Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αδρός

αδρός altgriechisch ἁδρός


Αδριανός

Αδριανός altgriechisch Ἁδριανός


αδράχτι

αδράχτι mittelgriechisch αδράχτι Koine-Griechisch ἀδράκτιον, υποκοριστικό του ἄδρακτος altgriechisch ἄτρακτος


αδράχνω

αδράχνω mittelgriechisch δράχνω με ανάπτυξη προτακτικού α- Koine-Griechisch δράσσω με βάση το συνοπτικό θέμα δραξ-[1] altgriechisch δράττομαι proto-griechisch *dr̥kʰ


αδρανώ

αδρανώ, λόγια λέξη altgriechisch ἀδρανέω, -ῶ


αδρανής

αδρανής altgriechisch ἀδρανής α- (στερητικό) + δραίνω δράω


αδράνεια

αδράνεια Koine-Griechisch ἀδράνεια altgriechisch ἀδρανής


άδολος

άδολος altgriechisch ἄδολος ἀ- στερητικό + δόλος


αδολεσχία

αδολεσχία altgriechisch ἀδολεσχία ἀδολέσχης ( *ἀ-ϝαδο (ἡδύς) + λέσχη)


αδόκιμος

αδόκιμος altgriechisch ἀδόκιμος


αδίστακτος

αδίστακτος altgriechisch ἀδίστακτος α- + διστάζω


αδικώ

αδικώ altgriechisch ἀδικέω, -ῶ


άδικος

άδικος altgriechisch ἄδικος ἀ- στερητικό + δίκη


αδικοπραγία

αδικοπραγία altgriechisch ἀδικοπραγέω


αδικία

αδικία altgriechisch ἀδικία ἄδικος ἀ- στερητικό + δίκη


αδίκημα

αδίκημα altgriechisch ἀδίκημα ἀδικῶ


αδιέξοδος

αδιέξοδος altgriechisch ἀδιέξοδος


αδιαχώριστος

αδιαχώριστος altgriechisch ἀδιαχώριστος


αδιαφορία

αδιαφορία altgriechisch ἀδιαφορία


αδιαφάνεια

αδιαφάνεια altgriechisch ἀδιαφάνεια


αδιάλλακτος

αδιάλλακτος altgriechisch ἀδιάλλακτος α- στερητικό + altgriechisch διαλλάττω (διά + ἀλλαγή)


αδιάθετος

αδιάθετος altgriechisch ἀδιάθετος.


αδηφάγος

αδηφάγος altgriechisch ἀδηφάγος ἅδην + φαγεῖν


αδηφαγία

αδηφαγία (λόγιο) altgriechisch ἀδηφαγία ἄδην + -φαγία


αδημονώ

αδημονώ (λόγιο) altgriechisch ἀδημονῶ, (ἀδημονέω) ἀδήμων


αδημονία

αδημονία Koine-Griechisch ἀδημονία altgriechisch ἀδημονῶ ἀδήμων


άδηλος

άδηλος altgriechisch ἄδηλος (Από το α (το στερητικό) και το δήλος = φανερός)


αδερφός

αδερφός mittelgriechisch ἀδερφός altgriechisch ἀδελφός


αδερφή

αδερφή mittelgriechisch ἀδερφή ἀδερφ(ός) + -ή[1] altgriechisch ἀδελφός. siehe auch αδελφή


αδένας

αδένας altgriechisch ἀδήν


αδελφότητα

αδελφότητα altgriechisch ἀδελφότης


αδελφοσύνη

αδελφοσύνη altgriechisch ἀδελφοσύνη


αδελφός

αδελφός altgriechisch ἀδελφός ἀ- (αθροιστικό) + *δέλφος / δελφύς (μήτρα)


αδελφοκτόνος

αδελφοκτόνος altgriechisch ἀδελφοκτόνος (αδελφός + κτείνω)


αδελφικότητα

αδελφικότητα altgriechisch ἀδελφικότης


αδελφή

αδελφή von αθροιστικό ἀ και το altgriechisch δελφύς= μήτρα


άδειος

άδειος altgriechisch ἄδειος


αδειάζω

αδειάζω mittelgriechisch ἀδειάζω altgriechisch ἄδει(α) + -άζω


αδαμάντινος

αδαμάντινος altgriechisch ἀδαμάντινος ἀδάμας


αδαημοσύνη

αδαημοσύνη altgriechisch ἀδαημοσύνη ἀδαής


αγωνοθέτης

αγωνοθέτης altgriechisch ἀγωνοθέτης (ο ιδρυτής αγώνα") ἀγών + τίθημι


αγωνοθεσία

αγωνοθεσία Koine-Griechisch ἀγωνοθεσία altgriechisch ἀγωνοθέτης


αγωνοδίκης

αγωνοδίκης altgriechisch ἀγωνοδίκης ἀγών + -δίκης


αγωνιώ

αγωνιώ altgriechisch ἀγωνιάω, -ῶ


αγωνιστής

αγωνιστής altgriechisch ἀγωνιστής ἀγωνίζομαι


αγώνισμα

αγώνισμα altgriechisch ἀγώνισμα ἀγωνίζομαι


αγωνία

αγωνία altgriechisch ἀγωνία ἀγών ἄγω indoeuropäisch (Wurzel) *h₂eǵ- (ἄγω)


αγώνας

αγώνας altgriechisch ἀγών


αγών

αγών altgriechisch ἀγών


αγώι

αγώι mittelgriechisch ἀγώγιον, ἀγώγι με αποβολή του [ʝ] altgriechisch ἀγώγιον ἄγω.[1] siehe auch mittelgriechisch λέξη ἀγωγιάζω.


αγωγός

αγωγός (λόγιο) altgriechisch ἀγωγός ἄγω [1]


αγωγιάτης

αγωγιάτης mittelgriechisch ἀγωγιάτης[1] ἀγώγι, ἀγώγιον altgriechisch ἀγώγιον ἄγω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάτης.


αγώγι

αγώγι mittelgriechisch ἀγώγιον, ἀγώγι altgriechisch ἀγώγιον ἄγω.[1] siehe auch mittelgriechisch λέξη ἀγωγιάζω.


άγω

άγω (λόγιο) altgriechisch ἄγω[1] proto-indogermanisch *h₂eǵ- (άγω)


άγχος

άγχος altgriechisch ἄγχος


αγχόνη

αγχόνη altgriechisch ἀγχόνη


αγχιστεία

αγχιστεία altgriechisch ἀγχιστεία ἀγχιστεύω ἄγχω


αγχίνοια

αγχίνοια altgriechisch ἀγχίνοια


αγύρτης

αγύρτης altgriechisch ἀγύρτης ἀγείρω


αγυρτεία

αγυρτεία altgriechisch ἀγυρτεία


αγρωστοειδή

αγρωστοειδή άγρωστη + -οειδή altgriechisch ἄγρωστις ((Lehnübersetzung) französisch graminées)


άγρωστη

άγρωστη altgriechisch ἄγρωστις


άγρυπνος

άγρυπνος altgriechisch ἅγρυπνος ἀγρέω + ὕπνος


αγρυπνία

αγρυπνία (λόγιο) altgriechisch ἀγρυπνία (αγρύπνια)[1]


αγρύπνια

αγρύπνια (αναδρομικός σχηματισμός) αγρυπν(ώ) + -ια. (Επίσης δείτε, αγρυπνία και την altgriechisch ἀγρυπνία)


αγροφύλακας

αγροφύλακας : λόγια λέξη altgriechisch ἀγροφύλαξ


αγρός

αγρός von altgriechisch ἀγρός, η οποία μπορεί να προέρχεται von ρήμα ἄγω (: οδηγώ), με την έννοια ότι οδηγούσαν τα ποίμνια στους ἀγρούς, δηλαδή στα χωράφια που δεν καλλιεργούνταν για κάποιο διάστημα ή από τη Λατινική ager (γεν.agri)


