Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γεροντίαση

γεροντίαση γεροντισμός (γεροντ-ισμός) + -ίαση (entlehnt aus) französisch gérontisme altgriechisch γέρων


γέροντας

γέροντας mittelgriechisch γέροντας αιτιατική γέροντα του altgriechisch γέρων.[1] siehe auch γέρος


γερνώ

γερνώ γεράζω altgriechisch γηράσκω / γηράω / γηρῶ γῆρας proto-indogermanisch *ǵerh₂-


γέρνω

γέρνω mittelgriechisch γέρνω γείρω altgriechisch ἐγείρω proto-indogermanisch *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)[1]


γερατειά

γερατειά mittelgriechisch γερατειά γερατεία γέρατα altgriechisch γῆρας (με επίδραση τού γέρατα, Mehrzahl von γέρας)


γερανός

γερανός altgriechisch γέρανος το μηχάνημα μοιάζει με το μακρύ ράμφος του πουλιού


γεράματα

γεράματα mittelgriechisch γηράματα, Mehrzahl von γήραμα altgriechisch γηράω / γηρῶ / γηράσκω γῆρας


γεράκι

γεράκι mittelgriechisch γεράκιν ἱεράκιον altgriechisch ἱέραξ


γέρακας

γέρακας γεράκι altgriechisch ἱέραξ


γεράζω

γεράζω γηράζω εγήρασα altgriechisch γηράσκω


γεννώ

γεννώ altgriechisch γεννάω/γεννῶ


γεννητούρια

γεννητούρια mittelgriechisch γεννητούρια *γεννητήριος altgriechisch γεννητήρ γεννάω


γεννήτορας

γεννήτορας altgriechisch γεννήτωρ


γεννητικός

γεννητικός altgriechisch γεννητικός


γέννηση

γέννηση mittelgriechisch γέννηση altgriechisch γέννησις


γέννημα

γέννημα altgriechisch γέννημα


γενναιόφρονας

γενναιόφρονας mittelgriechisch γενναιόφρων altgriechisch γενναῖος + φρήν


γενναίος

γενναίος altgriechisch γενναῖος γέν-ος ή γέννα


γέννα

γέννα altgriechisch γέννα


γενικότητα

γενικότητα altgriechisch γενικός


γενικός

γενικός altgriechisch γενικός


γενιά

γενιά altgriechisch γενεά


γένι

γένι mittelgriechisch γένι altgriechisch γένειον γένυς (σαγόνι)


γενετικός

γενετικός (entlehnt aus) französisch génétique altgriechisch γένεσις γίγνομαι


γενετή

γενετή altgriechisch γενετή (γέννηση, χρόνος γέννησης, τοκετός) από θέμα του γίγνομαι


γενέτειρα

γενέτειρα Koine-Griechisch γενέτειρα altgriechisch γενέτειρα, Femininum von γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) γίγνομαι


γενειάδα

γενειάδα altgriechisch γενειάς γένειον


γενέθλια

γενέθλια altgriechisch γενέθλια γενέθλιος γενέθλη και γένεθλον γίγνομαι / γενεά + -θλον ή von αόριστο ἐγεννήθην του γεννάω-γεννῶ


γενεαλογία

γενεαλογία altgriechisch γενεαλογία (η αναζήτηση του γενεαλογικού δέντρου, η καταγωγή των γενών) γενεά + λέγω


γενεά

γενεά altgriechisch γενεά


γεμιστός

γεμιστός Koine-Griechisch γεμιστός altgriechisch γεμίζω


γεμίζω

γεμίζω altgriechisch γεμίζω γέμω


γελωτοποιός

γελωτοποιός altgriechisch γέλως + ποιῶ


γελώ

γελώ (Katharevousa) γελῶ mittelgriechisch γελῶ altgriechisch γελάω / γελῶ πιθανόν να σχετίζεται με indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-


γέλιο

γέλιο mittelgriechisch γέλιον γελῶ altgriechisch γελάω / γελῶ indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-


γελάω

γελάω γελ(ώ) + -άω altgriechisch γελῶ, συνηρημένος τύπος του γελάω[1] πιθανόν να σχετίζεται με indoeuropäisch (Wurzel) *ǵélh₂-, *ǵlh₂-


γελαστής

γελαστής altgriechisch γελαστής γελάω / γελώ


γειτονιά

γειτονιά altgriechisch γειτονία


γειτονεύω

γειτονεύω altgriechisch γειτονεύω γείτων + -εύω (σημερινή έννοια αλλά και μοιάζω)


γειτόνεμα

γειτόνεμα Koine-Griechisch γειτόνευμα altgriechisch γειτονεύω


γείτονας

γείτονας mittelgriechisch γείτονας altgriechisch γείτων, von αιατιατική «τὸν γείτονα»


γειτνιάζω

γειτνιάζω altgriechisch γειτνιάζω με τις ίδιες έννοιες


γεια

γεια mittelgriechisch γεια Koine-Griechisch ὑγεία altgriechisch ὑγιεία ὑγιής


γεγονός

γεγονός altgriechisch γεγονός ουδέτερο της ενεργητικής μετοχής γεγονώς, του παρακειμένου "γέγονα", του γίγνομαι


γδύνω

γδύνω mittelgriechisch altgriechisch ἐκδύω


γδούπος

γδούπος altgriechisch γδοῦπος


γδέρνω

γδέρνω mittelgriechisch εγδέρνω altgriechisch ἐκδέρω


γατόπαρδος

γατόπαρδος italienisch gattopardo gatto ( lateinisch cattus αρχαία αιγυπτιακά čaute, θηλυκό τού caus (αγριόγατα) tešau (θηλυκή γάτα)) + pardo ( lateinisch pardus altgriechisch πάρδος (αντιδάνειο))


γαστροσκόπηση

γαστροσκόπηση (entlehnt aus) französisch gastroscopie altgriechisch γαστήρ + σκοπέω / σκοπῶ


γαστρορραγία

γαστρορραγία englisch gastrorrhagia altgriechisch γαστήρ και ῥήγνυμι


γαστρονομία

γαστρονομία Koine-Griechisch γαστρονομία altgriechisch γαστήρ + νέμω


γαστριμαργία

γαστριμαργία altgriechisch γαστριμαργία γαστρίμαργος γαστήρ + μάργος


γάστρα

γάστρα altgriechisch γάστρα


γαστέρα

γαστέρα mittelgriechisch γαστέρα altgriechisch γαστήρ


γαρίδα

γαρίδα altgriechisch καρίς


γαργαλώ

γαργαλώ mittelgriechisch altgriechisch γαργαλίζω γάργαλος


γαργαλίζω

γαργαλίζω altgriechisch γαργαλίζω


γαρ

γαρ altgriechisch γάρ


γανώνω

γανώνω altgriechisch γανόω


γάνωμα

γάνωμα γανώνω altgriechisch γανόω (γυαλίζω κάτι χάλκινο)


γάντζος

γάντζος venezianisch ganzo altgriechisch γαμψός (αντιδάνειο)[1]


γαμπρός

γαμπρός mittelgriechisch γαμπρός altgriechisch γαμβρός γαμέω (συγγένεια από γάμο ή ερωτική σχέση)


γάμος

γάμος altgriechisch γάμος


γάμμα

γάμμα altgriechisch γάμμα


γαμβρός

γαμβρός altgriechisch γαμβρός γαμέω


γάμα

γάμα altgriechisch γάμμα protosinaitisch *gamal (καμήλα)


γαλουχία

γαλουχία Koine-Griechisch γαλουχία altgriechisch γάλα + ἔχω


γαλότσα

γαλότσα venezianisch galozza französisch galoche lateinisch gallica Gallicus Gallus πρωτοκελτικά *galn- (δύναμαι) (Υπάρχει και η λιγότερο πιθανή άποψη *calopia lateinisch calopus altgriechisch καλόπους (αντιδάνειο))


γαληνίτης

γαληνίτης deutsch Galenit lateinisch galena altgriechisch γαλήνη γελάω proto-indogermanisch *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)


γαλήνιος

γαλήνιος Koine-Griechisch γαλήνιος altgriechisch γαλήνη indoeuropäisch (Wurzel) *ǵelh₂-


γαλέος

γαλέος altgriechisch γαλεός


γαλατσίδα

γαλατσίδα mittelgriechisch γαλατσίδα γαλατσίς Koine-Griechisch γαλακτίς altgriechisch γάλα


Γαλάτης

Γαλάτης altgriechisch Γαλάτης


γαλακτόρροια

γαλακτόρροια englisch galactorrhoea altgriechisch γάλα + ῥέω (αντιδάνειο)


γαλακτοκομία

γαλακτοκομία γαλακτο- + -κομία ( altgriechisch -κόμος κομῶ


γαλαθηνός

γαλαθηνός altgriechisch γαλαθηνός γάλα + -θηνός ( θῆσθαι, απαρέμφατο του θηλάζω)


γάλα

γάλα altgriechisch γάλα


γαϊτανωτός

γαϊτανωτός mittelgriechisch γαϊτανωτός γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτανόφρυδο

γαϊτανόφρυδο γαϊτάνι + -ο- + φρύδι + -ο mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτανοφρύδης

γαϊτανοφρύδης γαϊτανοφρύδα + -ης mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτανοφρύδα

γαϊτανοφρύδα γαϊτάνι + -ο- + φρύδι + -α mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτάνι

γαϊτάνι mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαϊτανάκι

γαϊτανάκι γαϊτάνι + κατάληξη υποκοριστικού -άκι mittelgriechisch γαϊτάνι(ν) / γατάνι(ν) lateinisch gaitanum (linum) Caieta / Gaeta (Γκαέτα) altgriechisch Καιήτη (αντιδάνειο)


γαζία

γαζία venezianisch gazia italienisch acacia spätlateinisch acacia Koine-Griechisch ἀκακία (αντιδάνειο) altgriechisch ἀκή indoeuropäisch (Wurzel) *h₂ḱrós (κοφτερός, αιχμηρός) *h₂eḱ- +‎ *-rós


γάγγραινα

γάγγραινα altgriechisch γάγγραινα γράω, ροκανίζω


γαβριάς

γαβριάς französisch gavroche Gavroche (ένας vonυς ήρωες του μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκώ οι Άθλιοι· με παρετυμολόγηση / επιρροή von altgriechisch λέξη γαυριῶ)


βωμολοχώ

βωμολοχώ altgriechisch βωμολοχέω


βωμολόχος

βωμολόχος (λόγιο) altgriechisch βωμολόχος βωμός + λοχάω (ενεδρεύω)


βωμολοχία

βωμολοχία altgriechisch βωμολοχία βωμός + -λοχία (-ολοχία) (καβγάς, αψιμαχία, τσακωμός)


βυσσοδομώ

βυσσοδομώ mittelgriechisch βυσσοδομῶ altgriechisch βυσσοδομεύω (=χτίζω/οικοδομώ σε βάθος) βυσσός + δομέω + -εύω


βύσσινο

βύσσινο altgriechisch βύσσινος βύσσος


βυσσινάδα

βυσσινάδα altgriechisch βυσσινάς


βύσμα

βύσμα altgriechisch βύω


βυρσοδεψία

βυρσοδεψία βυρσοδέψης + -ία altgriechisch βυρσοδέψης βύρσα + δέψω


βυρσοδέψης

βυρσοδέψης altgriechisch βυρσοδέψης βύρσα + δέψω


βυρσοδεψείο

βυρσοδεψείο Koine-Griechisch βυρσοδεψεῖον altgriechisch βυρσοδέψης βύρσα + δέψω


βύρσα

βύρσα altgriechisch βύρσα


βυθός

βυθός altgriechisch βυθός proto-indogermanisch *dʰewb- (βαθύς)


βυθοκόρος

βυθοκόρος βυθός + altgriechisch κορέω + -ος ((Lehnübersetzung) französisch cure-môle)


βυθιότητα

βυθιότητα βύθος + -ι- + -ότητα mittelgriechisch βύθος βυθίζω (αναδρομικός σχηματισμός) altgriechisch βυθίζω



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback