ισχύω altgriechisch ἰσχύω
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
in Kraft sein |
Gültigkeit haben |
gültig sein |
gelten |
Gültigkeit besitzen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ισχύω | ισχύουμε, ισχύομε |
ισχύεις | ισχύετε | ||
ισχύει | ισχύουν(ε) | ||
Imper fekt | ίσχυα | ισχύαμε | |
ίσχυες | ισχύατε | ||
ίσχυε | ίσχυαν, ισχύαν(ε) | ||
Aorist | ίσχυσα | ισχύσαμε | |
ίσχυσες | ισχύσατε | ||
ίσχυσε | ίσχυσαν, ισχύσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ισχύσει | έχουμε ισχύσει | |
έχεις ισχύσει | έχετε ισχύσει | ||
έχει ισχύσει | έχουν ισχύσει | ||
Plu per fekt | είχα ισχύσει | είχαμε ισχύσει | |
είχες ισχύσει | είχατε ισχύσει | ||
είχε ισχύσει | είχαν ισχύσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ισχύω | θα ισχύουμε, θα ισχύομε | |
θα ισχύεις | θα ισχύετε | ||
θα ισχύει | θα ισχύουν(ε) | ||
Fut ur | θα ισχύσω | θα ισχύσουμε, θα ισχύσομε | |
θα ισχύσεις | θα ισχύσετε | ||
θα ισχύσει | θα ισχύσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ισχύσει | θα έχουμε ισχύσει | |
θα έχεις ισχύσει | θα έχετε ισχύσει | ||
θα έχει ισχύσει | θα έχουν ισχύσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ισχύω | να ισχύουμε, να ισχύομε |
να ισχύεις | να ισχύετε | ||
να ισχύει | να ισχύουν(ε) | ||
Aorist | να ισχύσω | να ισχύσουμε, να ισχύσομε | |
να ισχύσεις | να ισχύσετε | ||
να ισχύσει | να ισχύσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ισχύσει | να έχουμε ισχύσει | |
να έχεις ισχύσει | να έχετε ισχύσει | ||
να έχει ισχύσει | να έχουν ισχύσει | ||
Imper ativ | Pres | ίσχυε | ισχύετε |
Aorist | ίσχυσε | ισχύσετε, ισχύστε | |
Part izip | Pres | ισχύοντας | |
Perf | έχοντας ισχύσει | ||
Infin | Aorist | ισχύσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | gelte | ||
du | giltst | |||
er, sie, es | gilt | |||
Präteritum | ich | galt | ||
Konjunktiv II | ich | gälte gölte | ||
Imperativ | Singular | gilt! | ||
Plural | geltet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gegolten | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:gelten |
ισχύω [isxío] Ρ9α : έχω ισχύ, έχω τη δύναμη ή την ικανότητα να κάνω, να επιφέρω ή να παρέχω κτ. (αυτό για το οποίο προορίζομαι): Για ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος ισχύει αναδρομικά. Tα εισιτήρια με επιστροφή ισχύουν για ένα μήνα. Tο διαβατήριο ισχύει για πέντε έτη. H πρόσκληση ισχύει για δύο άτομα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.