αγρονόμος

αγρονόμος altgriechisch ἀγρονόμος ἀγρός - νέμω


αγροίκος

αγροίκος altgriechisch ἄγροικος / ἀγροῖκος ἀγρός + οἰκέω


αγριόχηνα

αγριόχηνα αγριο- + χήνα altgriechisch χήν proto-indogermanisch *ǵʰh₂éns (χήνα)


αγριόφωνος

αγριόφωνος altgriechisch ἀγριόφωνος ἄγριος + φωνή


αγριότητα

αγριότητα altgriechisch ἀγριότης


αγριότης

αγριότης altgriechisch ἀγριότης ἄγριος


αγριορίγανη

αγριορίγανη Koine-Griechisch ἀγριορίγανος (Maskulinum)[1] altgriechisch } ἀγριο- + ὀρίγανος (Femininum) / ὀρίγανον (Neutrum) [• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;


αγριελιά

αγριελιά altgriechisch ἀγριελαία


αγρεύω

αγρεύω altgriechisch ἀγρεύω


άγρευση

άγρευση Koine-Griechisch ἄγρευσις altgriechisch ἀγρεύω


αγράμματος

αγράμματος altgriechisch ἀγράμματος α στερητικό + γράμμα


άγρα

άγρα altgriechisch ἄγρα


άγουσα

άγουσα altgriechisch ἄγουσα, Femininum von ἄγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄγω


άγουρος

άγουρος mittelgriechisch άγουρος altgriechisch ἄωρος


αγουρίλα

αγουρίλα άγουρος + -ίλα altgriechisch ἄωρος ὥρα


αγουράδα

αγουράδα άγουρος + -άδα altgriechisch ἄωρος ὥρα


άγος

άγος altgriechisch ἄγος


αγόρι

αγόρι mittelgriechisch αγόρι(ν) / αγούριν Koine-Griechisch ἄγωρος altgriechisch ἄωρος ἀ- + ὥρα indoeuropäisch (Wurzel) *yōr-ā *yēr / *yeh₁r- (έτος, εποχή)


αγορητής

αγορητής altgriechisch ἀγορητής


αγορεύω

αγορεύω (λόγιο) altgriechisch ἀγορεύω ἀγορά


αγόρευση

αγόρευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀγόρευσις altgriechisch ἀγορεύω ἀγορά


αγοραφοβία

αγοραφοβία (entlehnt aus) deutsch Agoraphobie altgriechisch ἀγορά + -φοβία


αγόρασμα

αγόρασμα altgriechisch ἀγόρασμα


αγορανόμος

αγορανόμος altgriechisch ἀγορανόμος, Lehnbedeutung από τη französisch contrôleur de marché ή von (Lehnbedeutung) englisch market inspector.[1] Αναλύεται σε αγορα- + -νόμος


αγοραίος

αγοραίος altgriechisch ἀγοραῖος ἀγορά ἀγείρω


αγοράζω

αγοράζω altgriechisch ἀγοράζω (συχνάζω στην αγορά) ἀγορά ἀγείρω


αγορά

αγορά altgriechisch ἀγορά ἀγείρω


άγομαι

άγομαι Passiv von άγω, altgriechisch ἄγομαι


άγνωστος

άγνωστος altgriechisch ἄγνωστος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + γνωστός


αγνωστικισμός

αγνωστικισμός (entlehnt aus) englisch agnosticism altgriechisch ἄγνωστος[1] (Wort verwendet ab 1888)


αγνωμοσύνη

αγνωμοσύνη altgriechisch ἀγνωμοσύνη


αγνώμονας

αγνώμονας altgriechisch ἀγνώμων


αγνοώ

αγνοώ altgriechisch ἀγνοῶ



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback