Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



αποχώρηση

αποχώρηση altgriechisch ἀποχώρησις


αποχυλώνω

αποχυλώνω απο- + χυλώνω altgriechisch χυλόω / χυλῶ + -ώνω


αποχύλωμα

αποχύλωμα αποχυλώνω + -μα χυλώνω altgriechisch χυλόω / χυλῶ + -ώνω


απόχρωση

απόχρωση Koine-Griechisch ἀπόχρωσις ἀποχρώννυμι ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω altgriechisch χρῴζω indoeuropäisch (Wurzel) *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω) ‎((Lehnbedeutung) französisch coloration)


απόχρεμψη

απόχρεμψη altgriechisch ἀπόχρεμψις


αποχρέμπτομαι

αποχρέμπτομαι από και altgriechisch χρέμπτομαι


απόχρεμμα

απόχρεμμα altgriechisch ἀπόχρεμμα


αποχή

αποχή Koine-Griechisch ἀποχή altgriechisch ἀπέχω ἀπό + ἔχω (1.(Lehnbedeutung) französisch abstention)


απόχη

απόχη mittelgriechisch ἀπόχη altgriechisch ὑποχή ὑπέχω


αποχετεύω

αποχετεύω altgriechisch ἀποχετεύω


αποχέτευση

αποχέτευση (λόγιο) Koine-Griechisch ἀποχέτευ(σις) + -ση altgriechisch ἀποχετεύω ὀχετός ὄχος / ὀχέω ἔχω


απόφυση

απόφυση altgriechisch ἀπόφυσις ἀποφύω


αποφυγή

αποφυγή altgriechisch ἀποφυγή ἀποφεύγω φεύγω


απόφραξη

απόφραξη altgriechisch ἀπόφραξις ἀποφράσσω


αποφρακτικός

αποφρακτικός mittelgriechisch ἀποφρακτικός altgriechisch ἀποφράσσω


αποφράζω

αποφράζω mittelgriechisch ἀποφράζω altgriechisch ἀποφράσσω ἀπό + φράσσω indoeuropäisch (Wurzel) *bherekʷ-


αποφράδα

αποφράδα altgriechisch ἀποφράς ἀπό + φράζω (λέω)


αποφορά

αποφορά Koine-Griechisch ἀποφορά (παρόμοια σημασία) altgriechisch ἀποφορά


αποφοιτώ

αποφοιτώ altgriechisch ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ ἀπό + φοιτάω / φοιτῶ φοῖτος


απόφοιτος

απόφοιτος mittelgriechisch ἀπόφοιτος altgriechisch ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ φοιτάω / φοιτῶ


αποφοίτηση

αποφοίτηση Koine-Griechisch ἀποφοίτησις altgriechisch ἀποφοιτῶ ἀπό + φοιτῶ


αποφεύγω

αποφεύγω altgriechisch ἀποφεύγω


αποφέρω

αποφέρω altgriechisch ἀποφέρω ἀπό + φέρω ((Lehnbedeutung) französisch rapporter)


αποφασίζω

αποφασίζω mittelgriechisch αποφασίζω Koine-Griechisch ἀπόφασις altgriechisch ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


απόφαση

απόφαση altgriechisch ἀπόφασις ἀποφαίνω ἀπό + φαίνω


απόφανση

απόφανση altgriechisch ἀπόφανσις ἀποφαίνομαι φαίνω


αποφαλακρώνω

αποφαλακρώνω altgriechisch ἀποφαλακρόω ἀπό + φαλακρός φαλός (φάω) + ἄκρος


αποφαίνομαι

αποφαίνομαι altgriechisch ἀποφαίνομαι, μέσος τύπος του ἀποφαίνω (στη φράση ἀποφαίνομαι γνώμην)


αποφάι

αποφάι αποφάγι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφαγούδι

αποφαγούδι αποφάγι + -ούδι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


αποφάγι

αποφάγι mittelgriechisch αποφάγι(ν) αποφαγείν altgriechisch ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω


απουσιάζω

απουσιάζω altgriechisch ἀπουσία


απουσία

απουσία altgriechisch ἀπουσία


αποτυχών

αποτυχών altgriechisch ἀποτυχών, μετοχή αορίστου β' του ἀποτυγχάνω


αποτυχία

αποτυχία altgriechisch ἀποτυχία ἀποτυγχάνω ἀπό + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


αποτυχαίνω

αποτυχαίνω αποτυγχάνω altgriechisch ἀποτυγχάνω


αποτύπωμα

αποτύπωμα altgriechisch ἀποτύπωμα ((Lehnbedeutung) französisch empreinte)


αποτυγχάνω

αποτυγχάνω altgriechisch ἀποτυγχάνω ἀπό + τυγχάνω indoeuropäisch (Wurzel) *dʰewgʰ- (παράγω, δύναμαι, πετυχαίνω)


αποτρυγώ

αποτρυγώ Koine-Griechisch ἀποτρυγάω / ἀποτρυγῶ ἀπό + altgriechisch τρυγάω / τρυγῶ τρύγη


αποτροπή

αποτροπή altgriechisch ἀποτροπή


αποτρίχωση

αποτρίχωση mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ ((Lehnübersetzung) französisch épilation)


αποτριχώνω

αποτριχώνω αποτρίχωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) mittelgriechisch αποτρίχωσις αποτρίχω Koine-Griechisch ἀπότριχος ἀπό + altgriechisch θρίξ


αποτρέπω

αποτρέπω altgriechisch ἀποτρέπω ἀπό + τρέπω


αποτραβώ

αποτραβώ απο- + τραβώ mittelgriechisch τραβώ τραβίζω ταυρίζω ταύρος altgriechisch ταῦρος indoeuropäisch (Wurzel) *táwros


αποτοξινώνω

αποτοξινώνω απο- + τοξίνη + -ώνω (entlehnt aus) französisch toxine toxique lateinisch toxicum altgriechisch τοξικόν, Maskulinum von τοξικός τόξον ((Lehnübersetzung) englisch detoxify)


απότομος

απότομος altgriechisch ἀπότομος ἀπό + τέμνω (3. (Lehnbedeutung) französisch brusque)


αποτολμώ

αποτολμώ altgriechisch ἀποτολμάω / ἀποτολμῶ ἀπό + τολμάω / τολμῶ


απότμημα

απότμημα Koine-Griechisch ἀπότμημα altgriechisch ἀποτέμνω ἀπό + τέμνω


απότιση

απότιση Koine-Griechisch ἀπότισις / ἀπότεισις altgriechisch ἀποτίνω ἀπό + τίνω (με επιρροή και του ρήματος τίω)


αποτίνω

αποτίνω altgriechisch ἀποτίνω (ξεπληρώνω) ἀπό + τίνω (πληρώνω τίμημα). Ο μέλλοντας τίσω και ο αόριστος ἔτισα συνέπιπταν με αυτούς του ρήματος τίω (υπολογίζω αξία, τιμώ) που δεν είναι ετυμολογικά συγγενές. Η σύγχυση των δύο μορφών -τίνω και -τίω, von αρχαιότητα έως και σήμερα[1][2]


αποτινάσσω

αποτινάσσω altgriechisch ἀποτινάσσω ἀπό + τινάσσω


αποτινάζω

αποτινάζω altgriechisch ἀποτινάσσω ἀπό + τινάσσω


αποτιμώ

αποτιμώ Katharevousa ἀποτιμῶ altgriechisch ἀποτιμάω - ἀποτιμῶ ἀπό + τιμάω-ῶ


αποτίμηση

αποτίμηση Koine-Griechisch ἀποτίμησις altgriechisch ἀποτιμάω ἀπό + τιμάω


αποτέφρωση

αποτέφρωση αποτεφρώνω + -ση Koine-Griechisch ἀποτεφρόω / ἀποτεφρῶ ἀπό altgriechisch τέφρα


αποτελώ

αποτελώ altgriechisch ἀποτελέω / ἀποτελῶ ἀπό + τελέω / τελῶ


αποτέλεσμα

αποτέλεσμα altgriechisch ἀποτέλεσμα ἀποτελέω / ἀποτελῶ ἀπό + τελέω / τελῶ τέλος indoeuropäisch (Wurzel) *kʷel- (2. (Lehnbedeutung) französisch résultats)


αποτείνω

αποτείνω altgriechisch ἀποτείνω ἀπό + τείνω


αποταχθείς

αποταχθείς altgriechisch ἀποταχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος αποτάσσω


αποτάσσω

αποτάσσω altgriechisch ἀποτάσσω ἀπό + τάσσω


απόταξη

απόταξη altgriechisch ἀπόταξις


αποταμιεύω

αποταμιεύω Koine-Griechisch ἀποταμιεύω / ἀποταμιεύομαι ἀπό + altgriechisch ταμιεύω ταμίας τέμνω proto-indogermanisch *tm̥-n-h₂- *temh₂- ‎(κόβω)


αποταμίευση

αποταμίευση Katharevousa αποταμίευσις αποταμιεύω + -σις Koine-Griechisch ἀποταμιεύομαι altgriechisch ταμιεύω ταμιεῖον ταμίας


απότακτος

απότακτος altgriechisch ἀπότακτος


αποσώνω

αποσώνω altgriechisch ἀποσώζω


απόσχιση

απόσχιση altgriechisch ἀπόσχισις ἀποσχίζω ἀπό + σχίζω proto-griechisch *skʰídyō indoeuropäisch (Wurzel) *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) *skey (χωρίζω, ανατέμνω)


αποσχίζω

αποσχίζω altgriechisch ἀποσχίζω ἀπό + σχίζω proto-griechisch *skʰídyō proto-indogermanisch *ski-d- / *skeyd- (χωρίζω, διαιρώ) *skey (χωρίζω, ανατέμνω)


αποσχίζομαι

αποσχίζομαι altgriechisch ἀποσχίζομαι, Passiv von ἀποσχίζω


αποσύρω

αποσύρω altgriechisch ἀποσύρω


απόστροφος

απόστροφος Koine-Griechisch ἀπόστροφος, substantiviertes Femininum des altgriechischen επιθέτου ἀπόστροφος (στραμμένος σε άλλη μεριά) ἀπό (από-) + -στροφος. Το αρσενικό, προσαρμοσμένος τύπος της δημοτικής. [1]


αποστροφή

αποστροφή altgriechisch ἀποστροφή


αποστρέφω

αποστρέφω altgriechisch ἀποστρέφω ἀπό + στρέφω


αποστρέφομαι

αποστρέφομαι altgriechisch ἀποστρέφομαι, Passiv von ἀποστρέφω ἀπό + στρέφω


αποστρατεύω

αποστρατεύω Koine-Griechisch ἀποστρατεύομαι ἀπό + altgriechisch στρατεύω στρατός


αποστολικός

αποστολικός Koine-Griechisch ἀποστολικός ἀπόστολος (απόστολος altgriechisch ἀπόστολος (πρεσβευτής ἀποστέλλω ἀπό + στέλλω ((Lehnbedeutung) französisch apôtre)


αποστηθίζω

αποστηθίζω Koine-Griechisch ἀποστηθίζω ἀπό στήθους altgriechisch στῆθος


αποστερώ

αποστερώ altgriechisch ἀποστερέω / ἀποστερῶ


αποστέργω

αποστέργω altgriechisch ἀποστέργω ἀπὁ + στέργω


αποστέλλω

αποστέλλω altgriechisch ἀποστέλλω ἀπό + στέλλω


αποστείρωση

αποστείρωση mittelgriechisch αποστείρωσις Koine-Griechisch ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ ἀπό + στειρόω / στειρῶ altgriechisch στεῖρος (2. (Lehnbedeutung) englisch sterilization)


αποστειρώνω

αποστειρώνω Koine-Griechisch ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ ἀπό + στειρόω / στειρῶ altgriechisch στεῖρος ((Lehnbedeutung) französisch stériliser)


αποστατώ

αποστατώ altgriechisch ἀποστατῶ


αποστασία

αποστασία altgriechisch ἀποστασία ἀποστατῶ


απόσταση

απόσταση, λόγια λέξη της Katharevousaς απόστασις altgriechisch ἀπόστασις ἀφίστημι


απόσταξη

απόσταξη Koine-Griechisch ἀπόσταξις altgriechisch ἀποστάζω ἀπό + στάζω


αποσταίνω

αποσταίνω mittelgriechisch ἀποσταίνω altgriechisch ἀφίσταμαι ἀπό+ ἵστημι indoeuropäisch (Wurzel) *stísteh₂- *steh₂- (ἵστημι)


αποστάζω

αποστάζω altgriechisch ἀποστάζω στάζω (2. (Lehnbedeutung) französisch distiller)


αποσπώ

αποσπώ altgriechisch ἀποσπῶ


απόσπασμα

απόσπασμα altgriechisch ἀπόσπασμα (κομμάτι που έχει αποκοπεί)


αποσοβώ

αποσοβώ altgriechisch ἀποσοβέω / ἀποσοβῶ σοβέω / σοβῶ


αποσκορακισμός

αποσκορακισμός Koine-Griechisch ἀποσκορακισμός ἀποσκορακίζω ἀπό + ἐς κόρακας altgriechisch κόραξ


αποσκοπώ

αποσκοπώ altgriechisch ἀποσκοπέω, -ῶ


αποσιωπώ

αποσιωπώ Koine-Griechisch ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ ἀπό + altgriechisch σιωπάω / σιωπῶ σιωπή


αποσιώπηση

αποσιώπηση Koine-Griechisch ἀποσιώπησις ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ ἀπό + altgriechisch σιωπάω / σιωπῶ σιωπή


απόσβεση

απόσβεση altgriechisch ἀπόσβεσις ((Lehnbedeutung) französisch 2.extinction, 3.amortissement)


αποσαφηνίζω

αποσαφηνίζω Koine-Griechisch ἀποσαφηνίζω altgriechisch ἀποσαφέω / ἀποσαφῶ


αποσαρώνω

αποσαρώνω απο- + σαρώνω Koine-Griechisch σαρόω / σαρῶ altgriechisch σαίρω


αποσαθρώνω

αποσαθρώνω απο- + σαθρός + -ώνω altgriechisch σαθρός


απορώ

απορώ altgriechisch ἀπορῶ


απορροφώ

απορροφώ altgriechisch ἀπορροφέω / ἀπορρροφῶ ἀπό + ῥοφέω / ῥοφῶ ((Lehnübersetzung) französisch absorber)



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback