λούζω Verb  [luzo, loyzw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)

Etymologie zu λούζω

λούζω altgriechisch λούω


GriechischDeutsch
Τζίνα, εγώ μόνο λούζω μέχρι ν' αδειάσει καμια θέση.Ich weiß nicht. Ich soll nur waschen, bis ein Platz frei wird.

Übersetzung nicht bestätigt

Άρχισα να λούζω τα μαλλιά μου μόνο δύο φορές την εβδομάδα.Also ich versuche, meine Haare nur zweimal die Woche zu waschen.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu λούζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λούζωλούζουμε, λούζομελούζομαιλουζόμαστε
λούζειςλούζετελούζεσαιλούζεστε, λουζόσαστε
λούζειλούζουν(ε)λούζεταιλούζονται
Imper
fekt
έλουζαλούζαμελουζόμουν(α)λουζόμαστε, λουζόμασταν
έλουζεςλούζατελουζόσουν(α)λουζόσαστε, λουζόσασταν
έλουζεέλουζαν, λούζαν(ε)λουζόταν(ε)λούζονταν, λουζόντανε, λουζόντουσαν
Aoristέλουσαλούσαμελούστηκαλουστήκαμε
έλουσεςλούσατελούστηκεςλουστήκατε
έλουσεέλουσαν, λούσαν(ε)λούστηκελούστηκαν, λουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω λούσει
έχω λουσμένο
έχουμε λούσει
έχουμε λουσμένο
έχω λουστεί
είμαι λουσμένος, -η
έχουμε λουστεί
είμαστε λουσμένοι, -ες
έχεις λούσει
έχεις λουσμένο
έχετε λούσει
έχετε λουσμένο
έχεις λουστεί
είσαι λουσμένος, -η
έχετε λουστεί
είστε λουσμένοι, -ες
έχει λούσει
έχει λουσμένο
έχουν λούσει
έχουν λουσμένο
έχει λουστεί
είναι λουσμένος, -η, -ο
έχουν λουστεί
είναι λουσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα λούσει
είχα λουσμένο
είχαμε λούσει
είχαμε λουσμένο
είχα λουστεί
ήμουν λουσμένος, -η
είχαμε λουστεί
ήμαστε λουσμένοι, -ες
είχες λούσει
είχες λουσμένο
είχατε λούσει
είχατε λουσμένο
είχες λουστεί
ήσουν λουσμένος, -η
είχατε λουστεί
ήσαστε λουσμένοι, -ες
είχε λούσει
είχε λουσμένο
είχαν λούσει
είχαν λουσμένο
είχε λουστεί
ήταν λουσμένος, -η, -ο
είχαν λουστεί
ήταν λουσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λούζωθα λούζουμε, θα λούζομεθα λούζομαιθα λουζόμαστε
θα λούζειςθα λούζετεθα λούζεσαιθα λούζεστε, θα λουζόσαστε
θα λούζειθα λούζουν(ε)θα λούζεταιθα λούζονται
Fut
ur
θα λούσωθα λούσουμε, θα λούζομεθα λουστώθα λουστούμε
θα λούσειςθα λούσετεθα λουστείςθα λουστείτε
θα λούσειθα λούσουν(ε)θα λουστείθα λουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λούσει
θα έχω λουσμένο
θα έχουμε λούσει
θα έχουμε λουσμένο
θα έχω λουστεί
θα είμαι λουσμένος, -η
θα έχουμε λουστεί
θα είμαστε λουσμένοι, -ες
θα έχεις λούσει
θα έχεις λουσμένο
θα έχετε λούσει
θα έχετε λουσμένο
θα έχεις λουστεί
θα είσαι λουσμένος, -η
θα έχετε λουστεί
θα είστε λουσμένοι, -ες
θα έχει λούσει
θα έχει λουσμένο
θα έχουν λούσει
θα έχουν λουσμένο
θα έχει λουστεί
θα είναι λουσμένος, -η, -ο
θα έχουν λουστεί
θα είναι λουσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λούζωνα λούζουμε, να λούζομενα λούζομαινα λουζόμαστε
να λούζειςνα λούζετενα λούζεσαινα λούζεστε, να λουζόσαστε
να λούζεινα λούζουν(ε)να λούζεταινα λούζονται
Aoristνα λούσωνα λούσουμε, να λούσομενα λουστώνα λουστούμε
να λούσειςνα λούσετενα λουστείςνα λουστείτε
να λούσεινα λούσουν(ε)να λουστείνα λουστούν(ε)
Perfνα έχω λούσει
να έχω λουσμένο
να έχουμε λούσει
να έχουμε λουσμένο
να έχω λουστεί
να είμαι λουσμένος, -η
να έχουμε λουστεί
να είμαστε λουσμένοι, -ες
να έχεις λούσει
να έχεις λουσμένο
να έχετε λούσει
να έχετε λουσμένο
να έχεις λουστεί
να είσαι λουσμένος, -η
να έχετε λουστεί
να είστε λουσμένοι, -ες
να έχει λούσει
να έχει λουσμένο
να έχουν λούσει
να έχουν λουσμένο
να έχει λουστεί
να είναι λουσμένος, -η, -ο
να έχουν λουστεί
να είναι λουσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presλούζελούζετελούζεστε
Aoristλούσελούστελούσουλουστείτε
Part
izip
Presλούζονταςλουζόμενος
Perfέχοντας λούσει, έχοντας λουσμένολουσμένος, -η, -ολουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristλούσειλουστεί







Griechische Definition zu λούζω

λούζω [lúzo] -ομαι : 1. πλένω με νερό και σαπούνι (ή άλλο μέσο) κυρίως το κεφάλι ή όλο το σώμα, κάνω μπάνιο: Θα λουστείς ολόκληρος ή θα λούσεις μόνο το κεφάλι σου; Tα μαλλιά μου είναι λιπαρά και τα λούζω κάθε δυο μέρες. Έχει να λουστεί ένα μήνα. Bγήκε έξω λουσμένος και κρυολόγησε. || Λούστηκε στα καθαρά νερά της λίμνης / του ποταμού, μπήκε και κολύμπησε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback