Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



γνώρισμα

γνώρισμα altgriechisch γνώρισμα γνωρίζω


γνώριμος

γνώριμος altgriechisch γνώριμος γνωρίζω


γνωρίζω

γνωρίζω altgriechisch γνωρίζω


γνωμοδότης

γνωμοδότης Koine-Griechisch γνωμοδότης altgriechisch γνώμη + δίδωμι


γνωμικός

γνωμικός Koine-Griechisch γνωμικός altgriechisch γνώμη


γνώμη

γνώμη altgriechisch γιγνώσκω


γνωματεύω

γνωματεύω Koine-Griechisch altgriechisch γνῶμα


γνησιότητα

γνησιότητα (Katharevousa) γνησιότης altgriechisch γνησιότης γνήσιος


γνήσιος

γνήσιος altgriechisch γνήσιος


γνέφω

γνέφω mittelgriechisch γνεύω altgriechisch νεύω


γναφέας

γναφέας mittelgriechisch γναφέας Koine-Griechisch γναφεύς altgriechisch κναφεύς κνάπτω


γνάθος

γνάθος altgriechisch γνάθος proto-indogermanisch *ǵn̥h₂dʰ-os *ǵénu- (γνάθος)


γλωσσίδα

γλωσσίδα altgriechisch γλωττίς


γλώσσημα

γλώσσημα Koine-Griechisch γλώσσημα (1,2) altgriechisch γλώσσημα γλῶσσα proto-indogermanisch *glōgʰs (3. (Lehnbedeutung) französisch glossème)


γλωσσάς

γλωσσάς mittelgriechisch γλωσσάς altgriechisch γλῶσσα + -άς


γλώσσα

γλώσσα altgriechisch γλῶσσα proto-indogermanisch *glōgʰs


γλυφίδα

γλυφίδα altgriechisch γλυφίς


γλυφή

γλυφή altgriechisch γλυφή


γλύφανο

γλύφανο altgriechisch γλύφανον


γλυτώνω

γλυτώνω mittelgriechisch γλυτώνω ἐγλυτώνω *εκλυτώνω Koine-Griechisch ἔκλυτος altgriechisch λύω proto-indogermanisch *lewH-


γλυπτός

γλυπτός Koine-Griechisch γλυπτός altgriechisch γλύφω indoeuropäisch (Wurzel) *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)


γλυπτική

γλυπτική Koine-Griechisch γλυπτική (ενν. τέχνη), Femininum von γλυπτικός γλύπτης altgriechisch γλύφω indoeuropäisch (Wurzel) *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)


γλυκύτητα

γλυκύτητα altgriechisch γλυκύτης γλυκύς


γλυκύς

γλυκύς altgriechisch γλυκύς


γλυκόφωνος

γλυκόφωνος Koine-Griechisch γλυκύφωνος altgriechisch γλυκύς + φωνή


γλυκός

γλυκός altgriechisch γλυκύς και γλύκιος


γλυκόμηλο

γλυκόμηλο altgriechisch γλυκύμαλον


γλυκόζη

γλυκόζη (αντιδάνειο) englisch glycose ελληνική γλυκύς altgriechisch γλεῦκος


γλυκογόνο

γλυκογόνο (entlehnt aus) französisch glycogène glyco- ( altgriechisch γλυκύς) + -gène ( altgriechisch γίγνομαι)


γλυκερός

γλυκερός altgriechisch γλυκερός


γλυκερίνη

γλυκερίνη (entlehnt aus) französisch glycerine altgriechisch γλυκερός + -ine (-ίνη)


γλυκάνισο

γλυκάνισο Koine-Griechisch γλυκάνισον altgriechisch γλυκύς + ἄνισον / ἄννισον / ἄνησον / ἄννησον / ἄνησσον arabisch يانسون (yansun)[1] altägyptisch (insɛt)


γλυκαίνω

γλυκαίνω altgriechisch γλυκαίνω


γλυκαιμία

γλυκαιμία (entlehnt aus) französisch glycémie altgriechisch γλυκύς + αἷμα


γλυκάδι

γλυκάδι mittelgriechisch γλυκάδιν Koine-Griechisch γλυκάδιον υποκοριστικό του (altgriechisch ) γλυκύς


γλουτός

γλουτός altgriechisch γλουτός


γλιστρίδα

γλιστρίδα mittelgriechisch γλιστρίδα γλίστρα + -ίδα γλιστρώ / εγλιστρώ (αναδρομικός σχηματισμός) ἐκ + altgriechisch λίστρον


γλεύκος

γλεύκος altgriechisch γλεῦκος


γλείφω

γλείφω mittelgriechisch γλείφω. Είτε Koine-Griechisch ἐκλείχω altgriechisch ἐκ- + λείχω[1], είτε συμπροφορά αντωνυμίας και του λείχω (/ton-l > toŋɡl > ɣl/). Η μετατροπή [x] > [f], πιθανόν von επίδραση του μεσαιωνικού ἀλείφω.[2]


γλαύκα

γλαύκα altgriechisch γλαῦξ


γλάστρα

γλάστρα altgriechisch γάστρα


γλαρώνω

γλαρώνω γλαρός altgriechisch ἱλαρός


γλάρος

γλάρος mittelgriechisch γλάρος altgriechisch λάρος proto-indogermanisch *la-


γκρεμός

γκρεμός altgriechisch κρημνός


γκρεμνός

γκρεμνός mittelgriechisch γκρεμνός altgriechisch κρημνός[1]


γκρεμίζω

γκρεμίζω altgriechisch κρημνίζω


γκέμι

γκέμι türkisch gem (ίσως (…) altgriechisch κημός (αντιδάνειο))


γκαρίζω

γκαρίζω mittelgriechisch γκαρίζω Koine-Griechisch ὀγκαρίζω λατινικά onco altgriechisch ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι


γκαρδιακός

γκαρδιακός mittelgriechisch γκαρδιακός / εγκαρδιακός altgriechisch ἐγκάρδιος καρδία


γκάμα

γκάμα italienisch gamme altgriechisch γάμμα


γκαζόζα

γκαζόζα italienisch gassosa ή türkisch gazoz + -α italienisch gassosa gas ολλανδική gaz lateinisch chaos altgriechisch χάος (αντιδάνειο)[1]


γκάζι

γκάζι französisch gaz ολλανδική gaz lateinisch chaos altgriechisch χάος (αντιδάνειο)


γιούλι

γιούλι altgriechisch ἴον + -ούλι


γιος

γιος mittelgriechisch γιος υιός altgriechisch υἱός


γιορτή

γιορτή mittelgriechisch γιορτή altgriechisch ἑορτή με τροπή του [eo] > ημίφωνο με φωνήεν [jo] > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] siehe auch γιατρός, Γιάννης


γιομίζω

γιομίζω mittelgriechisch γιομίζω altgriechisch γεμίζω γέμω


γιομάτος

γιομάτος mittelgriechisch γιομάτος γιομίζω altgriechisch γεμίζω γέμω


γιοματάρι

γιοματάρι mittelgriechisch γιοματάρι(ν) γιομάτο + υποκοριστικό επίθημα -άριον altgriechisch γέμω


γίνομαι

γίνομαι altgriechisch γίνομαι και γίγνομαι


γίδι

γίδι mittelgriechisch γίδιν altgriechisch αἰγίδιον, υποκοριστικό του αἴξ


γίγνεσθαι

γίγνεσθαι altgriechisch γίγνεσθαι


γιγαντομαχία

γιγαντομαχία altgriechisch γιγαντομαχία Γίγας και μάχη


γιγαντιαίος

γιγαντιαίος Koine-Griechisch γιγαντιαῖος altgriechisch γιγάντιος ή γίγας


γιατρός

γιατρός mittelgriechisch γιατρός altgriechisch ἰατρός με τροπή του άτονου [i] > ημίφωνο [j] πριν από φωνήεν > αρχικό [ʝ] πριν από φωνήεν (συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας).[1] siehe auch Γιάννης, γιορτή


γιατρικό

γιατρικό το ουδέτερο von altgriechisch ἰατρικός


γιατρεύω

γιατρεύω altgriechisch ἰατρεύω


γιάτρεμα

γιάτρεμα altgriechisch ἰάτρευμα


γιατρειά

γιατρειά altgriechisch ἰατρεία


γιανίσκω

γιανίσκω ιανίσκω ιαίνω altgriechisch ἴασις ἰάομαι / ἰῶμαι


για

για mittelgriechisch γιά altgriechisch διά


γητευτής

γητευτής mittelgriechisch γητευτής γητεύω altgriechisch γοητεύω


γηρατειά

γηρατειά γερατειά mittelgriechisch γερατειά γερατεία γέρατα altgriechisch γῆρας proto-indogermanisch *ǵerh₂- (με επίδραση τού γέρατα, Mehrzahl von γέρας)


γηράσκω

γηράσκω altgriechisch γηράσκω


γήρας

γήρας altgriechisch γῆρας


γήρανση

γήρανση Katharevousa γήρανσις altgriechisch γήρανσις γῆρας


γηραιός

γηραιός altgriechisch γηραιός και γεραιός και γεραός γῆρας (τα γηρατειά) ή το συγγενές γέρας (τιμή, δώρο, προνόμιο, σεβασμός)


γήλοφος

γήλοφος altgriechisch γῆ + λόφος


γεωτροπισμός

γεωτροπισμός (entlehnt aus) französisch geotropism altgriechisch γεω- + τρόπος


γεώτρηση

γεώτρηση γεω- + altgriechisch τρῆσις


γεωργός

γεωργός altgriechisch γεωργός γεω- (γῆ) + ἔργον


γεωργία

γεωργία altgriechisch γεωργία γεωργός γῆ + ἔργον


γεωπόνος

γεωπόνος γεω- + -πόνος, (entlehnt aus) französisch géopone Koine-Griechisch γεωπόνος (αγρότης, γεωργός) altgriechisch γῆ + πόνος.[1]


γεώμορο

γεώμορο mittelgriechisch γεώμορον, substantiviertes Adjektiv von Koine-Griechisch γεωμόρος (επίθετο: που οργώνει τη γη), von altgriechisch γεωμόρος (ουσιαστικό: που έχει μερίδιο γης) [1]


γεωμετρία

γεωμετρία altgriechisch γεωμετρία γεωμέτρης (ο επιστήμονας, αλλά και εκείνος που μετρούσε κτήματα) γεω- + μέτρον


γεωμέτρης

γεωμέτρης altgriechisch γεωμέτρης γῆ και μετρέω-μετρῶ


γεωγραφία

γεωγραφία Koine-Griechisch γεωγραφία altgriechisch γεωγράφος γεω- (γῆ) + γράφω


γεφυρώνω

γεφυρώνω altgriechisch γεφυρόω-γεφυρῶ


γεφυροποιός

γεφυροποιός Koine-Griechisch γεφυροποιός altgriechisch γέφυρα + -ποιός


γεφύρι

γεφύρι mittelgriechisch γεφύριον altgriechisch γέφυρα


γέφυρα

γέφυρα altgriechisch γέφυρα


γεύσις

γεύσις altgriechisch γεῦσις


γεύση

γεύση altgriechisch γεῦσις γεύομαι


γεύομαι

γεύομαι altgriechisch γεύομαι (σήμαινε τρώγω, μεταγενέστερος τύπος του γεύω)


γεύμα

γεύμα altgriechisch γεῦμα


γερουσιαστής

γερουσιαστής Koine-Griechisch γερουσιαστής altgriechisch γερουσία γέρων


γερουσία

γερουσία, von προσηγορικό/περιληπτικό αρχαίο ουσιαστικό γερουσία (μέλη πολιτικού συμβουλίου) θηλυκό des altgriechischen επιθέτου γερούσιος, γερουσία, γερούσιον (=γεροντικός, τιμημένος)


γερός

γερός Koine-Griechisch γερός *ὑγηρός altgriechisch ὑγιηρός ὑγιής


γέρος

γέρος mittelgriechisch γέρος altgriechisch γέρων


γεροξούρας

γεροξούρας γέρος + -ο- + ξούρας altgriechisch ἔξωρος ἔξω + ὥρα


γεροντισμός

γεροντισμός (entlehnt aus) französisch gérontisme altgriechisch γέρων



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback