Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κάθομαι

κάθομαι mittelgriechisch κάθομαι altgriechisch κάθημαι


κάθοδος

κάθοδος altgriechisch κάθοδος[1] κατά (κάθ-) + ὁδός


καθιστώ

καθιστώ altgriechisch καθίστημι


καθικετεύω

καθικετεύω altgriechisch καθικετεύω κατά + ἱκετεύω ἱκέτης ἱκνέομαι ἵκω proto-indogermanisch *seik-[1]


καθίζω

καθίζω altgriechisch καθίζω κατά + ἵζω


καθιζάνω

καθιζάνω altgriechisch καθιζάνω κατά + ἱζάνω ἵζω indoeuropäisch (Wurzel) *sisdō / *sizdō *sed- (κάθομαι)


καθιέρωση

καθιέρωση altgriechisch καθιέρωσις


καθίδρυμα

καθίδρυμα Koine-Griechisch καθίδρυμα altgriechisch καθιδρύω κατά + ἱδρύω


κάθημαι

κάθημαι altgriechisch κάθημαι


καθήκον

καθήκον altgriechisch τα καθήκοντα μετοχή του καθήκω (είμαι κατάλληλος για κάτι)


κάθετος

κάθετος altgriechisch κάθετος (ενν. γραμμή) altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετηριασμός

καθετηριασμός Koine-Griechisch καθετηρισμός καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετηρίαση

καθετηρίαση καθετηριάζω + -ση Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετηριάζω

καθετηριάζω Koine-Griechisch καθετηρίζω καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθετήρας

καθετήρας Koine-Griechisch καθετήρ altgriechisch καθίημι ἵημι


καθεστώς

καθεστώς altgriechisch καθεστώς, Maskulinum von καθεστώς, Passiv Perfekt von καθίστημι κατά + ἵστημι


καθεξής

καθεξής altgriechisch καθεξῆς


καθέν

καθέν altgriechisch καθεῖς


καθελκύω

καθελκύω altgriechisch καθέλκω ἕλκω / ἑλκύω ϝέλκω indoeuropäisch (Wurzel) *(s)elk- (ελκύω, τραβώ)


καθελκυσμός

καθελκυσμός Koine-Griechisch καθελκυσμός altgriechisch καθέλκω


καθείς

καθείς altgriechisch καθεῖς


καθέδρα

καθέδρα altgriechisch καθέδρα


κάθε

κάθε mittelgriechisch κάθε altgriechisch καθέν, Maskulinum von καθείς κατά + εἷς


καθαρτικός

καθαρτικός altgriechisch καθαρτικός καθαίρω


καθαρτήριος

καθαρτήριος Koine-Griechisch καθαρτήριος altgriechisch καθαίρω καθαρός


κάθαρση

κάθαρση altgriechisch κάθαρσις καθαίρω


καθαρότητα

καθαρότητα altgriechisch καθαρότης, von αιτιατική καθαρότητα[1]


κάθαρμα

κάθαρμα altgriechisch κάθαρμα


καθαρίζω

καθαρίζω Koine-Griechisch καθαρίζω altgriechisch καθαρός + -ίζω


καημός

καημός mittelgriechisch καημός καίω + -μός altgriechisch καίω indoeuropäisch (Wurzel) *keh₂u- (ανάβω, καίω)


κάδος

κάδος altgriechisch κάδος


κάδμιο

κάδμιο (entlehnt aus) neulateinisch cadmium lateinisch cadmia altgriechisch καδμεία (μετάλλευμα ψευδαργύρου) Κάδμος (μυθολογικός βασιλιάς της Θήβας)


ιωδισμός

ιωδισμός (entlehnt aus) französisch iodisme iode altgriechisch ἰώδης ἴον


ιώδιο

ιώδιο (entlehnt aus) französisch iode altgriechisch ἰώδης ἴον


ίχνος

ίχνος altgriechisch ἴχνος indoeuropäisch (Wurzel) *ei (πηγαίνω)


ιχνογραφία

ιχνογραφία altgriechisch ἰχνογραφία


ιχθύς

ιχθύς (λόγιο) altgriechisch ἰχθύς indoeuropäisch (Wurzel) *dʰǵʰu-


ιχθυοτροφία

ιχθυοτροφία ιχθυοτρόφος + -ία Koine-Griechisch ἰχθυοτρόφος altgriechisch ἰχθύς + τρέφω


ιχθυοτροφείο

ιχθυοτροφείο Koine-Griechisch ἰχθυοτροφεῖον altgriechisch ἰχθύς + τρέφω


ιχθυόσαυρος

ιχθυόσαυρος neulateinisch ichthyosaurus altgriechisch ἰχθύς + -σαυρος


ιχθυοπώλης

ιχθυοπώλης Koine-Griechisch ἰχθυοπώλης altgriechisch ἰχθύς + πωλέω


ιτιά

ιτιά altgriechisch ἰτέα


ισχύω

ισχύω altgriechisch ἰσχύω


ισχυρώς

ισχυρώς altgriechisch ἰσχυρῶς


ισχυρός

ισχυρός altgriechisch ἰσχυρός ἰσχύς


ισχυρογνωμοσύνη

ισχυρογνωμοσύνη altgriechisch ἰσχυρογνωμοσύνη


ισχυρογνώμονας

ισχυρογνώμονας altgriechisch ἰσχυρογνώμων


ισχυρίζομαι

ισχυρίζομαι altgriechisch ἰσχυρίζομαι (αρχική σημασία: "ενισχύομαι"}


ισχναίνω

ισχναίνω altgriechisch ἰσχναίνω ἰσχνός


ισχίο

ισχίο altgriechisch ἰσχίον


ισχαιμία

ισχαιμία (entlehnt aus) französisch ischémie altgriechisch ἴσχαιμος ἴσχω + αἷμα


ιστός

ιστός altgriechisch ἱστός


ιστορώ

ιστορώ altgriechisch ἱστορέω / ἱστορῶ


ιστορία

ιστορία altgriechisch ἱστορία ἵστωρ (κριτής, μάρτυρας, γνώστης) οἷδα + -τωρ (Είδ- + τωρ, το τελικό "δ" προ του "τ", τρεπόταν σε "σ")


ιστίο

ιστίο altgriechisch ἱστίον


Ισραήλ

Ισραήλ altgriechisch Ἰσραήλ


ισοψηφώ

ισοψηφώ ισο- ( ίσος) + altgriechisch ψηφῶ


ισοφάριση

ισοφάριση ισοφαρίζω + -ση altgriechisch ἰσοφαρίζω


ισούμαι

ισούμαι, λόγια λέξη altgriechisch ἰσόομαι, -οῦμαι


ισότοπο

ισότοπο (entlehnt aus) englisch isotope altgriechisch ἴσος + τόπος επινοήθηκε το 1914 von Βρετανό χημικό Φρέντερικ Σόντυ (Frederick Soddy)


ισότητα

ισότητα altgriechisch ἰσότης ἴσος


ισοσταθμίζω

ισοσταθμίζω Koine-Griechisch ἰσοσταθμέω / ἰσοσταθμῶ ἰσόσταθμος / ἰσοσταθμής altgriechisch ἴσος + στάθμη ((Lehnübersetzung) französisch équilibrer, balancer)


ίσος

ίσος altgriechisch ἴσος


ισορροπώ

ισορροπώ altgriechisch ἰσορροπῶ ἰσόρροπος


ισόρροπος

ισόρροπος altgriechisch ἰσόρροπος


ισορροπία

ισορροπία altgriechisch ἰσορροπία ἰσόρροπος ἴσος + ῥέπω


ισοπεδώνω

ισοπεδώνω όψιμη Koine-Griechisch ἰσοπεδῶ, συνηρημένος τύπος του ἰσοπεδόω[1] + -ώνω altgriechisch ἰσόπεδος[2] Wort verwendet ab 1856 [3]


ισονομία

ισονομία altgriechisch ἰσονομία


ισόκωλο

ισόκωλο (λόγιο) Koine-Griechisch ἰσόκωλον, substantiviertes Neutrum des Adjektivs: altgriechisch ἰσόκωλος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ισό- + κώλο(ν)


ισοδυναμία

ισοδυναμία altgriechisch ἰσοδυναμία / ίσος + δύναμη + -ία


ισκιώνω

ισκιώνω ίσκι(ος) + -ώνω altgriechisch σκιά


ίσκιος

ίσκιος mittelgriechisch ἥσκιος altgriechisch σκιά (παραβάλετε με το altgriechisch ἰσκιερός)


ισιάζω

ισιάζω mittelgriechisch ἰσιάζω ἴσιος altgriechisch ἴσος


ισθμός

ισθμός altgriechisch ἰσθμός


ισημερία

ισημερία altgriechisch ἰσημερία


ιριδισμός

ιριδισμός ιριδίζω + -μός ίριδα altgriechisch ἶρις ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) irisation)


ιρίδιο

ιρίδιο (entlehnt aus) neulateinisch iridium lateinisch iris altgriechisch ἶρις (λόγω των έντονων χρωμάτων του, που μοιάζουν με ουράνιο τόξο)


ιριδίζω

ιριδίζω ίριδα + -ίζω altgriechisch ἶρις ((Lehnübersetzung) (γαλλικά) iriser)


ίριδα

ίριδα altgriechisch ἶρις


ιπποφορβείο

ιπποφορβείο altgriechisch ἱπποφόρβιον ἵππος + φορβή


ιπποτροφείο

ιπποτροφείο Koine-Griechisch ἱπποτροφεῖον / ἱπποτρόφιον altgriechisch ἵππος + τρέφω


ιππότης

ιππότης altgriechisch ἱππότης


ιπποσύνη

ιπποσύνη altgriechisch ἱπποσύνη ἵππος indoeuropäisch (Wurzel) *h₁éḱwos *h₁oh₁ḱu- (ταχύς) ((Lehnbedeutung) französisch chevalerie)


ίππος

ίππος altgriechisch ἵππος proto-griechisch *íkkʷos proto-indogermanisch *h₁éḱwos *h₁oh₁ḱu (ταχύς, ὠκύς)


ιπποπόταμος

ιπποπόταμος Koine-Griechisch ἱπποπόταμος altgriechisch ἵππος + ποταμός


ιππόκαμπος

ιππόκαμπος altgriechisch ἱππόκαμπος ἵππος + Κάμπη (= θαλάσσιο τερας)


ιππόδρομος

ιππόδρομος altgriechisch ἱππόδρομος


ιπποδρομία

ιπποδρομία (λόγιο) altgriechisch ἱπποδρομία. Συγχρονικά αναλύεται σε ίππ(ος) + -ο- + -δρομία


ιππικός

ιππικός altgriechisch ἱππικός


ιππεύω

ιππεύω altgriechisch ἱππεύω ἵππος + -εύω


ιππέας

ιππέας altgriechisch ἱππεύς ἵππος


ιππασία

ιππασία altgriechisch ἱππασία


ιππάριο

ιππάριο Koine-Griechisch ἱππάριον altgriechisch ἵππος (2. (Lehnbedeutung) neulateinisch hipparion)


ιός

ιός altgriechisch ἰός (δηλητήριο), (Lehnbedeutung) διαγλωσσική ορολογία virus ( λατινικά virus)[1]


ιονισμός

ιονισμός (entlehnt aus) englisch ionization altgriechisch ἰόν, Maskulinum von ἰών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἶμι


ιονίζω

ιονίζω διαγλωσσική ορολογία ionize altgriechisch ἰόν + -ίζω [1]


ιόν

ιόν altgriechisch ἰόν ουδέτερο της μετοχής ἰών του ρήματος εἶμι


ιοβόλος

ιοβόλος altgriechisch ἰοβόλος ἰός (δηλητήριο) + βάλλω


ίο

ίο altgriechisch ἴον


ιξός

ιξός altgriechisch ἰξός



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback