διδάσκω altgriechisch διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ήμουν τόσο τυχερή που μπορούσα να διδάσκω σ' ένα άσυλο στα προάστια του Μπανγκαλόρ. | Ich hatte das Privileg, in einem Hospiz im Außenbezirk von Bangalore unterrichten zu können. Übersetzung nicht bestätigt |
Όταν άρχισα να τα διδάσκω, είπα επιτρέψτε μου να αρχίσω να το κάνω επαγγελματικά. | Als ich begann sie zu unterrichten, sagte ich: das will ich beruflich machen. Übersetzung nicht bestätigt |
Μάλλον χρειάζονταν απεγνωσμένα δασκάλους, γιατί η υπεύθυνη, Άννα Άρο την έλεγαν, μου είπε ότι με πήραν για να διδάσκω χαρισματικά παιδιά. | Ich glaube, sie hatten Lehrermangel, denn die Schulleiterin, ihr Name war Anna Aro, sagte, ich bekäme die Aufgabe, hochbegabte Kinder zu unterrichten. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
μαθαίνω κάτι σε κάποιον |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
unterrichten |
einbläuen |
beibringen |
lehren |
dozieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | διδάσκω | διδάσκουμε, διδάσκομε | διδάσκομαι | διδασκόμαστε |
διδάσκεις | διδάσκετε | διδάσκεσαι | διδάσκεστε, διδασκόσαστε | ||
διδάσκει | διδάσκουν(ε) | διδάσκεται | διδάσκονται | ||
Imper fekt | δίδασκα | διδάσκαμε | διδασκόμουν(α) | διδασκόμαστε, διδασκόμασταν | |
δίδασκες | διδάσκατε | διδασκόσουν(α) | διδασκόσαστε, διδασκόσασταν | ||
δίδασκε | δίδασκαν, διδάσκαν(ε) | διδασκόταν(ε) | διδάσκονταν, διδασκόντανε, διδασκόντουσαν | ||
Aorist | δίδαξα | διδάξαμε | διδάχτηκα | διδαχτήκαμε | |
δίδαξες | διδάξατε | διδάχτηκες | διδαχτήκατε | ||
δίδαξε | δίδαξαν, διδάξαν(ε) | διδάχτηκε | διδάχτηκαν, διδαχτήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα διδάσκω | θα διδάσκουμε, | θα διδάσκομαι | θα διδασκόμαστε | |
θα διδάσκεις | θα διδάσκετε | θα διδάσκεσαι | θα διδάσκεστε, | ||
θα διδάσκει | θα διδάσκουν(ε) | θα διδάσκεται | θα διδάσκονται | ||
Fut ur | θα διδάξω | θα διδάξουμε, | θα διδαχτώ | θα διδαχτούμε | |
θα διδάξεις | θα διδάξετε | θα διδαχτείς | θα διδαχτείτε | ||
θα διδάξει | θα διδάξουν(ε) | θα διδαχτεί | θα διδαχτούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να διδάσκω | να διδάσκουμε, | να διδάσκομαι | να διδασκόμαστε |
να διδάσκεις | να διδάσκετε | να διδάσκεσαι | να διδάσκεστε, | ||
να διδάσκει | να διδάσκουν(ε) | να διδάσκεται | να διδάσκονται | ||
Aorist | να διδάξω | να διδάξουμε, | να διδαχτώ | να διδαχτούμε | |
να διδάξεις | να διδάξετε | να διδαχτείς | να διδαχτείτε | ||
να διδάξει | να διδάξουν(ε) | να διδαχτεί | να διδαχτούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | διδάσκε | διδάσκετε | διδάσκεστε | |
Aorist | διδάξε | διδάξτε, διδάχτε | διδάξου | διδαχτείτε | |
Part izip | Pres | διδάσκοντας | |||
Perf | έχοντας διδάξει, έχοντας διδαγμένο | διδαγμένος, -η, -ο | διδαγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διδάξει | διδαχτεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | unterrichte | ||
du | unterrichtest | |||
er, sie, es | unterrichtet | |||
Präteritum | ich | unterrichtete | ||
Konjunktiv II | ich | unterrichtete | ||
Imperativ | Singular | unterrichte! | ||
Plural | unterrichtet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
unterrichtet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:unterrichten |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | lehre | ||
du | lehrst | |||
er, sie, es | lehrt | |||
Präteritum | ich | lehrte | ||
Konjunktiv II | ich | lehrte | ||
Imperativ | Singular | lehre! | ||
Plural | lehrt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gelehrt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:lehren |
διδάσκω [δiδásko] -ομαι : 1. μεταδίδω γνώσεις σε κπ., κυρίως για δάσκαλο ή για καθηγητή που ακολουθώντας μια διδακτική μέθοδο μεταδίδει σε μαθητή συστηματοποιημένες γνώσεις από έναν τομέα της επιστήμης ή της τέχνης: διδάσκω ιστορία / φυσική στο γυμνάσιο / στην τρίτη τάξη του λυκείου. Δίδαξε τους μαθητές της πρώτης τάξης το μάθημα της ιστορίας / ιστορία. Tα λατινικά δε διδάσκονται στο γυμνάσιο. Οι μαθητές δε διδάχτηκαν όλη την ύλη. Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη. ANT αδίδακτη. || Δίδαξε πολλά χρόνια σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. (απαρχ. έκφρ.) γηράσκω* αεί διδασκόμενος. ΠAΡ Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, για κπ. που ενώ υποδεικνύει στους άλλους τι πρέπει να κάνουν, ο ίδιος κάνει το εντελώς αντίθετο. || (μπε. ως ουσ.) οι διδασκόμενοι, μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.