waschen
 Verb

πλένω Verb
(39)
πλένομαι Verb
(4)
λούζω Verb
(2)
λούζομαι Verb
(2)
νίβω Verb
(0)
λούω Verb
(0)
μπουγαδιάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
"Selbst wenn ich es nicht nur für mich mache, um mich nicht mehr waschen zu müssen, dann wenigstens um zu versuchen, die Welt zu retten." (Gelächter)"Ωραία, ακόμη και αν δεν το κάνω για μένα, επειδή δεν έχω καμία όρεξη να πλένομαι, ας προσπαθήσω τουλάχιστον να σώσω τον κόσμο". (Γέλια)

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
waschen
spülen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλένωπλένουμε, πλένομεπλένομαιπλενόμαστε
πλένειςπλένετεπλένεσαιπλένεστε, πλενόσαστε
πλένειπλένουν(ε)πλένεταιπλένονται
Imper
fekt
έπλεναπλέναμεπλενόμουν(α)πλενόμαστε, πλενόμασταν
έπλενεςπλένατεπλενόσουν(α)πλενόσαστε, πλενόσασταν
έπλενεέπλεναν, πλέναν(ε)πλενόταν(ε), πλένοντανπλένονταν, πλενόντανε, πλενόντουσαν
Aoristέπλυναπλύναμεπλύθηκαπλυθήκαμε
έπλυνεςπλύνατεπλύθηκεςπλυθήκατε
έπλυνεέπλυναν, πλύναν(ε)πλύθηκεπλύθηκαν, πλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πλύνει
έχω πλυμένο
έχουμε πλύνει
έχουμε πλυμένο
έχω πλυθεί
είμαι πλυμένος, -η
έχουμε πλυθεί
είμαστε πλυμένοι, -ες
έχεις πλύνει
έχεις πλυμένο
έχετε πλύνει
έχετε πλυμένο
έχεις πλυθεί
είσαι πλυμένος, -η
έχετε πλυθεί
είστε πλυμένοι, -ες
έχει πλύνει
έχει πλυμένο
έχουν πλύνει
έχουν πλυμένο
έχει πλυθεί
είναι πλυμένος, -η, -ο
έχουν πλυθεί
είναι πλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πλύνει
είχα πλυμένο
είχαμε πλύνει
είχαμε πλυμένο
είχα πλυθεί
ήμουν πλυμένος, -η
είχαμε πλυθεί
ήμαστε πλυμένοι, -ες
είχες πλύνει
είχες πλυμένο
είχατε πλύνει
είχατε πλυμένο
είχες πλυθεί
ήσουν πλυμένος, -η
είχατε πλυθεί
ήσαστε πλυμένοι, -ες
είχε πλύνει
είχε πλυμένο
είχαν πλύνει
είχαν πλυμένο
είχε πλυθεί
ήταν πλυμένος, -η, -ο
είχαν πλυθεί
ήταν πλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλένωθα πλένουμε, θα πλένομεθα πλένομαιθα πλενόμαστε
θα πλένειςθα πλένετεθα πλένεσαιθα πλένεστε, θα πλενόσαστε
θα πλένειθα πλένουν(ε)θα πλένεταιθα πλένονται
Fut
ur
θα πλύνωθα πλύνουμε, θα πλύνομεθα πλυθώθα πλυθούμε
θα πλύνειςθα πλύνετεθα πλυθείςθα πλυθείτε
θα πλύνειθα πλύνουν(ε)θα πλυθείθα πλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλύνει
θα έχω πλυμένο
θα έχουμε πλύνει
θα έχουμε πλυμένο
θα έχω πλυθεί
θα είμαι πλυμένος, -η
θα έχουμε πλυθεί
θα είμαστε πλυμένοι, -ες
θα έχεις πλύνει
θα έχεις πλυμένο
θα έχετε πλύνει
θα έχετε πλυμένο
θα έχεις πλυθεί
θα είσαι πλυμένος, -η
θα έχετε πλυθεί
θα είστε πλυμένοι, -ες
θα έχει πλύνει
θα έχει πλυμένο
θα έχουν πλύνει
θα έχουν πλυμένο
θα έχει πλυθεί
θα είναι πλυμένος, -η, -ο
θα έχουν πλυθεί
θα είναι πλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλένωνα πλένουμε, να πλένομενα πλένομαινα πλενόμαστε
να πλένειςνα πλένετενα πλένεσαινα πλένεστε, να πλενόσαστε
να πλένεινα πλένουν(ε)να πλένεταινα πλένονται
Aoristνα πλύνωνα πλύνουμε, να πλύνομενα πλυθώνα πλυθούμε
να πλύνειςνα πλύνετενα πλυθείςνα πλυθείτε
να πλύνεινα πλύνουν(ε)να πλυθείνα πλυθούν(ε)
Perfνα έχω πλύνει
να έχω πλυμένο
να έχουμε πλύνει
να έχουμε πλυμένο
να έχω πλυθεί
να είμαι πλυμένος, -η
να έχουμε πλυθεί
να είμαστε πλυμένοι, -ες
να έχεις πλύνει
να έχεις πλυμένο
να έχετε πλύνει
να έχετε πλυμένο
να έχεις πλυθεί
να είσαι πλυμένος, -η
να έχετε πλυθεί
να είστε πλυμένοι, -ες
να έχει πλύνει
να έχει πλυμένο
να έχουν πλύνει
να έχουν πλυμένο
να έχει πλυθεί
να είναι πλυμένος, -η, -ο
να έχουν πλυθεί
να είναι πλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλένεπλένετεπλένεστε
Aoristπλύνεπλύνετε, πλύντεπλύσουπλυθείτε
Part
izip
Presπλένοντας
Perfέχοντας πλύνει, έχοντας πλυμένοπλυμένος, -η, -οπλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristπλύνειπλυθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
λούζωλούζουμε, λούζομελούζομαιλουζόμαστε
λούζειςλούζετελούζεσαιλούζεστε, λουζόσαστε
λούζειλούζουν(ε)λούζεταιλούζονται
Imper
fekt
έλουζαλούζαμελουζόμουν(α)λουζόμαστε, λουζόμασταν
έλουζεςλούζατελουζόσουν(α)λουζόσαστε, λουζόσασταν
έλουζεέλουζαν, λούζαν(ε)λουζόταν(ε)λούζονταν, λουζόντανε, λουζόντουσαν
Aoristέλουσαλούσαμελούστηκαλουστήκαμε
έλουσεςλούσατελούστηκεςλουστήκατε
έλουσεέλουσαν, λούσαν(ε)λούστηκελούστηκαν, λουστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω λούσει
έχω λουσμένο
έχουμε λούσει
έχουμε λουσμένο
έχω λουστεί
είμαι λουσμένος, -η
έχουμε λουστεί
είμαστε λουσμένοι, -ες
έχεις λούσει
έχεις λουσμένο
έχετε λούσει
έχετε λουσμένο
έχεις λουστεί
είσαι λουσμένος, -η
έχετε λουστεί
είστε λουσμένοι, -ες
έχει λούσει
έχει λουσμένο
έχουν λούσει
έχουν λουσμένο
έχει λουστεί
είναι λουσμένος, -η, -ο
έχουν λουστεί
είναι λουσμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα λούσει
είχα λουσμένο
είχαμε λούσει
είχαμε λουσμένο
είχα λουστεί
ήμουν λουσμένος, -η
είχαμε λουστεί
ήμαστε λουσμένοι, -ες
είχες λούσει
είχες λουσμένο
είχατε λούσει
είχατε λουσμένο
είχες λουστεί
ήσουν λουσμένος, -η
είχατε λουστεί
ήσαστε λουσμένοι, -ες
είχε λούσει
είχε λουσμένο
είχαν λούσει
είχαν λουσμένο
είχε λουστεί
ήταν λουσμένος, -η, -ο
είχαν λουστεί
ήταν λουσμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα λούζωθα λούζουμε, θα λούζομεθα λούζομαιθα λουζόμαστε
θα λούζειςθα λούζετεθα λούζεσαιθα λούζεστε, θα λουζόσαστε
θα λούζειθα λούζουν(ε)θα λούζεταιθα λούζονται
Fut
ur
θα λούσωθα λούσουμε, θα λούζομεθα λουστώθα λουστούμε
θα λούσειςθα λούσετεθα λουστείςθα λουστείτε
θα λούσειθα λούσουν(ε)θα λουστείθα λουστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω λούσει
θα έχω λουσμένο
θα έχουμε λούσει
θα έχουμε λουσμένο
θα έχω λουστεί
θα είμαι λουσμένος, -η
θα έχουμε λουστεί
θα είμαστε λουσμένοι, -ες
θα έχεις λούσει
θα έχεις λουσμένο
θα έχετε λούσει
θα έχετε λουσμένο
θα έχεις λουστεί
θα είσαι λουσμένος, -η
θα έχετε λουστεί
θα είστε λουσμένοι, -ες
θα έχει λούσει
θα έχει λουσμένο
θα έχουν λούσει
θα έχουν λουσμένο
θα έχει λουστεί
θα είναι λουσμένος, -η, -ο
θα έχουν λουστεί
θα είναι λουσμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να λούζωνα λούζουμε, να λούζομενα λούζομαινα λουζόμαστε
να λούζειςνα λούζετενα λούζεσαινα λούζεστε, να λουζόσαστε
να λούζεινα λούζουν(ε)να λούζεταινα λούζονται
Aoristνα λούσωνα λούσουμε, να λούσομενα λουστώνα λουστούμε
να λούσειςνα λούσετενα λουστείςνα λουστείτε
να λούσεινα λούσουν(ε)να λουστείνα λουστούν(ε)
Perfνα έχω λούσει
να έχω λουσμένο
να έχουμε λούσει
να έχουμε λουσμένο
να έχω λουστεί
να είμαι λουσμένος, -η
να έχουμε λουστεί
να είμαστε λουσμένοι, -ες
να έχεις λούσει
να έχεις λουσμένο
να έχετε λούσει
να έχετε λουσμένο
να έχεις λουστεί
να είσαι λουσμένος, -η
να έχετε λουστεί
να είστε λουσμένοι, -ες
να έχει λούσει
να έχει λουσμένο
να έχουν λούσει
να έχουν λουσμένο
να έχει λουστεί
να είναι λουσμένος, -η, -ο
να έχουν λουστεί
να είναι λουσμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presλούζελούζετελούζεστε
Aoristλούσελούστελούσουλουστείτε
Part
izip
Presλούζονταςλουζόμενος
Perfέχοντας λούσει, έχοντας λουσμένολουσμένος, -η, -ολουσμένοι, -ες, -α
InfinAoristλούσειλουστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback