πλένω Verb  [pleno, plenw]

  Verb
(39)
  Verb
(9)
  Verb
(6)
  Verb
(5)

Etymologie zu πλένω

πλένω altgriechisch πλύνω proto-indogermanisch *plew- (πλένω)


GriechischDeutsch
Και ο ανοσολόγος μου μου είπε ότι έπρεπε επίσης να πλένω όλα τα τηλεχειριστήρια και τα iPhones μέσα στο σπίτι, διότι αυτά είναι φοβερές εστίες μικροβίων.Mein Immunologe erzählte mir, dass ich auch alle Fernbedienungen und iPhones in meinem Haus abwaschen müsste, da die für Keime regelrechte Orgien sind.

Übersetzung nicht bestätigt



Grammatik

Grammatik zu πλένω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλένωπλένουμε, πλένομεπλένομαιπλενόμαστε
πλένειςπλένετεπλένεσαιπλένεστε, πλενόσαστε
πλένειπλένουν(ε)πλένεταιπλένονται
Imper
fekt
έπλεναπλέναμεπλενόμουν(α)πλενόμαστε, πλενόμασταν
έπλενεςπλένατεπλενόσουν(α)πλενόσαστε, πλενόσασταν
έπλενεέπλεναν, πλέναν(ε)πλενόταν(ε), πλένοντανπλένονταν, πλενόντανε, πλενόντουσαν
Aoristέπλυναπλύναμεπλύθηκαπλυθήκαμε
έπλυνεςπλύνατεπλύθηκεςπλυθήκατε
έπλυνεέπλυναν, πλύναν(ε)πλύθηκεπλύθηκαν, πλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πλύνει
έχω πλυμένο
έχουμε πλύνει
έχουμε πλυμένο
έχω πλυθεί
είμαι πλυμένος, -η
έχουμε πλυθεί
είμαστε πλυμένοι, -ες
έχεις πλύνει
έχεις πλυμένο
έχετε πλύνει
έχετε πλυμένο
έχεις πλυθεί
είσαι πλυμένος, -η
έχετε πλυθεί
είστε πλυμένοι, -ες
έχει πλύνει
έχει πλυμένο
έχουν πλύνει
έχουν πλυμένο
έχει πλυθεί
είναι πλυμένος, -η, -ο
έχουν πλυθεί
είναι πλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πλύνει
είχα πλυμένο
είχαμε πλύνει
είχαμε πλυμένο
είχα πλυθεί
ήμουν πλυμένος, -η
είχαμε πλυθεί
ήμαστε πλυμένοι, -ες
είχες πλύνει
είχες πλυμένο
είχατε πλύνει
είχατε πλυμένο
είχες πλυθεί
ήσουν πλυμένος, -η
είχατε πλυθεί
ήσαστε πλυμένοι, -ες
είχε πλύνει
είχε πλυμένο
είχαν πλύνει
είχαν πλυμένο
είχε πλυθεί
ήταν πλυμένος, -η, -ο
είχαν πλυθεί
ήταν πλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλένωθα πλένουμε, θα πλένομεθα πλένομαιθα πλενόμαστε
θα πλένειςθα πλένετεθα πλένεσαιθα πλένεστε, θα πλενόσαστε
θα πλένειθα πλένουν(ε)θα πλένεταιθα πλένονται
Fut
ur
θα πλύνωθα πλύνουμε, θα πλύνομεθα πλυθώθα πλυθούμε
θα πλύνειςθα πλύνετεθα πλυθείςθα πλυθείτε
θα πλύνειθα πλύνουν(ε)θα πλυθείθα πλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλύνει
θα έχω πλυμένο
θα έχουμε πλύνει
θα έχουμε πλυμένο
θα έχω πλυθεί
θα είμαι πλυμένος, -η
θα έχουμε πλυθεί
θα είμαστε πλυμένοι, -ες
θα έχεις πλύνει
θα έχεις πλυμένο
θα έχετε πλύνει
θα έχετε πλυμένο
θα έχεις πλυθεί
θα είσαι πλυμένος, -η
θα έχετε πλυθεί
θα είστε πλυμένοι, -ες
θα έχει πλύνει
θα έχει πλυμένο
θα έχουν πλύνει
θα έχουν πλυμένο
θα έχει πλυθεί
θα είναι πλυμένος, -η, -ο
θα έχουν πλυθεί
θα είναι πλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλένωνα πλένουμε, να πλένομενα πλένομαινα πλενόμαστε
να πλένειςνα πλένετενα πλένεσαινα πλένεστε, να πλενόσαστε
να πλένεινα πλένουν(ε)να πλένεταινα πλένονται
Aoristνα πλύνωνα πλύνουμε, να πλύνομενα πλυθώνα πλυθούμε
να πλύνειςνα πλύνετενα πλυθείςνα πλυθείτε
να πλύνεινα πλύνουν(ε)να πλυθείνα πλυθούν(ε)
Perfνα έχω πλύνει
να έχω πλυμένο
να έχουμε πλύνει
να έχουμε πλυμένο
να έχω πλυθεί
να είμαι πλυμένος, -η
να έχουμε πλυθεί
να είμαστε πλυμένοι, -ες
να έχεις πλύνει
να έχεις πλυμένο
να έχετε πλύνει
να έχετε πλυμένο
να έχεις πλυθεί
να είσαι πλυμένος, -η
να έχετε πλυθεί
να είστε πλυμένοι, -ες
να έχει πλύνει
να έχει πλυμένο
να έχουν πλύνει
να έχουν πλυμένο
να έχει πλυθεί
να είναι πλυμένος, -η, -ο
να έχουν πλυθεί
να είναι πλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλένεπλένετεπλένεστε
Aoristπλύνεπλύνετε, πλύντεπλύσουπλυθείτε
Part
izip
Presπλένοντας
Perfέχοντας πλύνει, έχοντας πλυμένοπλυμένος, -η, -οπλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristπλύνειπλυθεί











Griechische Definition zu πλένω

πλένω [pléno] -ομαι Ρ αόρ. έπλυνα, απαρέμφ. πλύνει, παθ. αόρ. πλύθηκα, απαρέμφ. πλυθεί, μππ. πλυμένος : 1. καθαρίζω κτ. με νερό ή και με άλλο καθαριστικό υλικό (απορρυπαντικό, σαπούνι κτλ.): πλένω τα ρούχα / τα πιάτα / τις κουβέρτες / το αυτοκίνητο / την αυλή / τα δόντια μου. Οι κουρτίνες είναι πλυμένες και σιδερωμένες. Παλιότερα έπλεναν τα ρούχα στο ποτάμι. πλένω τα ρούχα στο χέρι / στο πλυντήριο. Πλένει καλά το πλυντήριό σου; Ειδικό συνεργείο του δήμου πλένει καθημερινά τους δρόμους της πόλης. || (για ρούχα κτλ.) κάνω μπουγάδα, πλύση: Όλη τη μέρα πλένει και σιδερώνει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback