσαι | θα διακοσμείστε | ||
θα διακοσμεί | θα διακοσμούν(ε) | θα διακοσμείται | θα διακοσμούνται | ||
Fut ur | θα διακοσμήσω | θα διακοσμήσουμε | θα διακοσμηθώ | θα διακοσμηθούμε | |
θα διακοσμήσεις | θα διακοσμήσετε | θα διακοσμηθείς | θα διακοσμηθείτε | ||
θα διακοσμήσει | θα διακοσμήσουν(ε) | θα διακοσμηθεί | θα διακοσμηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διακοσμώ | να διακοσμούμε | να διακοσμούμαι | να διακοσμούμαστε |
να διακοσμείς | να διακοσμείτε | να διακοσμείσαι | να διακοσμείστε | ||
να διακοσμεί | να διακοσμούν(ε) | να διακοσμείται | να διακοσμούνται | ||
Aorist | να διακοσμήσω | να διακοσμηθώ | να διακοσμηθούμε | ||
να διακοσμήσεις | να διακοσμήσετε | να διακοσμηθείς | να διακοσμηθείτε | ||
να διακοσμήσει | να διακοσμήσουν(ε) | να διακοσμηθεί | να διακοσμηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διακοσμείτε | διακοσμείστε | ||
Aorist | διακόσμησε | διακοσμήστε, διακοσμήσετε | διακοσμήσου | διακοσμηθείτε | |
Part izip | Pres | διακοσμώντας | |||
Perf | έχοντας διακοσμήσει, | διακοσμημένος, -η, -ο | διακοσμημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διακοσμήσει | διακοσμηθεί |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | στολίζω | στολίζουμε, στολίζομε | στολίζομαι | στολιζόμαστε |
στολίζεις | στολίζετε | στολίζεσαι | στολίζεστε, στολιζόσαστε | ||
στολίζει | στολίζουν(ε) | στολίζεται | στολίζονται | ||
Imper fekt | στόλιζα | στολίζαμε | στολιζόμουν(α) | στολιζόμαστε, στολιζόμασταν | |
στόλιζες | στολίζατε | στολιζόσουν(α) | στολιζόσαστε, στολιζόσασταν | ||
στόλιζε | στόλιζαν, στολίζαν(ε) | στολιζόταν(ε) | στολίζονταν, στολιζόντανε, στολιζόντουσαν | ||
Aorist | στόλισα | στολίσαμε | στολίστηκα | στολιστήκαμε | |
στόλισες | στολίσατε | στολίστηκες | στολιστήκατε | ||
στόλισε | στόλισαν, στολίσαν(ε) | στολίστηκε | στολίστηκαν, στολιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω στολίσει έχω στολισμένο | έχουμε στολίσει έχουμε στολισμένο | έχω στολιστεί είμαι στολισμένος, -η | έχουμε στολιστεί είμαστε στολισμένοι, -ες | |
έχεις στολίσει έχεις στολισμένο | έχετε στολίσει έχετε στολισμένο | έχεις στολιστεί είσαι στολισμένος, -η | έχετε στολιστεί είστε στολισμένοι, -ες | ||
έχει στολίσει έχει στολισμένο | έχουν στολίσει έχουν στολισμένο | έχει στολιστεί είναι στολισμένος, -η, -ο | έχουν στολιστεί είναι στολισμένοι, -ες, -α | ||
Plu per fekt | είχα στολίσει είχα στολισμένο | είχαμε στολίσει είχαμε στολισμένο | είχα στολιστεί ήμουν στολισμένος, -η | είχαμε στολιστεί ήμαστε στολισμένοι, -ες | |
είχες στολίσει είχες στολισμένο | είχατε στολίσει είχατε στολισμένο | είχες στολιστεί ήσουν στολισμένος, -η | είχατε στολιστεί ήσαστε στολισμένοι, -ες | ||
είχε στολίσει είχε στολισμένο | είχαν στολίσει είχαν στολισμένο | είχε στολιστεί ήταν στολισμένος, -η, -ο | είχαν στολιστεί ήταν στολισμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα στολίζω | θα στολίζουμε, | θα στολίζομαι | θα στολιζόμαστε | |
θα στολίζεις | θα στολίζετε | θα στολίζεσαι | θα στολίζεστε, | ||
θα στολίζει | θα στολίζουν(ε) | θα στολίζεται | θα στολίζονται | ||
Fut ur | θα στολίσω | θα στολίσουμε, | θα στολιστώ | θα στολιστούμε | |
θα στολίσεις | θα στολίσετε | θα στολιστείς | θα στολιστείτε | ||
θα στολίσει | θα στολίσουν(ε) | θα στολιστεί | θα στολιστούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να στολίζω | να στολίζουμε, | να στολίζομαι | να στολιζόμαστε |
να στολίζεις | να στολίζετε | να στολίζεσαι | να στολίζεστε, | ||
να στολίζει | να στολίζουν(ε) | να στολίζεται | να στολίζονται | ||
Aorist | να στολίσω | να στολίσουμε, | να στολιστώ | να στολιστούμε | |
να στολίσεις | να στολίσετε | να στολιστείς | να στολιστείτε | ||
να στολίσει | να στολίσουν(ε) | να στολιστεί | να στολιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω στολίσει | να έχουμε στολίσει | να έχω στολιστεί | να έχουμε στολιστεί | |
να έχεις στολίσει | να έχετε στολίσει | να έχεις στολιστεί | να έχετε στολιστεί | ||
να έχει στολίσει | να έχουν στολίσει | να έχει στολιστεί | να έχουν στολιστεί | ||
Imper ativ | Pres | στόλιζε | στολίζετε | στολίζεστε | |
Aorist | στόλισε | στολίστε | στολίσου | στολιστείτε | |
Part izip | Pres | στολίζοντας | στολιζόμενος | ||
Perf | έχοντας στολίσει, έχοντας στολισμένο | στολισμένος, -η, -ο | στολισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | στολίσει | στολιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.