Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



καμαριέρης

καμαριέρης venezianisch camariere lateinisch camara altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) (ίσως indoeuropäisch (Wurzel) *kam-: κυρτός, καμπύλος)


καμαριέρα

καμαριέρα venezianisch camariera lateinisch camara altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) (ίσως indoeuropäisch (Wurzel) *kam-: κυρτός, καμπύλος)


καμάρα

καμάρα altgriechisch καμάρα proto-indogermanisch *kh₂em- (καμπή)


κάμαρα

κάμαρα lateinisch camera / camara altgriechisch καμάρα (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *kam- (καμπή)


καμάκι

καμάκι altgriechisch κάμαξ


καλώδιο

καλώδιο altgriechisch καλῴδιον υποκοριστικό του κάλως (= σχοινί) ((Lehnübersetzung) (αγγλικά) cable)


καλώ

καλώ Katharevousa καλῶ altgriechisch καλέω / καλῶ proto-indogermanisch *kelh₁- *kl̥h₁- (καλώ)


καλυτερεύω

καλυτερεύω mittelgriechisch καλυτερεύω καλύτερος + -εύω καλός altgriechisch καλός


καλύπτω

καλύπτω altgriechisch καλύπτω indoeuropäisch (Wurzel) *ḱel- (καλύπτω)


καλύπτρα

καλύπτρα altgriechisch καλύπτρα καλύπτω indoeuropäisch (Wurzel) *ḱel- (καλύπτω)


κάλυμμα

κάλυμμα altgriechisch καλύπτω


καλύβα

καλύβα altgriechisch καλύβη


κάλπη

κάλπη altgriechisch κάλπη / κάλπις


καλόψυχος

καλόψυχος mittelgriechisch καλόψυχος altgriechisch καλός + ψυχή


καλούπι

καλούπι türkisch kalıp arabisch قَالِب (qālib) Koine-Griechisch καλόπους / altgriechisch καλάπους (αντιδάνειο) κᾶλον + πούς


καλορίζικος

καλορίζικος mittelgriechisch καλορίζικος καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλοριζικιά

καλοριζικιά mittelgriechisch καλοριζικιά καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλοριζικεύω

καλοριζικεύω mittelgriechisch καλοριζικεύω καλορίζικος καλός + ριζικό ( altgriechisch ῥιζικός ῥίζα)


καλόπιασμα

καλόπιασμα καλοπιάνω + -μα mittelgriechisch καλοπιάνω καλό- + πιάνω altgriechisch πιέζω


καλοπιάνω

καλοπιάνω mittelgriechisch καλοπιάνω καλο- + πιάνω altgriechisch πιέζω


καλοκαιρινός

καλοκαιρινός mittelgriechisch καλοκαιρινός καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον καλός + altgriechisch καιρός


καλοκαιριάζει

καλοκαιριάζει καλοκαιριάζω καλοκαίρι + -άζω mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός


καλοκαίρι

καλοκαίρι mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός (πβ. Koine-Griechisch καλόκαιρος)


καλοκαιρεύει

καλοκαιρεύει καλοκαιριεύω καλοκαίρι + -εύω mittelgriechisch καλοκαίρι(ν) καλοκαίριον altgriechisch καλός + καιρός


καλοκάγαθος

καλοκάγαθος altgriechisch καλοκἄγαθος (σπάνια γραπτή μορφή του: καλοκἀγαθός) καλός κἀγαθός καλός και ἀγαθός


καλοκαγαθία

καλοκαγαθία altgriechisch καλοκἀγαθία καλοκἀγαθός καλός καί ἀγαθός


καλόγρια

καλόγρια mittelgriechisch καλόγρια / καλογραία altgriechisch καλός + γραῖα


καλογραία

καλογραία mittelgriechisch καλογραία altgriechisch καλός + γραῖα


καλόγερος

καλόγερος mittelgriechisch καλόγερος Koine-Griechisch καλόγηρος altgriechisch καλός + γῆρας


καλοαναθρεμμένος

καλοαναθρεμμένος mittelgriechisch καλοαναθρεμμένος[1] καλοανατεθρεμμένος (λόγιο) καλο- + ἀνατεθραμμένος παθητική μετοχή παρακειμένου des altgriechischen ἀνατρέφω[2] (αναθρεμμένος), Passiv Perfekt von ανατρέφω)


κάλμα

κάλμα italienisch calma spätlateinisch cauma altgriechisch καῦμα καίω (αντιδάνειο)


καλλωπισμός

καλλωπισμός altgriechisch καλλωπισμός καλλωπίζω κάλλος + ὤψ ( proto-indogermanisch *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)


καλλωπίζω

καλλωπίζω altgriechisch καλλωπίζω κάλλος + ὤψ ( proto-indogermanisch *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)


καλλύνω

καλλύνω altgriechisch καλλύνω


καλλιτέχνης

καλλιτέχνης Koine-Griechisch καλλιτέχνης altgriechisch κάλλος ( καλός) + τέχνη ((Lehnbedeutung) französisch artiste)


καλλιστεία

καλλιστεία altgriechisch καλλιστεῖα [1]


κάλλιο

κάλλιο mittelgriechisch κάλλιο altgriechisch κάλλιον, συγκριτικό του καλῶς


καλλιεργώ

καλλιεργώ Koine-Griechisch καλλιεργέω / καλλιεργῶ altgriechisch κάλλος + ἔργον ((Lehnbedeutung) französisch cultiver)


καλλιέπεια

καλλιέπεια Koine-Griechisch καλλιέπεια altgriechisch καλλιεπής κάλλος + ἔπος


καλλιγραφώ

καλλιγραφώ altgriechisch καλλιγραφέω / καλλιγραφῶ καλλι- + γράφω


καλλιγράφος

καλλιγράφος Koine-Griechisch καλλιγράφος altgriechisch καλλιγραφέω / καλλιγραφῶ καλλι- + -γράφος


καλλιγραφία

καλλιγραφία Koine-Griechisch καλλιγραφία altgriechisch καλλιγραφέω καλλι- + γράφω


καλιακούδα

καλιακούδα καλοιακούδα κάλοιακας κόλοιακας altgriechisch κολοιός (κάργια)


καλιά

καλιά altgriechisch καλιά κᾶλον


κάλεσμα

κάλεσμα mittelgriechisch κάλεσμα altgriechisch καλέω / καλῶ


καλέμι

καλέμι türkisch kalem arabisch قَلَم (kalam) altgriechisch κάλαμος (αντιδάνειο)


καλειδοσκόπιο

καλειδοσκόπιο (entlehnt aus) englisch caleidoscope altgriechisch καλός + εἶδος + -σκόπιον. Η englisch λέξη επινοήθηκε το 1817 von David Brewster, τον εφευρέτη του.


καλαπόδι

καλαπόδι mittelgriechisch καλαπόδιν Koine-Griechisch καλαπόδιον altgriechisch καλάπους κᾶλον + πούς


κάλαμος

κάλαμος altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)


καλαμίθρα

καλαμίθρα altgriechisch καλαμίνθη / καλάμινθος κάλαμος + μίνθα / μίνθη


καλαμιά

καλαμιά (1-3) Koine-Griechisch καλαμεία / καλαμία altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos


καλάμι

καλάμι mittelgriechisch καλάμι(ν) Koine-Griechisch καλάμιον altgriechisch κάλαμος proto-indogermanisch *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos *ḱolh₂-m- / *ḱlh₂-em-[1] (καλάμι, άχυρο)


καλαμάρι

καλαμάρι mittelgriechisch καλαμάρι / καλαμάριν / καλαμάριον lateinisch (theca) calamaria (θήκη καλάμων γραφής) Koine-Griechisch καλαμάριον altgriechisch κάλαμος indoeuropäisch (Wurzel) *ḱl̥h₂mos *ḱolh₂mos Το μαλάκιο ονομάστηκε έτσι χάρη στο σώμα του που μοιάζει με μελανοδοχείο welches περιέχει πένες από καλάμι


κάλαθος

κάλαθος (λόγιο) altgriechisch κάλαθος


καλαθοποιός

καλαθοποιός Koine-Griechisch καλαθοποιός altgriechisch κάλαθος + ποιέω


καλαθοποιία

καλαθοποιία καλαθοποιός + -ία Koine-Griechisch καλαθοποιός altgriechisch κάλαθος + ποιέω


καλάθι

καλάθι mittelgriechisch καλάθι Koine-Griechisch καλάθιον altgriechisch κάλαθος (πβ. λατινικά: clathratus)


κάκωσις

κάκωσις altgriechisch κάκωσις κακόω / κακῶ κακός indoeuropäisch (Wurzel) *kak- (κακός)


κάκωση

κάκωση altgriechisch κάκωσις κακόω / κακῶ κακός indoeuropäisch (Wurzel) *kak- (κακός)


κακώς

κακώς altgriechisch κακῶς κακός


κάκτος

κάκτος neulateinisch cactus (ίδια σημασία) lateinisch cactus altgriechisch κάκτος (είδος αγκινάρας) (αντιδάνειο)


κακόφημος

κακόφημος Koine-Griechisch κακόφημος altgriechisch κακός + φήμη


κακουχία

κακουχία altgriechisch κακουχία


κακούργος

κακούργος altgriechisch κακοῦργος κακός + ἔργον


κακούργημα

κακούργημα altgriechisch κακούργημα κακουργέω κακοῦργος κακός + ἔργον


κακότυχος

κακότυχος mittelgriechisch κακότυχος altgriechisch κακοτυχής κακός + τύχη


κακοτοπιά

κακοτοπιά mittelgriechisch κακοτοπία altgriechisch κακός + τόπος


κακότητα

κακότητα altgriechisch κακότητα


κακοποιώ

κακοποιώ altgriechisch κακοποιέω / κακοποιῶ κακός + ποιέω / ποιῶ


κακοποιός

κακοποιός altgriechisch κακοποιός


κακοποίηση

κακοποίηση Koine-Griechisch κακοποίησις altgriechisch κακοποιέω / κακοποιῶ κακός + ποιέω / ποιῶ


κακοπαθώ

κακοπαθώ altgriechisch κακοπαθέω / κακοπαθῶ κακός + πάσχω


κακοπάθεια

κακοπάθεια altgriechisch κακοπάθεια κακοπαθέω κακός + πάσχω


κακοπαθαίνω

κακοπαθαίνω altgriechisch κακοπαθέω / κακοπαθῶ κακός + πάσχω


κακολογώ

κακολογώ altgriechisch κακολογέω / κακολογῶ κακός + λέγω


κακόλογος

κακόλογος mittelgriechisch κακόλογος altgriechisch κακολόγος


κακολογία

κακολογία altgriechisch κακολογία κακός + λέγω


κακοήθεια

κακοήθεια altgriechisch κακοήθεια


κακόδοξος

κακόδοξος Koine-Griechisch κακόδοξος (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακόδοξος κακός + δόξα


κακοδοξία

κακοδοξία Koine-Griechisch κακοδοξία (παρόμοια σημασία) altgriechisch κακοδοξία κακόδοξος κακός + δόξα


κακία

κακία altgriechisch κακία κακός


κακεντρέχεια

κακεντρέχεια Koine-Griechisch κακεντρέχεια κακεντρεχής altgriechisch κακός + ἐντρεχής


κακαρώνω

κακαρώνω mittelgriechisch καρώνω (ναρκώνω, ζαλίζω, βυθίζω σε βαθύ λήθαργο) altgriechisch καρῶ κάρος, αναισθησία, νάρκη


καίτοι

καίτοι altgriechisch καίτοι καί + τοι


καιροφυλακτώ

καιροφυλακτώ altgriechisch καιροφυλακτῶ


καιροσκόπος

καιροσκόπος Koine-Griechisch καιροσκόπος altgriechisch καιρός + -σκόπος (σκοπέω)


καιρός

καιρός altgriechisch καιρός


καίριος

καίριος altgriechisch καίριος


καινούργιος

καινούργιος mittelgriechisch καινούργιος / καινούριος Koine-Griechisch καινούργιος altgriechisch καινουργής καινός + ἔργον


καινοτομώ

καινοτομώ altgriechisch καινοτομέω / καινοτομῶ καινοτόμος καινός + τέμνω


καινοτομία

καινοτομία Koine-Griechisch καινοτομία altgriechisch καινοτόμος καινός + τέμνω


και

και altgriechisch καί


καθώς

καθώς altgriechisch καθώς


καθυστερώ

καθυστερώ Koine-Griechisch καθυστερέω / καθυστερῶ altgriechisch ὑστερέω / ὑστερῶ ὕστερος


καθρέφτης

καθρέφτης καθρέπτης Koine-Griechisch κάθοπτρον altgriechisch κάτοπτρον


καθότι

καθότι altgriechisch καθ’ ὅτι ((Lehnübersetzung) französisch en tant que)


καθόσον

καθόσον altgriechisch καθ' ὅσον κατά + ὅσον ὅσος ((Lehnübersetzung) französisch en tant que


καθοσίωση

καθοσίωση Koine-Griechisch καθοσίωσις κατά + altgriechisch ὅσιος


καθορίζω

καθορίζω Koine-Griechisch καθορίζω κατά + altgriechisch ὁρίζω ὅρος proto-griechisch wórwos proto-indogermanisch *werw- ((Lehnübersetzung) französisch déterminer)


καθομιλουμένη

καθομιλουμένη θηλυκή μετοχή του ελληνιστικού καθομιλοῦμαι (συνηθίζομαι) altgriechisch καθομιλῶ



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback