πλέω Verb  [pleo, plew]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu πλέω

πλέω altgriechisch πλέω


GriechischDeutsch
Θέλω να μάθω να πλέω.Ich würde ja gern segeln lernen.

Übersetzung nicht bestätigt

Αλλά με αηδιάζει που πλέω μαζί με εσάς τους αχρείους.Aber es widert mich an, mit Burschen wie euch zu segeln.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu πλέω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλέωπλέουμε, πλέομε
πλέειςπλέετε
πλέειπλέουν(ε)
Imper
fekt
έπλεαπλέαμε
έπλεεςπλέατε
έπλεεέπλεαν, πλέαν(ε)
Aoristέπλευσαπλεύσαμε
έπλευσεςπλεύσατε
έπλευσεέπλευσαν, πλεύσαν(ε)
Per
fekt
έχω πλεύσειέχουμε πλεύσει
έχεις πλεύσειέχετε πλεύσει
έχει πλεύσειέχουν πλεύσει
Plu
per
fekt
είχα πλεύσειείχαμε πλεύσει
είχες πλεύσειείχατε πλεύσει
είχε πλεύσειείχαν πλεύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλέωθα πλέουμε, θα πλέομε
θα πλέειςθα πλέετε
θα πλέειθα πλέουν(ε)
Fut
ur
θα πλεύσωθα πλεύσουμε, θα πλεύσομε
θα πλεύσειςθα πλεύσετε
θα πλεύσειθα πλεύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλεύσειθα έχουμε πλεύσει
θα έχεις πλεύσειθα έχετε πλεύσει
θα έχει πλεύσειθα έχουν πλεύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλέωνα πλέουμε, να πλέομε
να πλέειςνα πλέετε
να πλέεινα πλέουν(ε)
Aoristνα πλεύσωνα πλεύσουμε, να πλεύσομε
να πλεύσειςνα πλεύσετε
να πλεύσεινα πλεύσουν(ε)
Perfνα έχω πλεύσεινα έχουμε πλεύσει
να έχεις πλεύσεινα έχετε πλεύσει
να έχει πλεύσεινα έχουν πλεύσει
Imper
ativ
Presπλέεπλέετε
Aoristπλεύσεπλεύσετε, πλεύστε
Part
izip
Presπλέοντας
Perfέχοντας πλεύσει
InfinAoristπλεύσει





Icon tools.svgDieser Eintrag oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Hilf bitte mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung.

Folgendes ist zu überarbeiten: einige Bedeutungen sind identisch; die Nummern prüfen






Griechische Definition zu πλέω

πλέω [pléo] Ρ αόρ. έπλευσα, απαρέμφ. πλεύσει : 1α. (για άνθρ.) κινούμαι, ταξιδεύω με πλωτό μέσο, με σκάφος στη θάλασσα, σε λίμνη, σε ποτάμι: πλέω στο ανοιχτό πέλαγος / κοντά στις ακτές / κατά μήκος του ποταμού. Πλέουμε προς το λιμάνι / δυτικά της Kρήτης. Πλέαμε στα ανοιχτά, όταν ξέσπασε τρικυμία. β. (για σκάφος) κινούμαι, ταξιδεύω στη θάλασσα, σε λίμνη, σε ποτάμι: Tα πολεμικά πλοία πήραν εντολή να πλεύσουν κατά του εχθρικού στόλου. Tο καράβι έπλεε ολόφωτο μέσα στη νύχτα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback