όσπριο altgriechisch ὄσπριον
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μεγάλη καλλιέργεια > 2/3· σιτηρά, ελαιούχοι σπόροι, αποξηραμένα όσπρια και πρωτεϊνούχες καλλιέργειες για την παραγωγή σπόρων (περιλαμβάνονται οι σπόροι για σπορά και τα μείγματα οσπρίων με σιτηρά) ≤ 2/3 | Ackerbau > 2/3; Getreide, Ölsaaten, Hülsenfrüchte und Eiweißpflanzen ≤ 2/3 Übersetzung bestätigt |
Σιτηρά, ελαιούχοι σπόροι, αποξηραμένα όσπρια και πρωτεϊνούχες καλλιέργειες για την παραγωγή σπόρων (περιλαμβάνονται οι σπόροι για σπορά και τα μείγματα οσπρίων με σιτηρά) > 1/3· σκαλιστικά φυτά > 1/3 | Getreide, Ölsaaten, Hülsenfrüchte und Eiweißpflanzen > 1/3; Hackfrüchte > 1/3 Übersetzung bestätigt |
Σιτηρά, ελαιούχοι σπόροι, αποξηραμένα όσπρια και πρωτεϊνούχες καλλιέργειες για την παραγωγή σπόρων (περιλαμβάνονται οι σπόροι για σπορά και τα μείγματα οσπρίων με σιτηρά) > 2/3 | Getreide, Ölsaaten, Hülsenfrüchte und Eiweißpflanzen > 2/3 Übersetzung bestätigt |
Σιτηρά εκτός από ρύζι, ελαιούχοι σπόροι, αποξηραμένα όσπρια και πρωτεϊνούχες καλλιέργειες για την παραγωγή σπόρων (περιλαμβάνονται οι σπόροι για σπορά και τα μείγματα οσπρίων με σιτηρά) > 2/3 | Getreide, ohne Reis, Ölsaaten, Hülsenfrüchte und Eiweißpflanzen > 2/3 Übersetzung bestätigt |
Μεγάλες καλλιέργειες (δηλαδή σιτηρά, αποξηραμένα όσπρια και πρωτεϊνούχες καλλιέργειες για την παραγωγή σπόρων, ελαιούχοι σπόροι, πατάτες, ζαχαρότευτλα, βιομηχανικά φυτά, νωπά λαχανικά, πεπόνια, φράουλες υπαίθρου, κτηνοτροφικά φυτά, σπόροι για σπορά και φύτρες αρόσιμων γαιών, άλλες αροτραίες καλλιέργειες, γαίες υπό αγρανάπαυση και ζωοτροφές για πώληση > 2/3 | Ackerbau, d. h. Getreide, Hülsenfrüchte und Eiweißpflanzen zur Körnergewinnung, Ölsaaten, Kartoffeln, Zuckerrüben, Handelsgewächse, frisches Gemüse, Melonen, Erdbeeren im Feldanbau, Saatund Pflanzgut auf Ackerland, sonstige Ackerlandkulturen, Schwarzbrache (einschließlich Grünbrache) und Futterpflanzen zum Verkauf > 2/3 Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Hülsenfrucht |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Hülsenfrucht | die Hülsenfrüchte |
Genitiv | der Hülsenfrucht | der Hülsenfrüchte |
Dativ | der Hülsenfrucht | den Hülsenfrüchten |
Akkusativ | die Hülsenfrucht | die Hülsenfrüchte |
όσπριο το [ósprio] (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για σπόρους μονοετών φυτών, οι οποίοι αναπτύσσονται μέσα σε λοβό και, όταν ωριμάσουν, ξηραίνονται και τρώγονται μαγειρεμένοι: Φασόλια, φακές κι άλλα όσπρια. Tου αρέσουν τα όσπρια. Παραγωγή / κατανάλωση οσπρίων. || φυτό που παράγει όσπρια: Kαλλιέργεια οσπρίων.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.