Griechische Wörter mit italienischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



πενιά

πενιά πένα + -ιά italienisch penna lateinisch penna proto-italienisch *petnā proto-indogermanisch *péth₂r̥ / *pth₂én- (φτερό) *peth₂- (πετώ)


πεντάλ

πεντάλ französisch pédal (Femininum) italienisch pedale Maskulinum von lateinisch pedalis pēs, pedis (πόδι, ποδιού)[1]


περγαμόντο

περγαμόντο italienisch bergamotto


πέργκολα

πέργκολα italienisch pergola lateinisch pergula pergo per + rego indoeuropäisch (Wurzel) *h₃réǵeti *h₃reǵ-- (ευθυγραμμίζω, ισιώνω)


περιποιούμαι

περιποιούμαι (Lehnbedeutung) italienisch curare altgriechisch περιποιοῦμαι ("διαφυλάσσω για τον εαυτό μου") περιποιῶ ("αποκτώ, κάνω κάτι να είναι ψηλά")[1] η έκφραση περιποιώ τιμή altgriechisch περιποιῶ


περούκα

περούκα venezianisch peruca italienisch parrucca *pilucca lateinisch pilus (κόμη) indoeuropäisch (Wurzel) *pil- (τρίχα)


περουκιέρης

περουκιέρης venezianisch peruchier peruca italienisch parrucca *pilucca lateinisch pilus (κόμη) indoeuropäisch (Wurzel) *pil- (τρίχα)


πετάλι

πετάλι italienisch pedale + -ι με τροπή [d] > [t][1] (siehe auch πεντάλ)


πέτο

πέτο italienisch petto


πετούνια

πετούνια italienisch petunia französisch pétunia pétun proto-französisch petum (φυτό του καπνού) γκουαρανί pety


πέτσα

πέτσα italienisch pezza


πετσέτα

πετσέτα italienisch pezzetta, υποκοριστικό του pezza (κομμάτι από πανί) + -etta στην δημοτική: -έτα


πετσετέ

πετσετέ πετσέτα + -έ italienisch pezzetta, υποκοριστικό του pezza


πετσετοθήκη

πετσετοθήκη πετσέτα ( italienisch pezzetta, υποκοριστικό του pezza) + -ο- + θήκη


πετσί

πετσί mittelgriechisch πετσίν italienisch pezzo (κομμάτι)


πιανίστας

πιανίστας italienisch pianista + -ς (ή πιάνο + -ίστας)


πιάνο

πιάνο italienisch piano pianoforte


πιάστρο

πιάστρο italienisch piastro impiastrare spätlateinisch emplastrare lateinisch emplastrum Koine-Griechisch ἔμπλαστρον, Maskulinum von ἔμπλαστρος (αντιδάνειο)


πιατέλα

πιατέλα italienisch piatella, υποκοριστικό του piatto


πιατίνι

πιατίνι italienisch piattino, υποκοριστικό του piatto lateinisch platus altgriechisch πλατύς (αντιδάνειο)


πιάτο

πιάτο italienisch piatto lateinisch platus altgriechisch πλατύς (αντιδάνειο)


πιάτσα

πιάτσα (αντιδάνειο) italienisch piazza lateinisch platea (φαρδύς δρόμος πόλης) altgriechisch πλατεῖα πλατύς


πιγκουίνος

πιγκουίνος italienisch pinguino französisch pingouin englisch penguin


πιερότος

πιερότος italienisch pierrot französisch pierrot Pierrot, υποκοριστικό του Pierre lateinisch Petrus altgriechisch Πέτρος (αντιδάνειο) πέτρος πέτρα


πίκολο

πίκολο italienisch piccolo (μικρό). Αλλά το 'piccolo' flauto, ονομάζεται ottavino


πιλατεύω

πιλατεύω Πιλάτος + -εύω Koine-Griechisch Πιλᾶτος lateinisch Pilatus pilum (ακόντιο) proto-italienisch *pistlom indoeuropäisch (Wurzel) *pis-tlo- *peys- ‎(συντρίβω)


πιλοτήριο

πιλοτήριο πιλότος + -τήριο italienisch piloto spätlateinisch pillottus ... altgriechisch πηδόν (αντιδάνειο) indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


πιλότος

πιλότος italienisch piloto, παλαιότερα pedotto mittelgriechisch πηδώτης (αντιδάνειο) altgriechisch πηδ(όν) + -ώτης indoeuropäisch (Wurzel) *pṓds


πινέλο

πινέλο italienisch pennello lateinisch penellus, υποκοριστικό του penis (ουρά)


πίπα

πίπα italienisch pipa französisch pipe[1]


πιρόγα

πιρόγα italienisch piroga französisch pirogue spanisch piragua καρίμπ piraua


πίρος

πίρος από italienisch διάλεκτο (piro) + -ς, πιθανό αντιδάνειο εάν θεωρηθεί ότι ανάγεται στη lateinisch epiurus altgriechisch ἐπίουρος ἐπί + οὖρος[1]


πισίνα

πισίνα italienisch piscina lateinisch piscina piscis indoeuropäisch (Wurzel) *pisḱ-


πίστα

πίστα französisch piste italienisch pista lateinisch pisto pistum pinso indoeuropäisch (Wurzel) *peys-


πίτα

πίτα mittelgriechisch πίτα italienisch pitta που υπάρχει σε πολλές διαλεκτικές ιταλικές εκδοχές, οι οποίες θα μπορούσαν να ετυμολογηθούν ως πιθανά αντιδάνεια:[1][2][3] είτε altgriechisch πίττα / πίσσα, οπότε θα είχε τη μειωτική σημασία «πρόχειρο ψωμί, πίτα με ρευστά υλικά» που επιζεί σε κατωϊταλιωτική διάλεκτο είτε lateinisch picta, Femininum von pictus, Passiv Perfekt von pingo altgriechisch πηκτή Femininum von πηκτός Άγνωστης ετυμολογογίας είναι το πιττάκιον (σημείωμα, πινακάκι όπου γράφουμε, απόδειξη)


πιτζάμα

πιτζάμα italienisch pigiama englisch pyjamas ούρντου پایجامه (pāyjāma) / χίντι पैजामा (payjāmā) persisch پاجامه (pāyjāma) / پایجامه (pājāma)


πιτσιρίκος

πιτσιρίκος italienisch piccirillo + -ίκος [1]


πιτσούνι

πιτσούνι italienisch piccione lateinisch pipionem, Akkusativ von pipio indoeuropäisch (Wurzel) *pip- (κελαηδώ, τιτιβίζω)


πίφερο

πίφερο italienisch fiffaro (ή και piffero) deutsch Pfeife (πίπα) lateinisch pipare (κάνω οξύ, ψηλό ήχο, τιτιβίζω)


ποζάρω

ποζάρω italienisch posare


πολιτοφυλακή

πολιτοφυλακή πολίτης + -ο- + φυλακή ((Lehnübersetzung) italienisch guardia civica[1] [2]


πολυθρόνα

πολυθρόνα italienisch poltrona, Femininum von poltrone poltro das Wort συνδέθηκε παρετυμολογικά με τις λέξεις πολύς και θρόνος, κάτι που ερμηνεύει την καθιερωμένη γραφή της


πορσελάνη

πορσελάνη italienisch porcellana (πιθανόν μετατράπηκε σε θηλυκό με την επίδραση του γαλλικού porcelaine)


πορτιέρης

πορτιέρης italienisch portiere + -ης


πορτοκάλι

πορτοκάλι italienisch portogallo Portogallo[1] proto-französisch Portugal (Πορτογαλία)


πορτοφόλι

πορτοφόλι italienisch portafoglio ("χαρτοφύλακας"), πληθυντικός: portafogli που θεωρήθηκε ουδέτερο ενικό με αφομοίωση των [o, a, o] > [o, o, o][1] (συγγενής με τη französisch portefeuille) portare lateinisch ρήμα portāre ("να φέρει") + foglio λατινικά folium ("φύλλο")[2]


πόστα

πόστα italienisch posta posita


ποστάλι

ποστάλι italienisch postale + -ι


ποστίς

ποστίς französisch postiche italienisch posticcio lateinisch appositus, Passiv Perfekt von appono pono (βάζω, θέτω)


πουνέντες

πουνέντες italienisch ponente + -ς με τροπή [o] > [u][1]


πούντα

πούντα παλαιά italienisch punta[1] lateinisch punctus


πουντιάζω

πουντιάζω πούντα italienisch punta


πουργκατόριο

πουργκατόριο italienisch purgatorio lateinisch purgatorium purgatorius purgo purus + ago


πουρές

πουρές italienisch purè


πούρο

πούρο von italienisch φράση: "puro tabacco di Havana" (καθαρός καπνός Αβάνας) spanisch puro (αγνός, καθαρός)


πουτάνα

πουτάνα italienisch puttana lateinisch putta (πόρνη) puta (κορίτσι) puer proto-indogermanisch *pu-


πουταναριό

πουταναριό πουτάνα + -αριό italienisch puttana lateinisch putta (πόρνη) puta (κορίτσι) puer indoeuropäisch (Wurzel) *pu-


πράκτορας

πράκτορας altgriechisch πράκτωρ ((Lehnübersetzung) italienisch agente)


πρακτορείο

πρακτορείο πράκτορας + -είο ((Lehnübersetzung) italienisch agenzia)


πρασινοσκούφης

πρασινοσκούφης πράσινος + -ο- + σκούφος + -ης mittelgriechisch σκούφια / σκουφία italienisch scuffia cuffia lateinisch cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) φραγκικά *kuf(f)ja ‎(κόμμωση) πρωτογερμανικά *kupjō ‎(κουκούλα, σκούφος)


πρεμούρα

πρεμούρα italienisch premura premere lateinisch premere, απαρέμφατο τού premo indoeuropäisch (Wurzel) *per- (χτυπώ)


πρέσα

πρέσα italienisch pressa französisch presse presser lateinisch presso, θαμιστικό τού premo indoeuropäisch (Wurzel) *per- (χτυπώ)


πριγκιπάτο

πριγκιπάτο mittelgriechisch πριγκιπάτον italienisch principato lateinisch principatus princeps primus + capio


πρόβα

πρόβα italienisch prova provare lateinisch probare (τεστάρω) probus (καλός, ενάρετος)


προβοκάτσια

προβοκάτσια ρωσική провокация (provokácija) lateinisch provocatio provocatus, Passiv Perfekt von provoco voco proto-italienisch *wōks indoeuropäisch (Wurzel) *wṓkʷs (φωνή) *wekʷ- (μιλώ)


πρόζα

πρόζα italienisch prosa


προλετάριος

προλετάριος italienisch proletario lateinisch proletarius proles (απόγονος)


ραδίκι

ραδίκι mittelgriechisch ραδίκι italienisch radicchi, Mehrzahl von radicchio lateinisch radicula (ριζούλα) radix indoeuropäisch (Wurzel) *wréh₂ds (πβ. altgriechisch ῥάδιξ=κλαδί)


ραδιοκασετόφωνο

ραδιοκασετόφωνο ράδιο + -ο- + κασετόφωνο κασέτα ( italienisch cassetta cassa + -etta lateinisch capsa capio proto-italienisch *kapjō indoeuropäisch (Wurzel) *kh₂pi-) + -ο- + φωνή + -ο


ραμολιμέντο

ραμολιμέντο italienisch rammollimento rammollire molle lateinisch mollis indoeuropäisch (Wurzel) *(h₂)moldus (μαλακός)


ράντα

Ουσιαστικό (1) italienisch renta


ραπόρτο

ραπόρτο italienisch


ράσπα

ράσπα italienisch raspa


ράτσα

ράτσα italienisch razza


ρατσισμός

ρατσισμός italienisch razzismo razza + -ismo


ρατσιστής

ρατσιστής ρατσισμός + -ιστής italienisch razzismo razza


ρεγάλο

ρεγάλο italienisch regalo, «δώρο» spanisch regalo lateinisch rex indoeuropäisch (Wurzel) *h₃rḗǵs


ρεγουλάρισμα

ρεγουλάρισμα ρεγουλάρω (θέμα αορίστου) + -μα ρέγουλα italienisch regolare regula


ρεγουλάρω

ρεγουλάρω italienisch regula + παραγωγική κατάληξη -άρω


ρεζέρβα

ρεζέρβα italienisch riserva


ρέλι

ρέλι italienisch regli, Mehrzahl von reglio


ρελιάζω

ρελιάζω ρέλι + -ιάζω italienisch regli, Mehrzahl von reglio


ρεμούλα

ρεμούλα italienisch rimula lateinisch rimula (ή αλβανικά remuj: κάνω χαμό, δημιουργώ αναστάτωση)


ρεντίκολο

ρεντίκολο italienisch ridicolo, lateinisch ridiculus ridere · von ίδια ρίζα και το γαλλικό ridicule καθώς και τα αγγλικά ridicule, ridiculous


ρεπερτόριο

ρεπερτόριο italienisch repertorio


ρεπούμπλικα

ρεπούμπλικα italienisch repubblica lateinisch res publica res + publica, Femininum von publicus


ρεπουμπλικάνος

ρεπουμπλικάνος italienisch repubblicano repubblica lateinisch res publica res + publica, Femininum von publicus populus proto-italienisch *poplos (στρατός) ((Lehnbedeutung) englisch republican)


ρεσάλτο

ρεσάλτο italienisch risalto


ρέστα

ρέστα ουδέτερο πληθ. του επίθ. ρέστος ως ουσ. italienisch resto lateinisch resto re- + sto indoeuropäisch (Wurzel) *steh₂-


ρεφάρω

ρεφάρω italienisch rifare ri- +‎ fare lateinisch facere, απαρέμφατο του facio indoeuropäisch (Wurzel) *dʰeh₁-


ριζότο

ριζότο italienisch risotto riso lateinisch Koine-Griechisch ὄρυζα


ρίμα

ρίμα italienisch rima französisch rime πρωτογερμανικά *rīmą (υπολογισμός, αριθμός) indoeuropäisch (Wurzel) *rēy- / *rī- (μετρώ, προσθέτω)


ριμαδόρος

ριμαδόρος ρίμα + -αδόρος italienisch rima französisch rime πρωτογερμανικά *rīmą (υπολογισμός, αριθμός) indoeuropäisch (Wurzel) *rēy- / *rī- (μετρώ, προσθέτω)


ρίσκο

ρίσκο italienisch rischio


ροδέλα

ροδέλα italienisch rondella


ροζέτα

ροζέτα italienisch rosett


ρόκα

ρόκα (ηλακάτη) mittelgriechisch ρόκα italienisch rocca


ρομάντζα

ρομάντζα italienisch romanza + -α (με επίδραση του επιθέτου ρομαντικός)


ρόμπα

ρόμπα italienisch roba


ροσμαρίνι

ροσμαρίνι ροσμαρί italienisch rosmarino mittellateinisch ius marinus lateinisch ros marinus



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback