διδάσκω Verb  [didasko, thithasko, didaskw]

  Verb
(41)
  Verb
(9)

Etymologie zu διδάσκω

διδάσκω altgriechisch διδάσκω proto-griechisch *di-dəs-skō proto-indogermanisch *dens- (χρησιμοποιώ πνευματικές δυνάμεις)


GriechischDeutsch
Ήμουν τόσο τυχερή που μπορούσα να διδάσκω σ' ένα άσυλο στα προάστια του Μπανγκαλόρ.Ich hatte das Privileg, in einem Hospiz im Außenbezirk von Bangalore unterrichten zu können.

Übersetzung nicht bestätigt

Όταν άρχισα να τα διδάσκω, είπα επιτρέψτε μου να αρχίσω να το κάνω επαγγελματικά.Als ich begann sie zu unterrichten, sagte ich: das will ich beruflich machen.

Übersetzung nicht bestätigt

Μάλλον χρειάζονταν απεγνωσμένα δασκάλους, γιατί η υπεύθυνη, Άννα Άρο την έλεγαν, μου είπε ότι με πήραν για να διδάσκω χαρισματικά παιδιά.Ich glaube, sie hatten Lehrermangel, denn die Schulleiterin, ihr Name war Anna Aro, sagte, ich bekäme die Aufgabe, hochbegabte Kinder zu unterrichten.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
μαθαίνω κάτι σε κάποιον
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu διδάσκω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διδάσκωδιδάσκουμε, διδάσκομεδιδάσκομαιδιδασκόμαστε
διδάσκειςδιδάσκετεδιδάσκεσαιδιδάσκεστε, διδασκόσαστε
διδάσκειδιδάσκουν(ε)διδάσκεταιδιδάσκονται
Imper
fekt
δίδασκαδιδάσκαμεδιδασκόμουν(α)διδασκόμαστε, διδασκόμασταν
δίδασκεςδιδάσκατεδιδασκόσουν(α)διδασκόσαστε, διδασκόσασταν
δίδασκεδίδασκαν, διδάσκαν(ε)διδασκόταν(ε)διδάσκονταν, διδασκόντανε, διδασκόντουσαν
Aoristδίδαξαδιδάξαμεδιδάχτηκαδιδαχτήκαμε
δίδαξεςδιδάξατεδιδάχτηκεςδιδαχτήκατε
δίδαξεδίδαξαν, διδάξαν(ε)διδάχτηκεδιδάχτηκαν, διδαχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διδάξει
έχω διδαγμένο
έχουμε διδάξει
έχουμε διδαγμένο
έχω διδαχτεί
είμαι διδαγμένος, -η
έχουμε διδαχτεί
είμαστε διδαγμένοι, -ες
έχεις διδάξει
έχεις διδαγμένο
έχετε διδάξει
έχετε διδαγμένο
έχεις διδαχτεί
είσαι διδαγμένος, -η
έχετε διδαχτεί
είστε διδαγμένοι, -ες
έχει διδάξει
έχει διδαγμένο
έχουν διδάξει
έχουν διδαγμένο
έχει διδαχτεί
είναι διδαγμένος, -η, -ο
έχουν διδαχτεί
είναι διδαγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διδάξει
είχα διδαγμένο
είχαμε διδάξει
είχαμε διδαγμένο
είχα διδαχτεί
ήμουν διδαγμένος, -η
είχαμε διδαχτεί
ήμαστε διδαγμένοι, -ες
είχες διδάξει
είχες διδαγμένο
είχατε διδάξει
είχατε διδαγμένο
είχες διδαχτεί
ήσουν διδαγμένος, -η
είχατε διδαχτεί
ήσαστε διδαγμένοι, -ες
είχε διδάξει
είχε διδαγμένο
είχαν διδάξει
είχαν διδαγμένο
είχε διδαχτεί
ήταν διδαγμένος, -η, -ο
είχαν διδαχτεί
ήταν διδαγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διδάσκωθα διδάσκουμε, θα διδάσκομεθα διδάσκομαιθα διδασκόμαστε
θα διδάσκειςθα διδάσκετεθα διδάσκεσαιθα διδάσκεστε, θα διδασκόσαστε
θα διδάσκειθα διδάσκουν(ε)θα διδάσκεταιθα διδάσκονται
Fut
ur
θα διδάξωθα διδάξουμε, θα διδάξομεθα διδαχτώθα διδαχτούμε
θα διδάξειςθα διδάξετεθα διδαχτείςθα διδαχτείτε
θα διδάξειθα διδάξουν(ε)θα διδαχτείθα διδαχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διδάξει
θα έχω διδαγμένο
θα έχουμε διδάξει
θα έχουμε διδαγμένο
θα έχω διδαχτεί
θα είμαι διδαγμένος, -η
θα έχουμε διδαχτεί
θα είμαστε διδαγμένοι, -ες
θα έχεις διδάξει
θα έχεις διδαγμένο
θα έχετε διδάξει
θα έχετε διδαγμένο
θα έχεις διδαχτεί
θα είσαι διδαγμένος, -η
θα έχετε διδαχτεί
θα είστε διδαγμένοι, -ες
θα έχει διδάξει
θα έχει διδαγμένο
θα έχουν διδάξει
θα έχουν διδαγμένο
θα έχει διδαχτεί
θα είναι διδαγμένος, -η, -ο
θα έχουν διδαχτεί
θα είναι διδαγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διδάσκωνα διδάσκουμε, να διδάσκομενα διδάσκομαινα διδασκόμαστε
να διδάσκειςνα διδάσκετενα διδάσκεσαινα διδάσκεστε, να διδασκόσαστε
να διδάσκεινα διδάσκουν(ε)να διδάσκεταινα διδάσκονται
Aoristνα διδάξωνα διδάξουμε, να διδάξομενα διδαχτώνα διδαχτούμε
να διδάξειςνα διδάξετενα διδαχτείςνα διδαχτείτε
να διδάξεινα διδάξουν(ε)να διδαχτείνα διδαχτούν(ε)
Perfνα έχω διδάξει
να έχω διδαγμένο
να έχουμε διδάξει
να έχουμε διδαγμένο
να έχω διδαχτεί
να είμαι διδαγμένος, -η
να έχουμε διδαχτεί
να είμαστε διδαγμένοι, -ες
να έχεις διδάξει
να έχεις διδαγμένο
να έχετε διδάξει
να έχετε διδαγμένο
να έχεις διδαχτεί
να είσαι διδαγμένος, -η
να έχετε διδαχτεί
να είστε διδαγμένοι, -ες
να έχει διδάξει
να έχει διδαγμένο
να έχουν διδάξει
να έχουν διδαγμένο
να έχει διδαχτεί
να είναι διδαγμένος, -η, -ο
να έχουν διδαχτεί
να είναι διδαγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιδάσκεδιδάσκετεδιδάσκεστε
Aoristδιδάξεδιδάξτε, διδάχτεδιδάξουδιδαχτείτε
Part
izip
Presδιδάσκοντας
Perfέχοντας διδάξει, έχοντας διδαγμένοδιδαγμένος, -η, -οδιδαγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιδάξειδιδαχτεί







Griechische Definition zu διδάσκω

διδάσκω [δiδásko] -ομαι : 1. μεταδίδω γνώσεις σε κπ., κυρίως για δάσκαλο ή για καθηγητή που ακολουθώντας μια διδακτική μέθοδο μεταδίδει σε μαθητή συστηματοποιημένες γνώσεις από έναν τομέα της επιστήμης ή της τέχνης: διδάσκω ιστορία / φυσική στο γυμνάσιο / στην τρίτη τάξη του λυκείου. Δίδαξε τους μαθητές της πρώτης τάξης το μάθημα της ιστορίας / ιστορία. Tα λατινικά δε διδάσκονται στο γυμνάσιο. Οι μαθητές δε διδάχτηκαν όλη την ύλη. Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη. ANT αδίδακτη. || Δίδαξε πολλά χρόνια σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. (απαρχ. έκφρ.) γηράσκω* αεί διδασκόμενος. ΠAΡ Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, για κπ. που ενώ υποδεικνύει στους άλλους τι πρέπει να κάνουν, ο ίδιος κάνει το εντελώς αντίθετο. || (μπε. ως ουσ.) οι διδασκόμενοι, μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback