putzen
 Verb

καθαρίζω Verb
(27)
πλένω Verb
(6)
γυαλίζω Verb
(5)
βουρτσίζω Verb
(1)
παστρεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Dann rannte sie auf dem Weg durch die andere Tür und dann in den Obstgarten, und Als sie und stand sah es war der Baum auf der anderen Seite der Wand, und Es war das Rotkehlchen beendete gerade sein Lied und ab, um seine Federn mit dem Schnabel zu putzen.Τότε έτρεξε στο μονοπάτι μέσα από την άλλη πόρτα και στη συνέχεια στον οπωρώνα, καθώς και όταν στάθηκε και κοίταξε υπήρχε το δέντρο από την άλλη πλευρά του τοίχου, και υπήρχε ο Robin τελειώνω το τραγούδι του και, αρχίζουν να καθαρίζω με το ράμφος τα φτερά του με το ράμφος του.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καθαρίζωκαθαρίζουμε, καθαρίζομεκαθαρίζομαικαθαριζόμαστε
καθαρίζειςκαθαρίζετεκαθαρίζεσαικαθαρίζεστε, καθαριζόσαστε
καθαρίζεικαθαρίζουν(ε)καθαρίζεταικαθαρίζονται
Imper
fekt
καθάριζακαθαρίζαμεκαθαριζόμουν(α)καθαριζόμαστε, καθαριζόμασταν
καθάριζεςκαθαρίζατεκαθαριζόσουν(α)καθαριζόσαστε, καθαριζόσασταν
καθάριζεκαθάριζαν, καθαρίζαν(ε)καθαριζόταν(ε)καθαρίζονταν, καθαριζόντανε, καθαριζόντουσαν
Aoristκαθάρισακαθαρίσαμεκαθαρίστηκακαθαριστήκαμε
καθάρισεςκαθαρίσατεκαθαρίστηκεςκαθαριστήκατε
καθάρισεκαθάρισαν, καθαρίσαν(ε)καθαρίστηκεκαθαρίστηκαν, καθαριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καθαρίσει
έχω καθαρισμένο
έχουμε καθαρίσει
έχουμε καθαρισμένο
έχω καθαριστεί
είμαι καθαρισμένος, -η
έχουμε καθαριστεί
είμαστε καθαρισμένοι, -ες
έχεις καθαρίσει
έχεις καθαρισμένο
έχετε καθαρίσει
έχετε καθαρισμένο
έχεις καθαριστεί
είσαι καθαρισμένος, -η
έχετε καθαριστεί
είστε καθαρισμένοι, -ες
έχει καθαρίσει
έχει καθαρισμένο
έχουν καθαρίσει
έχουν καθαρισμένο
έχει καθαριστεί
είναι καθαρισμένος, -η, -ο
έχουν καθαριστεί
είναι καθαρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καθαρίσει
είχα καθαρισμένο
είχαμε καθαρίσει
είχαμε καθαρισμένο
είχα καθαριστεί
ήμουν καθαρισμένος, -η
είχαμε καθαριστεί
ήμαστε καθαρισμένοι, -ες
είχες καθαρίσει
είχες καθαρισμένο
είχατε καθαρίσει
είχατε καθαρισμένο
είχες καθαριστεί
ήσουν καθαρισμένος, -η
είχατε καθαριστεί
ήσαστε καθαρισμένοι, -ες
είχε καθαρίσει
είχε καθαρισμένο
είχαν καθαρίσει
είχαν καθαρισμένο
είχε καθαριστεί
ήταν καθαρισμένος, -η, -ο
είχαν καθαριστεί
ήταν καθαρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καθαρίζωθα καθαρίζουμε, θα καθαρίζομεθα καθαρίζομαιθα καθαριζόμαστε
θα καθαρίζειςθα καθαρίζετεθα καθαρίζεσαιθα καθαρίζεστε, θα καθαριζόσαστε
θα καθαρίζειθα καθαρίζουν(ε)θα καθαρίζεταιθα καθαρίζονται
Fut
ur
θα καθαρίσωθα καθαρίσουμε, θα καθαρίζομεθα καθαριστώθα καθαριστούμε
θα καθαρίσειςθα καθαρίσετεθα καθαριστείςθα καθαριστείτε
θα καθαρίσειθα καθαρίσουν(ε)θα καθαριστείθα καθαριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καθαρίσει
θα έχω καθαρισμένο
θα έχουμε καθαρίσει
θα έχουμε καθαρισμένο
θα έχω καθαριστεί
θα είμαι καθαρισμένος, -η
θα έχουμε καθαριστεί
θα είμαστε καθαρισμένοι, -ες
θα έχεις καθαρίσει
θα έχεις καθαρισμένο
θα έχετε καθαρίσει
θα έχετε καθαρισμένο
θα έχεις καθαριστεί
θα είσαι καθαρισμένος, -η
θα έχετε καθαριστεί
θα είστε καθαρισμένοι, -ες
θα έχει καθαρίσει
θα έχει καθαρισμένο
θα έχουν καθαρίσει
θα έχουν καθαρισμένο
θα έχει καθαριστεί
θα είναι καθαρισμένος, -η, -ο
θα έχουν καθαριστεί
θα είναι καθαρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καθαρίζωνα καθαρίζουμε, να καθαρίζομενα καθαρίζομαινα καθαριζόμαστε
να καθαρίζειςνα καθαρίζετενα καθαρίζεσαινα καθαρίζεστε, να καθαριζόσαστε
να καθαρίζεινα καθαρίζουν(ε)να καθαρίζεταινα καθαρίζονται
Aoristνα καθαρίσωνα καθαρίσουμε, να καθαρίσομενα καθαριστώνα καθαριστούμε
να καθαρίσειςνα καθαρίσετενα καθαριστείςνα καθαριστείτε
να καθαρίσεινα καθαρίσουν(ε)να καθαριστείνα καθαριστούν(ε)
Perfνα έχω καθαρίσει
να έχω καθαρισμένο
να έχουμε καθαρίσει
να έχουμε καθαρισμένο
να έχω καθαριστεί
να είμαι καθαρισμένος, -η
να έχουμε καθαριστεί
να είμαστε καθαρισμένοι, -ες
να έχεις καθαρίσει
να έχεις καθαρισμένο
να έχετε καθαρίσει
να έχετε καθαρισμένο
να έχεις καθαριστεί
να είσαι καθαρισμένος, -η
να έχετε καθαριστεί
να είστε καθαρισμένοι, -ες
να έχει καθαρίσει
να έχει καθαρισμένο
να έχουν καθαρίσει
να έχουν καθαρισμένο
να έχει καθαριστεί
να είναι καθαρισμένος, -η, -ο
να έχουν καθαριστεί
να είναι καθαρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκαθάριζεκαθαρίζετεκαθαρίζεστε
Aoristκαθάρισεκαθαρίστεκαθαρίσουκαθαριστείτε
Part
izip
Presκαθαρίζονταςκαθαριζόμενος
Perfέχοντας καθαρίσει, έχοντας καθαρισμένοκαθαρισμένος, -η, -οκαθαρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristκαθαρίσεικαθαριστεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
πλένωπλένουμε, πλένομεπλένομαιπλενόμαστε
πλένειςπλένετεπλένεσαιπλένεστε, πλενόσαστε
πλένειπλένουν(ε)πλένεταιπλένονται
Imper
fekt
έπλεναπλέναμεπλενόμουν(α)πλενόμαστε, πλενόμασταν
έπλενεςπλένατεπλενόσουν(α)πλενόσαστε, πλενόσασταν
έπλενεέπλεναν, πλέναν(ε)πλενόταν(ε), πλένοντανπλένονταν, πλενόντανε, πλενόντουσαν
Aoristέπλυναπλύναμεπλύθηκαπλυθήκαμε
έπλυνεςπλύνατεπλύθηκεςπλυθήκατε
έπλυνεέπλυναν, πλύναν(ε)πλύθηκεπλύθηκαν, πλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω πλύνει
έχω πλυμένο
έχουμε πλύνει
έχουμε πλυμένο
έχω πλυθεί
είμαι πλυμένος, -η
έχουμε πλυθεί
είμαστε πλυμένοι, -ες
έχεις πλύνει
έχεις πλυμένο
έχετε πλύνει
έχετε πλυμένο
έχεις πλυθεί
είσαι πλυμένος, -η
έχετε πλυθεί
είστε πλυμένοι, -ες
έχει πλύνει
έχει πλυμένο
έχουν πλύνει
έχουν πλυμένο
έχει πλυθεί
είναι πλυμένος, -η, -ο
έχουν πλυθεί
είναι πλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα πλύνει
είχα πλυμένο
είχαμε πλύνει
είχαμε πλυμένο
είχα πλυθεί
ήμουν πλυμένος, -η
είχαμε πλυθεί
ήμαστε πλυμένοι, -ες
είχες πλύνει
είχες πλυμένο
είχατε πλύνει
είχατε πλυμένο
είχες πλυθεί
ήσουν πλυμένος, -η
είχατε πλυθεί
ήσαστε πλυμένοι, -ες
είχε πλύνει
είχε πλυμένο
είχαν πλύνει
είχαν πλυμένο
είχε πλυθεί
ήταν πλυμένος, -η, -ο
είχαν πλυθεί
ήταν πλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα πλένωθα πλένουμε, θα πλένομεθα πλένομαιθα πλενόμαστε
θα πλένειςθα πλένετεθα πλένεσαιθα πλένεστε, θα πλενόσαστε
θα πλένειθα πλένουν(ε)θα πλένεταιθα πλένονται
Fut
ur
θα πλύνωθα πλύνουμε, θα πλύνομεθα πλυθώθα πλυθούμε
θα πλύνειςθα πλύνετεθα πλυθείςθα πλυθείτε
θα πλύνειθα πλύνουν(ε)θα πλυθείθα πλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω πλύνει
θα έχω πλυμένο
θα έχουμε πλύνει
θα έχουμε πλυμένο
θα έχω πλυθεί
θα είμαι πλυμένος, -η
θα έχουμε πλυθεί
θα είμαστε πλυμένοι, -ες
θα έχεις πλύνει
θα έχεις πλυμένο
θα έχετε πλύνει
θα έχετε πλυμένο
θα έχεις πλυθεί
θα είσαι πλυμένος, -η
θα έχετε πλυθεί
θα είστε πλυμένοι, -ες
θα έχει πλύνει
θα έχει πλυμένο
θα έχουν πλύνει
θα έχουν πλυμένο
θα έχει πλυθεί
θα είναι πλυμένος, -η, -ο
θα έχουν πλυθεί
θα είναι πλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να πλένωνα πλένουμε, να πλένομενα πλένομαινα πλενόμαστε
να πλένειςνα πλένετενα πλένεσαινα πλένεστε, να πλενόσαστε
να πλένεινα πλένουν(ε)να πλένεταινα πλένονται
Aoristνα πλύνωνα πλύνουμε, να πλύνομενα πλυθώνα πλυθούμε
να πλύνειςνα πλύνετενα πλυθείςνα πλυθείτε
να πλύνεινα πλύνουν(ε)να πλυθείνα πλυθούν(ε)
Perfνα έχω πλύνει
να έχω πλυμένο
να έχουμε πλύνει
να έχουμε πλυμένο
να έχω πλυθεί
να είμαι πλυμένος, -η
να έχουμε πλυθεί
να είμαστε πλυμένοι, -ες
να έχεις πλύνει
να έχεις πλυμένο
να έχετε πλύνει
να έχετε πλυμένο
να έχεις πλυθεί
να είσαι πλυμένος, -η
να έχετε πλυθεί
να είστε πλυμένοι, -ες
να έχει πλύνει
να έχει πλυμένο
να έχουν πλύνει
να έχουν πλυμένο
να έχει πλυθεί
να είναι πλυμένος, -η, -ο
να έχουν πλυθεί
να είναι πλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presπλένεπλένετεπλένεστε
Aoristπλύνεπλύνετε, πλύντεπλύσουπλυθείτε
Part
izip
Presπλένοντας
Perfέχοντας πλύνει, έχοντας πλυμένοπλυμένος, -η, -οπλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristπλύνειπλυθεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γυαλίζωγυαλίζουμε, γυαλίζομεγυαλίζομαιγυαλιζόμαστε
γυαλίζειςγυαλίζετεγυαλίζεσαιγυαλίζεστε, γυαλιζόσαστε
γυαλίζειγυαλίζουν(ε)γυαλίζεταιγυαλίζονται
Imper
fekt
γυάλιζαγυαλίζαμεγυαλιζόμουν(α)γυαλιζόμαστε, γυαλιζόμασταν
γυάλιζεςγυαλίζατεγυαλιζόσουν(α)γυαλιζόσαστε, γυαλιζόσασταν
γυάλιζεγυάλιζαν, γυαλίζαν(ε)γυαλιζόταν(ε)γυαλίζονταν, γυαλιζόντανε, γυαλιζόντουσαν
Aoristγυάλισαγυαλίσαμεγυαλίστηκαγυαλιστήκαμε
γυάλισεςγυαλίσατεγυαλίστηκεςγυαλιστήκατε
γυάλισεγυάλισαν, γυαλίσαν(ε)γυαλίστηκεγυαλίστηκαν, γυαλιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γυαλίσει
έχω γυαλισμένο
έχουμε γυαλίσει
έχουμε γυαλισμένο
έχω γυαλιστεί
είμαι γυαλισμένος, -η
έχουμε γυαλιστεί
είμαστε γυαλισμένοι, -ες
έχεις γυαλίσει
έχεις γυαλισμένο
έχετε γυαλίσει
έχετε γυαλισμένο
έχεις γυαλιστεί
είσαι γυαλισμένος, -η
έχετε γυαλιστεί
είστε γυαλισμένοι, -ες
έχει γυαλίσει
έχει γυαλισμένο
έχουν γυαλίσει
έχουν γυαλισμένο
έχει γυαλιστεί
είναι γυαλισμένος, -η, -ο
έχουν γυαλιστεί
είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γυαλίσει
είχα γυαλισμένο
είχαμε γυαλίσει
είχαμε γυαλισμένο
είχα γυαλιστεί
ήμουν γυαλισμένος, -η
είχαμε γυαλιστεί
ήμαστε γυαλισμένοι, -ες
είχες γυαλίσει
είχες γυαλισμένο
είχατε γυαλίσει
είχατε γυαλισμένο
είχες γυαλιστεί
ήσουν γυαλισμένος, -η
είχατε γυαλιστεί
ήσαστε γυαλισμένοι, -ες
είχε γυαλίσει
είχε γυαλισμένο
είχαν γυαλίσει
είχαν γυαλισμένο
είχε γυαλιστεί
ήταν γυαλισμένος, -η, -ο
είχαν γυαλιστεί
ήταν γυαλισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γυαλίζωθα γυαλίζουμε, θα γυαλίζομεθα γυαλίζομαιθα γυαλιζόμαστε
θα γυαλίζειςθα γυαλίζετεθα γυαλίζεσαιθα γυαλίζεστε, θα γυαλιζόσαστε
θα γυαλίζειθα γυαλίζουν(ε)θα γυαλίζεταιθα γυαλίζονται
Fut
ur
θα γυαλίσωθα γυαλίσουμε, θα γυαλίζομεθα γυαλιστώθα γυαλιστούμε
θα γυαλίσειςθα γυαλίσετεθα γυαλιστείςθα γυαλιστείτε
θα γυαλίσειθα γυαλίσουν(ε)θα γυαλιστείθα γυαλιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γυαλίσει
θα έχω γυαλισμένο
θα έχουμε γυαλίσει
θα έχουμε γυαλισμένο
θα έχω γυαλιστεί
θα είμαι γυαλισμένος, -η
θα έχουμε γυαλιστεί
θα είμαστε γυαλισμένοι, -ες
θα έχεις γυαλίσει
θα έχεις γυαλισμένο
θα έχετε γυαλίσει
θα έχετε γυαλισμένο
θα έχεις γυαλιστεί
θα είσαι γυαλισμένος, -η
θα έχετε γυαλιστεί
θα είστε γυαλισμένοι, -ες
θα έχει γυαλίσει
θα έχει γυαλισμένο
θα έχουν γυαλίσει
θα έχουν γυαλισμένο
θα έχει γυαλιστεί
θα είναι γυαλισμένος, -η, -ο
θα έχουν γυαλιστεί
θα είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γυαλίζωνα γυαλίζουμε, να γυαλίζομενα γυαλίζομαινα γυαλιζόμαστε
να γυαλίζειςνα γυαλίζετενα γυαλίζεσαινα γυαλίζεστε, να γυαλιζόσαστε
να γυαλίζεινα γυαλίζουν(ε)να γυαλίζεταινα γυαλίζονται
Aoristνα γυαλίσωνα γυαλίσουμε, να γυαλίσομενα γυαλιστώνα γυαλιστούμε
να γυαλίσειςνα γυαλίσετενα γυαλιστείςνα γυαλιστείτε
να γυαλίσεινα γυαλίσουν(ε)να γυαλιστείνα γυαλιστούν(ε)
Perfνα έχω γυαλίσει
να έχω γυαλισμένο
να έχουμε γυαλίσει
να έχουμε γυαλισμένο
να έχω γυαλιστεί
να είμαι γυαλισμένος, -η
να έχουμε γυαλιστεί
να είμαστε γυαλισμένοι, -ες
να έχεις γυαλίσει
να έχεις γυαλισμένο
να έχετε γυαλίσει
να έχετε γυαλισμένο
να έχεις γυαλιστεί
να είσαι γυαλισμένος, -η
να έχετε γυαλιστεί
να είστε γυαλισμένοι, -ες
να έχει γυαλίσει
να έχει γυαλισμένο
να έχουν γυαλίσει
να έχουν γυαλισμένο
να έχει γυαλιστεί
να είναι γυαλισμένος, -η, -ο
να έχουν γυαλιστεί
να είναι γυαλισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγυάλιζεγυαλίζετεγυαλίζεστε
Aoristγυάλισεγυαλίστεγυαλίσουγυαλιστείτε
Part
izip
Presγυαλίζονταςγυαλιζόμενος
Perfέχοντας γυαλίσει, έχοντας γυαλισμένογυαλισμένος, -η, -ογυαλισμένοι, -ες, -α
InfinAoristγυαλίσειγυαλιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback