κολυμπώ mittelgriechisch κολυμπῶ altgriechisch κολυμβάω / κολυμβῶ
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ας φανταστούμε ότι ρέει με 3 χιλιόμετρα ανά ώρα και εγώ μπορώ να κολυμπήσω με 4, έτσι κολυμπώ ταχύτερα από τη ροή και μπορώ εύκολα να δραπετεύσω | Sagen wir, dass es mit 3 km/h fließt und ich mit 4 km/h schwimmen kann, dann kann ich schneller als der Strom schwimmen und leicht wieder herauskommen Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
schwimmen |
baden |
rinnen (von Haarwild) |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κολυμπάω, κολυμπώ | κολυμπάμε, κολυμπούμε |
κολυμπάς | κολυμπάτε | ||
κολυμπάει, κολυμπά | κολυμπάν(ε), κολυμπούν(ε) | ||
Imper fekt | κολυμπούσα, κολύμπαγα | κολυμπούσαμε, κολυμπάγαμε | |
κολυμπούσες, κολύμπαγες | κολυμπούσατε, κολυμπάγατε | ||
κολυμπούσε, κολύμπαγε | κολυμπούσαν(ε), κολύμπαγαν, κολυμπάγανε | ||
Aorist | κολύμπησα | κολυμπήσαμε | |
κολύμπησες | κολυμπήσατε | ||
κολύμπησε | κολύμπησαν, κολυμπήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω κολυμπήσει | έχουμε κολυμπήσει | |
έχεις κολυμπήσει | έχετε κολυμπήσει | ||
έχει κολυμπήσει | έχουν κολυμπήσει | ||
Plu perf ekt | είχα κολυμπήσει | είχαμε κολυμπήσει | |
είχες κολυμπήσει | είχατε κολυμπήσει | ||
είχε κολυμπήσει | είχαν κολυμπήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα κολυμπάω, θα κολυμπώ | θα κολυμπάμε, θα κολυμπούμε | |
θα κολυμπάς | θα κολυμπάτε | ||
θα κολυμπάει, θα κολυμπά | θα κολυμπάν(ε), θα κολυμπούν(ε) | ||
Fut ur | θα κολυμπήσω | θα κολυμπήσουμε, θα κολυμπήσομε | |
θα κολυμπήσεις | θα κολυμπήσετε | ||
θα κολυμπήσει | θα κολυμπήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω κολυμπήσει | θα έχουμε κολυμπήσει | |
θα έχεις κολυμπήσει | θα έχετε κολυμπήσει | ||
θα έχει κολυμπήσει | θα έχουν κολυμπήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κολυμπάω, να κολυμπώ | να κολυμπάμε, να κολυμπούμε |
να κολυμπάς | να κολυμπάτε | ||
να κολυμπάει, να κολυμπά | να κολυμπάν(ε), να κολυμπούν(ε) | ||
Aorist | να κολυμπήσω | να κολυμπήσουμε, να κολυμπήσομε | |
να κολυμπήσεις | να κολυμπήσετε | ||
να κολυμπήσει | να κολυμπήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω κολυμπήσει | να έχουμε κολυμπήσει | |
να έχεις κολυμπήσει | να έχετε κολυμπήσει | ||
να έχει κολυμπήσει | να έχουν κολυμπήσει | ||
Imper ativ | Pres | κολύμπα, κολύμπαγε | κολυμπάτε |
Aorist | κολύμπησε, κολύμπα | κολυμπήστε | |
Part izip | Pres | κολυμπώντας | |
Perf | έχοντας κολυμπήσει | ||
Infin | Aorist | κολυμπήσει |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | schwimme | ||
du | schwimmst | |||
er, sie, es | schwimmt | |||
Präteritum | ich | schwamm schwomm | ||
Konjunktiv II | ich | schwämme schwömme | ||
Imperativ | Singular | schwimm! | ||
Plural | schwimmt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geschwommen | sein, haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:schwimmen |
κολυμπώ [kodivmbó] & -άω .1α : 1. κινούμαι στην επιφάνεια του νερού κάνοντας τις κατάλληλες κινήσεις με τα χέρια και με τα πόδια: Δεν ξέρει να κολυμπάει. Kολυμπάει σαν ψάρι. Πέρασε τη Mάγχη κολυμπώντας. || κολυμπώ ύπτιο / πεταλούδα / κρόουλ, για τα διάφορα είδη κολύμβησης. ΦΡ άμα πέσεις στη θάλασσα θα κολυμπήσεις, για αναγκαστική προσαρμογή που καθορίζεται από τις συνθήκες. κολυμπάει στα βαθιά νερά, επιχειρεί κτ. πολύ δύσκολο. κολυμπάει στα ρούχα του, αδυνάτισε πολύ ή τα ρούχα που φοράει του είναι πολύ φαρδιά. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.