schwimmen
 Verb

κολυμπώ Verb
(18)
λούζω Verb
(0)
πλέω Verb
(0)
επιπλέω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Sagen wir, dass es mit 3 km/h fließt und ich mit 4 km/h schwimmen kann, dann kann ich schneller als der Strom schwimmen und leicht wieder herauskommenΑς φανταστούμε ότι ρέει με 3 χιλιόμετρα ανά ώρα και εγώ μπορώ να κολυμπήσω με 4, έτσι κολυμπώ ταχύτερα από τη ροή και μπορώ εύκολα να δραπετεύσω

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κολυμπάω, κολυμπώκολυμπάμε, κολυμπούμε
κολυμπάςκολυμπάτε
κολυμπάει, κολυμπάκολυμπάν(ε), κολυμπούν(ε)
Imper
fekt
κολυμπούσα, κολύμπαγακολυμπούσαμε, κολυμπάγαμε
κολυμπούσες, κολύμπαγεςκολυμπούσατε, κολυμπάγατε
κολυμπούσε, κολύμπαγεκολυμπούσαν(ε), κολύμπαγαν, κολυμπάγανε
Aoristκολύμπησακολυμπήσαμε
κολύμπησεςκολυμπήσατε
κολύμπησεκολύμπησαν, κολυμπήσαν(ε)
Perf
ekt
έχω κολυμπήσειέχουμε κολυμπήσει
έχεις κολυμπήσειέχετε κολυμπήσει
έχει κολυμπήσειέχουν κολυμπήσει
Plu
perf
ekt
είχα κολυμπήσειείχαμε κολυμπήσει
είχες κολυμπήσειείχατε κολυμπήσει
είχε κολυμπήσειείχαν κολυμπήσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κολυμπάω, θα κολυμπώθα κολυμπάμε, θα κολυμπούμε
θα κολυμπάςθα κολυμπάτε
θα κολυμπάει, θα κολυμπάθα κολυμπάν(ε), θα κολυμπούν(ε)
Fut
ur
θα κολυμπήσωθα κολυμπήσουμε, θα κολυμπήσομε
θα κολυμπήσειςθα κολυμπήσετε
θα κολυμπήσειθα κολυμπήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κολυμπήσειθα έχουμε κολυμπήσει
θα έχεις κολυμπήσειθα έχετε κολυμπήσει
θα έχει κολυμπήσειθα έχουν κολυμπήσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κολυμπάω, να κολυμπώνα κολυμπάμε, να κολυμπούμε
να κολυμπάςνα κολυμπάτε
να κολυμπάει, να κολυμπάνα κολυμπάν(ε), να κολυμπούν(ε)
Aoristνα κολυμπήσωνα κολυμπήσουμε, να κολυμπήσομε
να κολυμπήσειςνα κολυμπήσετε
να κολυμπήσεινα κολυμπήσουν(ε)
Perfνα έχω κολυμπήσεινα έχουμε κολυμπήσει
να έχεις κολυμπήσεινα έχετε κολυμπήσει
να έχει κολυμπήσεινα έχουν κολυμπήσει
Imper
ativ
Presκολύμπα, κολύμπαγεκολυμπάτε
Aoristκολύμπησε, κολύμπακολυμπήστε
Part
izip
Presκολυμπώντας
Perfέχοντας κολυμπήσει
InfinAoristκολυμπήσει



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λούζωλούζουμε, λούζομελούζομαιλουζόμαστε
λούζειςλούζετελούζεσαιλούζεστε, λουζόσαστε
λούζειλούζουν(ε)λούζεταιλούζονται
Imper
fekt
έλουζαλούζαμελουζόμουν(α)λουζόμαστε, λουζόμασταν
έλουζεςλούζατελουζόσουν(α)λουζόσαστε, λουζόσασταν
έλουζεέλουζαν, λούζαν(ε)λουζόταν(ε)λούζονταν, λουζόντανε, λουζόντουσαν
Aoristέλουσαλούσαμελούστηκαλουστήκαμε
έλουσεςλούσατελούστηκεςλουστήκατε
έλουσεέλουσαν, λούσαν(ε)λούστηκελούστηκαν, λουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω λούσει
έχω λουσμένο
έχουμε λούσει
έχουμε λουσμένο
έχω λουστεί
είμαι λουσμένος, -η
έχουμε λουστεί
είμαστε λουσμένοι, -ες
έχεις λούσει
έχεις λουσμένο
έχετε λούσει
έχετε λουσμένο
έχεις λουστεί
είσαι λουσμένος, -η
έχετε λουστεί
είστε λουσμένοι, -ες
έχει λούσει
έχει λουσμένο
έχουν λούσει
έχουν λουσμένο
έχει λουστεί
είναι λουσμένος, -η, -ο
έχουν λουστεί
είναι λουσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα λούσει
είχα λουσμένο
είχαμε λούσει
είχαμε λουσμένο
είχα λουστεί
ήμουν λουσμένος, -η
είχαμε λουστεί
ήμαστε λουσμένοι, -ες
είχες λούσει
είχες λουσμένο
είχατε λούσει
είχατε λουσμένο
είχες λουστεί
ήσουν λουσμένος, -η
είχατε λουστεί
ήσαστε λουσμένοι, -ες
είχε λούσει
είχε λουσμένο
είχαν λούσει
είχαν λουσμένο
είχε λουστεί
ήταν λουσμένος, -η, -ο
είχαν λουστεί
ήταν λουσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λούζωθα λούζουμε, θα λούζομεθα λούζομαιθα λουζόμαστε
θα λούζειςθα λούζετεθα λούζεσαιθα λούζεστε, θα λουζόσαστε
θα λούζειθα λούζουν(ε)θα λούζεταιθα λούζονται
Fut
ur
θα λούσωθα λούσουμε, θα λούζομεθα λουστώθα λουστούμε
θα λούσειςθα λούσετεθα λουστείςθα λουστείτε
θα λούσειθα λούσουν(ε)θα λουστείθα λουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λούσει
θα έχω λουσμένο
θα έχουμε λούσει
θα έχουμε λουσμένο
θα έχω λουστεί
θα είμαι λουσμένος, -η
θα έχουμε λουστεί
θα είμαστε λουσμένοι, -ες
θα έχεις λούσει
θα έχεις λουσμένο
θα έχετε λούσει
θα έχετε λουσμένο
θα έχεις λουστεί
θα είσαι λουσμένος, -η
θα έχετε λουστεί
θα είστε λουσμένοι, -ες
θα έχει λούσει
θα έχει λουσμένο
θα έχουν λούσει
θα έχουν λουσμένο
θα έχει λουστεί
θα είναι λουσμένος, -η, -ο
θα έχουν λουστεί
θα είναι λουσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λούζωνα λούζουμε, να λούζομενα λούζομαινα λουζόμαστε
να λούζειςνα λούζετενα λούζεσαινα λούζεστε, να λουζόσαστε
να λούζεινα λούζουν(ε)να λούζεταινα λούζονται
Aoristνα λούσωνα λούσουμε, να λούσομενα λουστώνα λουστούμε
να λούσειςνα λούσετενα λουστείςνα λουστείτε
να λούσεινα λούσουν(ε)να λουστείνα λουστούν(ε)
Perfνα έχω λούσει
να έχω λουσμένο
να έχουμε λούσει
να έχουμε λουσμένο
να έχω λουστεί
να είμαι λουσμένος, -η
να έχουμε λουστεί
να είμαστε λουσμένοι, -ες
να έχεις λούσει
να έχεις λουσμένο
να έχετε λούσει
να έχετε λουσμένο
να έχεις λουστεί
να είσαι λουσμένος, -η
να έχετε λουστεί
να είστε λουσμένοι, -ες
να έχει λούσει
να έχει λουσμένο
να έχουν λούσει
να έχουν λουσμένο
να έχει λουστεί
να είναι λουσμένος, -η, -ο
να έχουν λουστεί
να είναι λουσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presλούζελούζετελούζεστε
Aoristλούσελούστελούσουλουστείτε
Part
izip
Presλούζονταςλουζόμενος
Perfέχοντας λούσει, έχοντας λουσμένολουσμένος, -η, -ολουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristλούσειλουστεί



Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλέωπλέουμε, πλέομε
πλέειςπλέετε
πλέειπλέουν(ε)
Imper
fekt
έπλεαπλέαμε
έπλεεςπλέατε
έπλεεέπλεαν, πλέαν(ε)
Aoristέπλευσαπλεύσαμε
έπλευσεςπλεύσατε
έπλευσεέπλευσαν, πλεύσαν(ε)
Per
fekt
έχω πλεύσειέχουμε πλεύσει
έχεις πλεύσειέχετε πλεύσει
έχει πλεύσειέχουν πλεύσει
Plu
per
fekt
είχα πλεύσειείχαμε πλεύσει
είχες πλεύσειείχατε πλεύσει
είχε πλεύσειείχαν πλεύσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλέωθα πλέουμε, θα πλέομε
θα πλέειςθα πλέετε
θα πλέειθα πλέουν(ε)
Fut
ur
θα πλεύσωθα πλεύσουμε, θα πλεύσομε
θα πλεύσειςθα πλεύσετε
θα πλεύσειθα πλεύσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλεύσειθα έχουμε πλεύσει
θα έχεις πλεύσειθα έχετε πλεύσει
θα έχει πλεύσειθα έχουν πλεύσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλέωνα πλέουμε, να πλέομε
να πλέειςνα πλέετε
να πλέεινα πλέουν(ε)
Aoristνα πλεύσωνα πλεύσουμε, να πλεύσομε
να πλεύσειςνα πλεύσετε
να πλεύσεινα πλεύσουν(ε)
Perfνα έχω πλεύσεινα έχουμε πλεύσει
να έχεις πλεύσεινα έχετε πλεύσει
να έχει πλεύσεινα έχουν πλεύσει
Imper
ativ
Presπλέεπλέετε
Aoristπλεύσεπλεύσετε, πλεύστε
Part
izip
Presπλέοντας
Perfέχοντας πλεύσει
InfinAoristπλεύσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback