Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischσαματάς türkisch şamata arabisch شماتة (šamāta)
σατέν französisch satin arabisch زيتون (zaytwn)
σαφάρι englisch safari σουαχίλι safari arabisch سفر
σεβντάς türkisch sevda arabisch سوداء (sawdāʾ: μαυρίλα, μελαγχολία), Femininum von أسود (’áswad, μαύρος) ρίζα س و د (s-w-d)
σελέμης türkisch selem arabisch سلم (selem)
σεντέφι türkisch sedef arabisch صدف (ṣadaf)
σεντούκι mittelgriechisch σεντούκιν arabisch صُنْدُوْق (ʂundūq, κουτί) [1] (βλέπε και τουρκικό sandık, σερβοκροατικό sanduk)
σεργιάνι türkisch seyran arabisch سيران (sayarān)
σερμπέτι türkisch şerbet arabisch شرب (şarbat)
σεφτές türkisch siftah arabisch إستفتاح (istiftāh)
σιίτης türkisch Şii + -ίτης arabisch شيعة (šīʿa:)
σιμίτι türkisch simit arabisch سميد (semid) altgriechisch σεμίδαλις (αντιδάνειο)
σινάφι türkisch esnaf arabisch أصناف (asnāf)
σιρόκος italienisch scirocco arabisch شرقي (sharqī, ανατολή)
σιρόπι mittelgriechisch σιρόπιον italienisch sciroppi, Mehrzahl von sciroppo mittellateinisch siruppus / syrupus arabisch شراب (šarāb, ποτό) شرب (šáriba, πίνω)
σκάκι italienisch scacco arabisch شاه (shah) persisch شاه (shah, βασιλιάς)
σοκάκι türkisch sokak arabisch زقاق (zuqāq)
σοροκάδα σορόκος + -άδα σιρόκος italienisch scirocco arabisch شرقي (sharqī· ανατολή)
σουλούπι türkisch üslûp / üslup arabisch أسلوب (uslūb)
σουλτάνος türkisch sultan arabisch سلطان (sulṭān, ηγεμόνας) aramäisch שולטנא (šulṭānā: ισχύς, εξουσία)
σούνα arabisch سنة (súnna)
σουνέτι türkisch sünnet arabisch سنة (sunna)
σουράτα arabisch سورة (sūraʰ)
σουσάμι Koine-Griechisch σησάμιον altgriechisch σήσαμον aramäisch שושמא (šūššmā) שומשומא (šumššumā) akkadisch (šamaššammū) (šaman: λάδι) + (šammu: δέντρο)[1]. Κατ' άλλη άποψη[2] von türkisch susam arabisch سمسم (simsim), συγGenitivς προέλευσης με την ελληνική σήσαμον
σοφάς türkisch sofa arabisch صفة (súffa)
στράφι türkisch israf (σπατάλη) arabisch إسراف (isrāf, άσωτος)
ταμάμ türkisch tamam arabisch تمام (tamām, εντελώς)
ταμπάκης türkisch tabak arabisch دباغ (dabbāg̠ẖ)
ταμπουράς mittelgriechisch ταμπουράς türkisch tambura arabisch طنبور (ṭanbūr)
ταξίμι türkisch taksim arabisch تقسيم (taksīm, διαίρεση)
τάπια türkisch tabya arabisch تعبئة (ta'bya)
τάρα italienisch tara arabisch طرح (ṭarḥ: σκουπίδι, απόρριμμα) ρίζα ط ر ح (ṭ-r-ḥ)
ταρσανάς türkisch tersane venezianisch tersanà arabisch دار الصناعة (ar) دار (ar) (dār: σπίτι) + صناعة (ar) (ṣināʿa: τέχνη, ικανότητα, επιτηδειότητα)
τάσι türkisch tas arabisch طاس (tās) persisch طاس (tās: γαβάθα)
ταχίνι türkisch tahin arabisch طحينة (ṭaḥīna)
τεκές türkisch tekke arabisch تكية (takya) (persisch تكیه)
τεμενάς türkisch temenna arabisch تمن (tamannā)
τέντζερης türkisch tencere osmanisch türkisch تنجره arabisch طنجرة (ṭanjara) persisch تنگیره (tangira)
τερτίπι türkisch tertip arabisch ترتيب (tartib, τακτοποίηση)
τεφαρίκι türkisch tefarik arabisch تفرج (tafarruj) فرج (farj)
τεφτέρι türkisch defter arabisch دفتر (daftar) aramäisch דהפתּיר (defter) altgriechisch διφθέρα (αντιδάνειο)
τζαμί türkisch cami arabisch جامع (cāmi)
τζάμπα türkisch çaba arabisch (διάλεκτος) جبا (jabāˀ, δωρεάν) (επίσης, είδος φόρου)
τζάντζαλο mittelgriechisch τζάντζαλον (κουρέλι) τζάντζαλος (κουρελιάρης) πιθανόν arabisch προέλευσης [djali] (αυτός που βγάζει τα ρούχα του, αναιδής, αναίσχυντος) με επανάληψη της πρώτης συλλαβής.[1] Δείτε την arabisch ρίζα د ج ل (d-j-l).
τζερεμές türkisch cereme arabisch غرامة (ghrama, πρόστιμο)
τζίνι türkisch cin arabisch جِنّ (jinn) جِنِّيّ (jinniyy) جن (junnī) ρίζα ج ن ن (j-n-n)
τζίφρα venezianisch zifra arabisch صِفْر (ʂifr)
τσαμπουκάς türkisch çabuka (που τον έχουν καταδικάσει ξανά) sabıka (κι άλλη καταδίκη) ( sabık (προηγούμενος) arabisch سابق (sābik: προηγούμενος)
τσεκ englisch cheque exchequer παλαιά französisch eschequier eschec mittellateinisch scaccus arabisch شاه (šāh) persisch شاه (šâh: βασιλιάς)
τσέπη türkisch cep arabisch جيب (jayb)
τσουράπι türkisch çorap arabisch جورب (cūrāb, κάλτσα)
φάκα türkisch fak arabisch فخ (fak)
φαρί mittelgriechisch φαρίν arabisch فرس (faras, άλογο) ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)
φαρφουρί türkisch fağfur osmanisch türkisch فغفور (fağfûr) persisch فغفور (fagh-foor) απ' όπου فغفوری (fağfuri, κινεζική πορσελάνη) σογδιανή βγpwr[1] παλαιά ιρανική *baga-puθra- (υιός του θεού), πιθανό Lehnübersetzung του κινεζικού 天子 (tiānzǐμ ο γιος του ουρανού), τίτλου των αυτοκρατόρων της Κίνας Ή κατ' άλλη άποψη, πιθανό αντιδάνειο türkisch firfiri (ανοιχτό κόκκινο), ίσως arabisch προέλευσης [δείτε και τουρκικά firfir (πλουμίδι, φραμπαλάς)] altgriechisch πορφύρα[2][3]
φιστίκι türkisch fıstık osmanisch türkisch فستق (fıstık) arabisch فستق (fustuq) ή persisch فستق (fostoq, fostaq)
φιστικιά Koine-Griechisch πιστάκιον από persisch λέξη (ίσως pistah) με επίδραση του τουρκικού fıstık από arabisch προφορά πιθανόν της ίδιας λέξης με την persisch
φιτίλι mittelgriechisch φιτίλιν türkisch fitil arabisch فتيل (fatīl)
φλιτζάνι türkisch filcan (διάλεκτος), fincan (/finˈʤan/) με μετάθεση του [i] και [l] arabisch فنجان (finjān) persisch پنگان (pengān)[1] (συγGenitivς του αρχαιοελληνικού πίναξ).
φουκαράς türkisch fukara arabisch فقراء (fuḳara), Mehrzahl von فقير (faḳīr: φακίρης, με άλλη έννοια στα ελληνικά)
φούλι türkisch fulya arabisch 1. فل (full: αραβικό γιασεμί), 2. فول (fūl, κουκί)
χαβαλέ türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
χαβαλεδιάζω χαβαλές türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
χαβαλές χαβαλέ türkisch havale (μεταφορά, μετάθεση) arabisch حوالة (hawāla: ανταλλαγή, επιταγή)
χαβάς türkisch hava (αέρας, καιρός και μελωδικός σκοπός) arabisch هواء (hawaa)
χαβούζα türkisch havuz arabisch حوض (hawḍ, δεξαμενή)
χαγιάτι türkisch hayat (ζωή· πβ. αγγλικά living room) arabisch حياة (ħayāh) ρίζα ح ي و (ḥ-y-w)
χάζι türkisch haz (απόλαυση) arabisch حظ (hazz)
χαϊβάνι türkisch hayvan arabisch حيوان (hayawān) ή χαβάνι von οποίο και η λέξη «άβαν» στο βορειοελλαδικό σλαβικό ιδίωμα με αποκοπή του Χι και πτώση της ελληνικής κατάληξης
χαϊμαλί türkisch hamaylı arabisch حمائل (hamail)
χαΐρι türkisch hayιr + -ι arabisch خَيْر (khayr, αγαθοεργία, καλοσύνη)[1]
χαλάλι türkisch halal (ιδιωματικό) / helal arabisch حلال (halâl)
χαλάουα englisch halawa arabisch حلاوة (ḥalāwa, χαλβάς) حلوى حلو (ḥulw: γλυκός, γλύκα)
χαλβάς türkisch helva arabisch حلوى (ḥalwā)
χαλές albanisch halë türkisch halâ οθωμανικά τουρκικά خلا arabisch خلاء (xalā')
χάλι türkisch hâl arabisch حال (hāl)
χαλκάς türkisch halka arabisch حلقة (ḥalqa/ḥalaqa) (μεταλλικός κρίκος ή δαχτυλίδι).[1]
χαμάλης türkisch hamal arabisch حمّال (hammāl)
χαμάμ türkisch hamam arabisch حمّام (ḥammām: ζεστό νερό, χαμάμ) ρίζα ح م م (ḥ-m-m: ζεστός)
χαμπάρι türkisch haber osmanisch türkisch خبر arabisch خبر (xábar: γνωρίζω καλά, γνώση, είδηση) ρίζα خ ب ر (ḵ-b-r)
χαντάκι mittelgriechisch χαντάκιον arabisch خندق (khandaq, τάφρος) αρχαία persisch kandak
χάντρα mittelgriechisch χάντρα πιθανότατα προέλευσης von arabisch
χάπι türkisch hap + -ι arabisch habb حب
χαράμι türkisch haram + -ι arabisch حرام (Harām: απαγορευμένο, η παράβαση ή το έγκλημα - ιδίως με όρους θρησκευτικούς και ηθικούς)
χαράτσι mittelgriechisch χαράτσι türkisch haraç arabisch خراج (kharāj) συριακή altgriechisch χορηγία (αντιδάνειο)
χαρέμι türkisch harem arabisch حرم (ḥaram)
χαρούπι türkisch harup arabisch خرّوب (χarrūb)
χαρτζιλίκι türkisch harçlık arabisch خرج (kharj, δαπάνη)
χασάπης türkisch kasap arabisch قصاب (qaṣṣāb) aramäisch קצבא / ܩܰܨܳܒܳܐ (qaṣṣābā)
χασικλής χασί(ς) + κ + -λής κατά το θεριακλ-ής: χασικλ- + -ής[1] türkisch haşiş arabisch حشيش (ḥašīš)
χασίς türkisch haşiş arabisch حَشِيش (ḥašīš, χόρτο, πόα)
χατίρι türkisch hatır "χάρη" arabisch خاطر (χātir)
χαφιές türkisch hafiye arabisch خفي (χafīyat)
χένα von englisch λέξη henna ή από τη französisch henné von arabisch λέξη الحناء (Aussprache al-ḥinnā´)
χημεία französisch chimie alchimie mittellateinisch alchemia arabisch ال (al, “άρθρο”) + كيمياء (kīmiyā’) Koine-Griechisch χυμεία altgriechisch χῦμα χέω, με συμφυρμό εννοιών από τις λέξεις χημία και Χημία (αντιδάνειο)
χουζουρεύω χουζούρ(ι) + -εύω türkisch huzur + -ούρι arabisch حضور (ḥuḍūr)
χουζούρι türkisch huzur (ξεκούραση) + -ι arabisch حضور (ḥuḍūr)
Ντουμπάι arabisch دبي (ντουμπάι) άγνωστης ετυμολογίας
Γιβραλτάρ französisch Gibraltar arabisch جَبَل طَارِق (jabal ṭāriq: βουνό του Ταρίκ)
Μαγκρέμπ arabisch مغرب (maghrib, Δύση) غرب (ḡaraba, κατεβαίνω)
Μαρόκο italienisch Marocco arabisch Marakh, παραφθορά του ονόματος Marrakeš, von πόλη (Μαρακές) που ήταν κάποτε πρωτεύουσα του κράτους
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.