unterrichten
 Verb

διδάσκω Verb
(41)
DeutschGriechisch
Ich hatte das Privileg, in einem Hospiz im Außenbezirk von Bangalore unterrichten zu können.Ήμουν τόσο τυχερή που μπορούσα να διδάσκω σ' ένα άσυλο στα προάστια του Μπανγκαλόρ.

Übersetzung nicht bestätigt

Als ich begann sie zu unterrichten, sagte ich: das will ich beruflich machen.Όταν άρχισα να τα διδάσκω, είπα επιτρέψτε μου να αρχίσω να το κάνω επαγγελματικά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich glaube, sie hatten Lehrermangel, denn die Schulleiterin, ihr Name war Anna Aro, sagte, ich bekäme die Aufgabe, hochbegabte Kinder zu unterrichten.Μάλλον χρειάζονταν απεγνωσμένα δασκάλους, γιατί η υπεύθυνη, Άννα Άρο την έλεγαν, μου είπε ότι με πήραν για να διδάσκω χαρισματικά παιδιά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διδάσκωδιδάσκουμε, διδάσκομεδιδάσκομαιδιδασκόμαστε
διδάσκειςδιδάσκετεδιδάσκεσαιδιδάσκεστε, διδασκόσαστε
διδάσκειδιδάσκουν(ε)διδάσκεταιδιδάσκονται
Imper
fekt
δίδασκαδιδάσκαμεδιδασκόμουν(α)διδασκόμαστε, διδασκόμασταν
δίδασκεςδιδάσκατεδιδασκόσουν(α)διδασκόσαστε, διδασκόσασταν
δίδασκεδίδασκαν, διδάσκαν(ε)διδασκόταν(ε)διδάσκονταν, διδασκόντανε, διδασκόντουσαν
Aoristδίδαξαδιδάξαμεδιδάχτηκαδιδαχτήκαμε
δίδαξεςδιδάξατεδιδάχτηκεςδιδαχτήκατε
δίδαξεδίδαξαν, διδάξαν(ε)διδάχτηκεδιδάχτηκαν, διδαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διδάξει
έχω διδαγμένο
έχουμε διδάξει
έχουμε διδαγμένο
έχω διδαχτεί
είμαι διδαγμένος, -η
έχουμε διδαχτεί
είμαστε διδαγμένοι, -ες
έχεις διδάξει
έχεις διδαγμένο
έχετε διδάξει
έχετε διδαγμένο
έχεις διδαχτεί
είσαι διδαγμένος, -η
έχετε διδαχτεί
είστε διδαγμένοι, -ες
έχει διδάξει
έχει διδαγμένο
έχουν διδάξει
έχουν διδαγμένο
έχει διδαχτεί
είναι διδαγμένος, -η, -ο
έχουν διδαχτεί
είναι διδαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διδάξει
είχα διδαγμένο
είχαμε διδάξει
είχαμε διδαγμένο
είχα διδαχτεί
ήμουν διδαγμένος, -η
είχαμε διδαχτεί
ήμαστε διδαγμένοι, -ες
είχες διδάξει
είχες διδαγμένο
είχατε διδάξει
είχατε διδαγμένο
είχες διδαχτεί
ήσουν διδαγμένος, -η
είχατε διδαχτεί
ήσαστε διδαγμένοι, -ες
είχε διδάξει
είχε διδαγμένο
είχαν διδάξει
είχαν διδαγμένο
είχε διδαχτεί
ήταν διδαγμένος, -η, -ο
είχαν διδαχτεί
ήταν διδαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διδάσκωθα διδάσκουμε, θα διδάσκομεθα διδάσκομαιθα διδασκόμαστε
θα διδάσκειςθα διδάσκετεθα διδάσκεσαιθα διδάσκεστε, θα διδασκόσαστε
θα διδάσκειθα διδάσκουν(ε)θα διδάσκεταιθα διδάσκονται
Fut
ur
θα διδάξωθα διδάξουμε, θα διδάξομεθα διδαχτώθα διδαχτούμε
θα διδάξειςθα διδάξετεθα διδαχτείςθα διδαχτείτε
θα διδάξειθα διδάξουν(ε)θα διδαχτείθα διδαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διδάξει
θα έχω διδαγμένο
θα έχουμε διδάξει
θα έχουμε διδαγμένο
θα έχω διδαχτεί
θα είμαι διδαγμένος, -η
θα έχουμε διδαχτεί
θα είμαστε διδαγμένοι, -ες
θα έχεις διδάξει
θα έχεις διδαγμένο
θα έχετε διδάξει
θα έχετε διδαγμένο
θα έχεις διδαχτεί
θα είσαι διδαγμένος, -η
θα έχετε διδαχτεί
θα είστε διδαγμένοι, -ες
θα έχει διδάξει
θα έχει διδαγμένο
θα έχουν διδάξει
θα έχουν διδαγμένο
θα έχει διδαχτεί
θα είναι διδαγμένος, -η, -ο
θα έχουν διδαχτεί
θα είναι διδαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διδάσκωνα διδάσκουμε, να διδάσκομενα διδάσκομαινα διδασκόμαστε
να διδάσκειςνα διδάσκετενα διδάσκεσαινα διδάσκεστε, να διδασκόσαστε
να διδάσκεινα διδάσκουν(ε)να διδάσκεταινα διδάσκονται
Aoristνα διδάξωνα διδάξουμε, να διδάξομενα διδαχτώνα διδαχτούμε
να διδάξειςνα διδάξετενα διδαχτείςνα διδαχτείτε
να διδάξεινα διδάξουν(ε)να διδαχτείνα διδαχτούν(ε)
Perfνα έχω διδάξει
να έχω διδαγμένο
να έχουμε διδάξει
να έχουμε διδαγμένο
να έχω διδαχτεί
να είμαι διδαγμένος, -η
να έχουμε διδαχτεί
να είμαστε διδαγμένοι, -ες
να έχεις διδάξει
να έχεις διδαγμένο
να έχετε διδάξει
να έχετε διδαγμένο
να έχεις διδαχτεί
να είσαι διδαγμένος, -η
να έχετε διδαχτεί
να είστε διδαγμένοι, -ες
να έχει διδάξει
να έχει διδαγμένο
να έχουν διδάξει
να έχουν διδαγμένο
να έχει διδαχτεί
να είναι διδαγμένος, -η, -ο
να έχουν διδαχτεί
να είναι διδαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιδάσκεδιδάσκετεδιδάσκεστε
Aoristδιδάξεδιδάξτε, διδάχτεδιδάξουδιδαχτείτε
Part
izip
Presδιδάσκοντας
Perfέχοντας διδάξει, έχοντας διδαγμένοδιδαγμένος, -η, -οδιδαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιδάξειδιδαχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback