Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischσπέρνω mittelgriechisch σπέρνω altgriechisch σπείρω proto-griechisch *spéřřō proto-indogermanisch *sper-[1] (σπέρνω, διασπείρω, σκορπίζω)
πρόπερσι mittelgriechisch πρόπερσι altgriechisch προπέρυσι πρό + πέρυσι
όσπριο altgriechisch ὄσπριον
απόγονος altgriechisch ἀπόγονος. Συγχρονικά αναλύεται σε από- + -γονος.
τόκος altgriechisch τόκος (γέννηση) τοκ- τεκ- (von οποίο προέρχεται και το τίκτω)
ξεφτέρι mittelgriechisch ξεφτέριν ξυπτέριν ἐξυπτέριον Koine-Griechisch ὀξυπτέριον (για το γεράκι και την ταχύτητά του)[1] altgriechisch ὠκύπτερος ὀξύς, ὠκύς + πτέρυξ indoeuropäischς αρχής, όπως και η συγγενής lateinisch λέξη accipiter (με αιχμηρά φτερά)[2]
δριμύς altgriechisch δριμύς
διδάσκω altgriechisch διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)
αναστήλωση Koine-Griechisch ἀναστήλωσις ἀνά + altgriechisch στήλη
τετράκις altgriechisch τετράκις
πανηγυρικός altgriechisch
θέτω mittelgriechisch θέτω altgriechisch τίθημι (αόριστος έθεσα)
άγουσα altgriechisch ἄγουσα, Femininum von ἄγων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄγω
σύρραξη altgriechisch σύρραξις συρράττω / συρράσσω ῥάττω / ῥάσσω
μετόπη Koine-Griechisch μετόπη μετά + altgriechisch ὀπή
διαίσθηση Koine-Griechisch διαίσθησις altgriechisch διαισθάνομαι διά + αἰσθάνομαι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ewisd- *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ) ((Lehnbedeutung) französisch intuition)
δεκάτη altgriechisch δεκάτη
ρινίτιδα Katharevousa ρινίτις (entlehnt aus) neulateinisch rhinitis altgriechisch ῥίς ("μύτη")[1]
πραγματεία altgriechisch πραγματεία
ξένον englisch xenon ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου des altgriechischen ελληνικού επιθέτου ξένος
θεραπευτικός altgriechisch θεραπευτικός
υπονόμευση υπονομεύω + -ση Koine-Griechisch ὑπονομεύω altgriechisch ὑπόνομος ὑπονέμομαι ὑπό + νέμω
προσωπείο altgriechisch προσωπεῖον πρόσωπον (4. (Lehnbedeutung) französisch masque)
διάβημα Koine-Griechisch διάβημα altgriechisch διαβαίνω διά + βαίνω ((Lehnbedeutung) französisch démarche)
χιονίζει altgriechisch χιονίζει, τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος χιονίζω χιών
τροχοπέδη Koine-Griechisch τροχοπέδη altgriechisch τροχός ( τρέχω) + πέδη (2. (Lehnbedeutung) französisch frein)
εξιδανικεύω εξ- + ιδανικεύω ιδανικό + -εύω ιδανικός Koine-Griechisch ἰδανικός altgriechisch ἰδέα ἰδεῖν εἶδον εἴδω indoeuropäisch (Wurzel) *weyd- (βλέπω, γνωρίζω) ((Lehnübersetzung) französisch idéaliser)
εντορμία εν- + altgriechisch τόρμος + -ία
δραματουργός altgriechisch δραματουργός δρᾶμα + -ουργός ( ἔργον)
χλιδή altgriechisch χλιδή
φαΐ mittelgriechisch φαγί το φαγεῖν altgriechisch φαγεῖν, απαρέμφατο του ἔφαγον
όμοιος altgriechisch ὅμοιος
έγκατα altgriechisch ἔγκατα (εντόσθια, σωθικά), αβέβαιου ετύμου
διψώ altgriechisch διψάω / διψώω / διψέω / διψῶ δίψα vorhellenistisch
ψώνιο mittelgriechisch ψώνι(ν) Koine-Griechisch ὀψώνιον altgriechisch ὀψώνης ὄψον + ὠνέομαι
βελόνη altgriechisch βελόνη βέλος indoeuropäisch (Wurzel) *gʷelos
ασάφεια altgriechisch ἀσάφεια ἀσαφής ἀ- στερητικό + σαφής
ερωτικός altgriechisch ἐρωτικός
επιτέλεση altgriechisch ἐπιτέλεσις ἐπιτελέω / ἐπιτελῶ ἐπί + τελέω / τελῶ
διασυρμός Koine-Griechisch altgriechisch διασύρω
ύστερο altgriechisch ὕστερον
ορθοστάτης altgriechisch ὀρθοστάτης
ευφυής altgriechisch εὐφυής
τοξίνη (entlehnt aus) französisch toxine toxique lateinisch toxicum altgriechisch τοξικόν, Maskulinum von τοξικός τόξον (Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά von οργανικό χημικό Λούντβιχ Μπρίγκε: 1849–1919)
ράβδος altgriechisch ῥάβδος
πλέω altgriechisch πλέω
παιδαγωγία altgriechisch παιδαγωγία παιδαγωγός παῖς + ἄγω
καπνίζω altgriechisch καπνός
αναλλοίωτος altgriechisch ἀναλλοίωτος ἀλλοιόω / ἀλλοιῶ ἄλλος proto-griechisch *áľľos proto-indogermanisch *h₂élyos *h₂el- (άλλος) (& (Lehnbedeutung) französisch inaltérable)
ρεβίθι mittelgriechisch *ρεβίθι/ροβίθι Koine-Griechisch ἐρεβίνθιον altgriechisch ἐρέβινθος
καμίνι mittelgriechisch καμίνι(ν) Koine-Griechisch καμίνιον, υποκοριστικό του altgriechisch κάμινος
θαυμαστής altgriechisch
ζαρκάδι mittelgriechisch ζαρκάδι ζορκάδιον altgriechisch ζορκάς / δορκάς proto-indogermanisch *yorkos[1] (ζαρκάδι)
επήρεια (λόγιο) altgriechisch ἐπήρεια ("προσβλητική μεταχείριση ή συμπεριφορά") με ελληνιστική σημασία "πείραγμα από δαίμονα" με παρανάγνωση του ελληνιστικού ἐπίρροια (αρχαίο ἐπιρροή "εισροή υγρού") - (Lehnbedeutung) französisch influence[1]
άχρηστος altgriechisch ἄχρηστος ἀ- στερητικό + altgriechisch χρηστός αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια δύσχρηστος, εύχρηστος, κοινόχρηστος)
προάγγελος Koine-Griechisch προάγγελος altgriechisch προαγγέλλω πρό + ἀγγέλλω
ομοφωνία altgriechisch ὁμοφωνία ὁμός + φωνή
κανάτα mittelgriechisch κανάτα mittellateinisch cannata lateinisch canna altgriechisch κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) akkadisch ???? (qanû: καλάμι) sumerisch ???????? (gi.na)
διακριτικός altgriechisch διακρίνω
άραγες μονοτονική γραφή του: ἆραγες altgriechisch ἆρά γε
αναστενάζω altgriechisch ἀναστενάζω
άμαξα altgriechisch ἅμαξα
νηστεύω altgriechisch νηστεύω
ευφορία altgriechisch εὐφορία
απογαλακτισμός altgriechisch ἀπογαλακτισμός απο- + γάλακτος + -ισμός
ψυχοσάββατο ψυχο- + Σάββατο[1] ( altgriechisch σάββατον hebräisch שבת šabbāṯ)
πάγκρεας altgriechisch πάγκρεας
εύελπις altgriechisch εὔελπις εὖ + ἐλπίς
έκτρωση altgriechisch ἔκτρωσις
ζεύξη altgriechisch ζεῦξις ζεύγνυμι
σύγκλητος altgriechisch σύγκλητος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ναυαγός (λόγιο) altgriechisch ναυαγός[1]
λυγίζω altgriechisch λυγίζω
χαλκείο altgriechisch χαλκεῖον
σηκώνω mittelgriechisch σηκώνω altgriechisch σηκῶ (ζυγίζω σε ζυγαριά βάζοντας και βγάζοντας βαρίδια έτσι ώστε να σηκωθεί το ένα μέρος και να φτάσει στο ίδιο επίπεδο με το άλλο)
άφοβος altgriechisch ἄφοβος,ος,ον
εγκόλπιο απόδοση στο μονοτονικό της λέξης: ἐγκόλπιο ἐγκόλπιον altgriechisch ἐγκόλπιος
αρραβώνας altgriechisch ἀρραβών
πενία altgriechisch πενία
μύρτος (λόγιο) altgriechisch μύρτος (Femininum). siehe auch η μυρτιά, και το ουδέτερο το μύρτο
επίθεμα Koine-Griechisch ἐπίθεμα altgriechisch ἐπιτίθημι (τοποθετώ επάνω)
πένης altgriechisch πένης πένομαι
βόμβος altgriechisch (ονοματοποιία)
πομπός altgriechisch πομπός
κροκόδειλος (λόγιο) altgriechisch κροκόδιλος (σαύρα), με ελληνιστική ορθογραφία με ει >.[1] Δείτε κρόκη (χαλίκι ή βότσαλο) και δρῖλος "σκουλήκι ή είδος σαύρας". Λόγω του ότι το φολιδωτό δέρμα του ερπετού μοιάζει με παραποτάμια βότσαλα (στρόγγυλες μικρές πέτρες)
ερμηνεύω altgriechisch ἑρμηνεύω ἑρμηνεύς Ἑρμῆς
έρμαιο απόδοση στο μονοτονικό της λέξης ἕρμαιο altgriechisch ἕρμαιον Ερμής
γήρας altgriechisch γῆρας
βόθρος altgriechisch βόθρος
τοπογράφος (entlehnt aus) französisch topographe ( topographie) Koine-Griechisch τοπογράφος (τοπογραφία) altgriechisch τόπ(ος) + -ο- + -γράφος (-graphe)
χλώριο (αντιδάνειο) Katharevousa χλώριον französisch chlore altgriechisch χλωρός (λόγω του κιτρινοπράσινου χρώματος του)
συμβολαιογράφος Koine-Griechisch συμβολαιογράφος altgriechisch συμβόλαι(ον) + -ο- + -λόγος
περιφορά altgriechisch περιφορά περιφέρω
οδοποιία altgriechisch ὁδοποιία ὁδός + -ποιία
βάλσαμο altgriechisch βάλσαμον
μελαμίνη deutsch Melamin altgriechisch μέλας + Amin (αμίνη)
άτολμος altgriechisch ἄτολμος ἀ- + τόλμη
εξολοθρευτής Koine-Griechisch ἐξολοθρευτής ἐξολοθρεύω altgriechisch ἐξολεθρεύω ἐξ + ὀλεθρεύω ὄλεθρος
γάμα altgriechisch γάμμα protosinaitisch *gamal (καμήλα)
προμηνύω (λόγιο) altgriechisch προμηνύω (προλέγω)
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.