Griechische Wörter mit altgriechischer Etymologie

Sortieren nach

  Alphabetisch    Relevanz    Neuste

Filtern nach Etymologie

Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.

   Altgriechisch    Mittelgriechisch    Koine-Griechisch    Katharevousa-Griechisch    Lateinisch    Spanisch    Deutsch    Türkisch    Italienisch    Norwegisch    Arabisch    Albanisch    Sanskritisch    Ägyptisch    Persisch    Japanisch



κερκίδα

κερκίδα altgriechisch κερκίς


κερί

κερί mittelgriechisch κερί(ν) κηρίον altgriechisch κηρός indoeuropäisch (Wurzel) *ka:r- (κερί)


κερδοσκόπος

κερδοσκόπος κέρδ(ος) +-ο- + -σκόπος ( altgriechisch σκοπέω, -ῶ)


κέρδος

κέρδος altgriechisch κέρδος (κατά Robert S. P. Beekes) πρωτοϊνδοευρωπαϊκά: *kerd- («τέχνη, χειροτεχνία») και συγγενές του παλαιοϊρλανδικού cerd («τέχνη, χειροτεχνία· δεξιότητα»)


κέρατο

κέρατο altgriechisch κέρας (Genitiv κέρατος)


κερατίνη

κερατίνη (entlehnt aus) französisch kératine altgriechisch κέρας


κεραστής

κεραστής κερνώ + -τής altgriechisch κεράννυμι


κέρασος

κέρασος (λόγιο) altgriechisch κερασός


κέρασμα

κέρασμα altgriechisch κέρασμα κεράννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *ḱerh₂- *ḱer- (αυξάνω)


κερασιά

κερασιά mittelgriechisch κερασιά ή κερασά Koine-Griechisch κερασία altgriechisch κέρασ(ος) + -ία[1]


κεράσι

κεράσι mittelgriechisch κεράσι(ν) Koine-Griechisch κεράσιον altgriechisch κερασός / κέρασος


κέρας

κέρας altgriechisch κέρας proto-indogermanisch *ḱerh₂-[1] (κέρας)


κέραμος

κέραμος altgriechisch κέραμος


κεραμοποιείο

κεραμοποιείο κεραμοποιός + -είο Koine-Griechisch κεραμοποιός altgriechisch κέραμος + ποιέω


κεραία

κεραία (λόγιο) altgriechisch κεραία[1]


κένωση

κένωση altgriechisch κένωσις κενόω / κενῶ κενός


κεντώ

κεντώ altgriechisch κεντέω-ῶ


κεντρίζω

κεντρίζω altgriechisch κεντρίζω


κεντρί

κεντρί altgriechisch κεντρίον κέντριον κέντρον


κενός

κενός altgriechisch κενός κενϝός indoeuropäisch (Wurzel) *ḱen-


κενολογία

κενολογία Koine-Griechisch κενολογία altgriechisch κενός + λόγος


κελεύω

κελεύω altgriechisch κελεύω


κέλευσμα

κέλευσμα altgriechisch κέλευσμα


κελάρυσμα

κελάρυσμα Koine-Griechisch κελάρυσμα altgriechisch κελαρύζω


κελαρύζω

κελαρύζω altgriechisch κελαρύζω


κελαηδώ

κελαηδώ altgriechisch κελαδῶ, συνηρημένος τύπος του κελαδέω (βγάζω δυνατό ήχο). Η σημασία «τραγουδάω», mittelgriechisch.[1]


κελαηδισμός

κελαηδισμός κελαηδώ + -ισμός altgriechisch κελαδέω/κελαδῶ κέλαδος


κελάηδημα

κελάηδημα Koine-Griechisch κελάδημα altgriechisch κελαδέω/κελαδῶ κέλαδος


κειμήλιο

κειμήλιο altgriechisch κειμήλιον κεῖμαι


κείμενο

κείμενο Koine-Griechisch κείμενον altgriechisch κεῖμαι proto-indogermanisch *ḱey- (κείμαι)


κείμαι

κείμαι altgriechisch κεῖμαι proto-indogermanisch *ḱey- (κείμαι)


κείθε

κείθε mittelgriechisch εκείθεν altgriechisch ἐκεῖθεν ἐκεῖ + -θεν


κει

κει εκεί altgriechisch ἐκεῖ ἐκεῖνος (αναδρομικός σχηματισμός) ἐ- + proto-indogermanisch *ḱe (δεικτικό μόριο: εδώ) + *h₁enos (εκείνος) ( *h₁é)


κέδρος

κέδρος ὁ Koine-Griechisch κέδρος altgriechisch κέδρος


καψόνι

καψόνι κάψ(α) + -όνι[1]. Απίθανη μια ετυμολόγηση καψώνι καψώνω + -ι mittelgriechisch καψώνω Koine-Griechisch καυσόω / καυσῶ καῦσος altgriechisch καίω[2]


καχυποψία

καχυποψία mittelgriechisch καχυποψία altgriechisch καχύποπτος


καχεξία

καχεξία altgriechisch καχεξία κακός + ἕξις ἔχω


καυχιέμαι

καυχιέμαι altgriechisch καυχῶμαι


καύχημα

καύχημα altgriechisch καύχημα καυχῶμαι


καύσωνας

καύσωνας Koine-Griechisch καύσων altgriechisch καίω


καύσων

καύσων Koine-Griechisch καύσων altgriechisch καίω


καυστικός

καυστικός altgriechisch καυστικός καυστός καίω ((Lehnbedeutung) französisch caustique)


καυστήρας

καυστήρας altgriechisch καυστήρ


καύση

καύση altgriechisch καῦσις καίω ((Lehnübersetzung) französisch combustion)


καυλός

καυλός altgriechisch καυλός


καυλί

καυλί Koine-Griechisch καυλίον altgriechisch καυλός


καύκαλο

καύκαλο von μεταγενέστερο καύκαλον altgriechisch καῦκος (κύπελλο)


κατώφλι

κατώφλι mittelgriechisch κατω.φλιν κατώφλιον altgriechisch κάτω + φλιά λόγ. κατώφλιον.


κατωφέρεια

κατωφέρεια altgriechisch κατωφέρεια κατωφερής κάτω + φέρω


κατώτερος

κατώτερος altgriechisch κατώτερος κάτω


κατσουφιάζω

κατσουφιάζω altgriechisch κατηφής


κατοχυρώνω

κατοχυρώνω Koine-Griechisch κατοχυρόω / κατοχυρῶ κατά + altgriechisch ὀχυρόω / ὀχυρῶ ὀχυρός


κατουρώ

κατουρώ altgriechisch κατουρῶ (κατά + οὐρῶ)


κατορθώνω

κατορθώνω altgriechisch κατορθόω / κατορθῶ κατά + ὀρθόω / ὀρθῶ ὀρθός


κατόρθωμα

κατόρθωμα altgriechisch κατόρθωμα κατορθώνω κατορθόω / κατορθῶ


κάτοπτρο

κάτοπτρο altgriechisch κάτοπτρον κατά + ὄψ proto-griechisch *ókʷs proto-indogermanisch *h₃ókʷs (μάτι) *h₃ekʷ-[1] (βλέπω)


κατοπτρίζω

κατοπτρίζω Koine-Griechisch κατοπτρίζω altgriechisch κάτοπτρον


κατόπτευση

κατόπτευση Koine-Griechisch κατόπτευσις altgriechisch κατοπτεύω κατά + ὀπτεύω ὀπτός ὁράω


κατόπιν

κατόπιν altgriechisch κατόπιν


κατονομάζω

κατονομάζω altgriechisch κατονομάζω (Lehnbedeutung από τη französisch dénommer)


κατολίσθηση

κατολίσθηση Koine-Griechisch κατολίσθησις κατολισθάνω κατά + altgriechisch ὀλισθάνω


κατολισθαίνω

κατολισθαίνω Koine-Griechisch κατολισθάνω κατά + altgriechisch ὀλισθάνω


κατοικώ

κατοικώ altgriechisch κατοικέω/κατοικῶ οἶκος


κάτοικος

κάτοικος altgriechisch κάτοικος κατά (κατ- + οἶκος)[1]


κατοικία

κατοικία Koine-Griechisch κατοικία altgriechisch κατοικία (τρόπος διαμονής)


κατιόν

κατιόν englisch cation altgriechisch κατιόν, ουδέτερο μετοχής του κάτειμι εἶμι (αντιδάνειο)


κατήχηση

κατήχηση (λόγιο) Koine-Griechisch κατήχη(σις) + -ση[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε κατ- + -ηχη + -ση altgriechisch ἠχέω, ἠχῶ


κατηφής

κατηφής altgriechisch κατηφής


κατηγορώ

κατηγορώ altgriechisch κατηγορῶ κατήγορος


κατηγορούμενο

κατηγορούμενο altgriechisch κατηγορούμενον, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κατηγοροῦμαι


κατήγορος

κατήγορος altgriechisch κατήγορος κατά + ἀγορεύω


κατηγορία

κατηγορία altgriechisch κατηγορία κατήγορος κατά + αγορεύω


κατηγόρια

κατηγόρια κατηγορία altgriechisch κατηγορία


κατέχω

κατέχω altgriechisch κατέχω


κατευνασμός

κατευνασμός Koine-Griechisch κατευνασμός κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω


κατευνάζω

κατευνάζω Koine-Griechisch κατευνάζω κατά + altgriechisch εὐνή + -άζω (αρχική σημασία: βάζω κάποιον στο κρεβάτι για ύπνο)


κατευθύνω

κατευθύνω altgriechisch κατευθύνω κατά + εὐθύς


κατέρχομαι

κατέρχομαι altgriechisch κατέρχομαι


κάτεργο

κάτεργο altgriechisch κάτεργον


κατεργάζομαι

κατεργάζομαι altgriechisch κατεργάζομαι κατά + ἐργάζομαι ἔργον


κατεδαφίζω

κατεδαφίζω mittelgriechisch κατεδαφίζω κατ(α)- + mittelgriechisch και altgriechisch ἐδαφίζω ("ρίχνω στο έδαφος"). Αναλύεται σε κατ(α)- + έδαφ(ος) + -ίζω


κατεβασιά

κατεβασιά Koine-Griechisch καταβασία altgriechisch κατάβασις καταβαίνω κατά + βαίνω


κατεβάζω

κατεβάζω mittelgriechisch altgriechisch καταβιβάζω


καταψύχω

καταψύχω altgriechisch καταψύχω κατά + ψύχω ((Lehnbedeutung) französisch réfrigérer)


κατάψυξη

κατάψυξη altgriechisch κατάψυξις καταψύχω κατά + ψύχω (ψύχω κάτι πολύ)


καταψύκτης

καταψύκτης altgriechisch καταψύχω


καταψηφίζω

καταψηφίζω altgriechisch καταψηφίζομαι ψῆφος ((Lehnbedeutung) (γαλλικά voter [[contre])


καταχωρίζω

καταχωρίζω altgriechisch καταχωρίζω από τις λέξεις κατά και χωρίζω


καταχώνω

καταχώνω mittelgriechisch καταχώνω altgriechisch καταχώννυμι κατά + χώννυμι χόω indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰew- (χύνω)


καταφύγιο

καταφύγιο altgriechisch καταφύγιον, υποκοριστικό του καταφυγή καταφεύγω


καταφυγή

καταφυγή altgriechisch καταφυγή


καταφρονώ

καταφρονώ altgriechisch καταφρονέω / καταφρονῶ κατά + φρονέω / φρονῶ φρήν


καταφρόνηση

καταφρόνηση mittelgriechisch καταφρόνηση altgriechisch καταφρόνησις καταφρονέω / καταφρονῶ κατά + φρονέω / φρονῶ φρήν


καταφορά

καταφορά altgriechisch καταφορά


καταφεύγω

καταφεύγω altgriechisch καταφεύγω κατά + φεύγω


καταφέρω

καταφέρω altgriechisch καταφέρω (κατά) κατα- + φέρω


καταφέρνω

καταφέρνω altgriechisch καταφέρω κατά + φέρω proto-griechisch *pʰérō indoeuropäisch (Wurzel) *bʰéreti *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)


κατάφαση

κατάφαση altgriechisch κατάφασις ((Lehnbedeutung) französisch affirmation)


κατατρύχω

κατατρύχω altgriechisch κατατρύχω


κατατροπώνω

κατατροπώνω altgriechisch κατατροπῶ κατα- + τροπῶ τρόπος



Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback