Beinhaltet auch Abstammungsketten und Lehnübersetzungen. Übersicht der griechischen Sprachstufen.
Altgriechisch Mittelgriechisch Koine-Griechisch Katharevousa-Griechisch Lateinisch Spanisch Deutsch Türkisch Italienisch Norwegisch Arabisch Albanisch Sanskritisch Ägyptisch Persisch Japanischκατατρέχω altgriechisch κατατρέχω κατά + τρέχω
κατατομή altgriechisch κατατομή ((Lehnbedeutung) französisch profil)
κατατέμνω altgriechisch κατατέμνω κατά + τέμνω
κατατεμαχισμός κατατεμαχίζω + -μός mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)
κατατεμαχίζω mittelgriechisch κατατεμαχίζω κατα- + Koine-Griechisch τεμαχίζω altgriechisch τέμαχος τέμνω indoeuropäisch (Wurzel) *tem- (τέμνω, κόβω)
κατατείνω altgriechisch κατατείνω κατά + τείνω
κατατάσσω altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω proto-griechisch *taťťō proto-indogermanisch *teh₂g-
κατάταξη Koine-Griechisch κατάταξις altgriechisch κατατάσσω κατά + τάσσω
κατάσχω altgriechisch κατάσχω, υποτακτική αορίστου β' (κατέσχον) του ρήματος κατέχω das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1897 σε νομικό έγγραφο του υπουργείου εξωτερικών (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Α, σελ. 531). Ο Κουμανούδης επικρίνει το (λανθασμένο -κατά τη γνώμη του) σχηματισμό της λέξης και τη χρήση της.
κατασφάζω altgriechisch κατασφάζω κατά + σφάζω
κατασυντρίβω mittelgriechisch κατασυντρίβω κατά + altgriechisch συντρίβω
κατάστρωση Koine-Griechisch κατάστρωσις altgriechisch καταστρώννυμι
καταστρώνω altgriechisch καταστρώννυμι κατά + στρώννυμι
κατάστρωμα altgriechisch κατάστρωμα καταστρώννυμι
καταστροφή Koine-Griechisch καταστροφή "ξέκαμα" altgriechisch καταστροφή
καταστρέφω altgriechisch καταστρέφω κατά + στρέφω
καταστολή altgriechisch καταστολή καταστέλλω κατά + στέλλω
κατάστιχο mittelgriechisch κατάστιχο / κατάστιχον (συνεκφορά) κατά στίχον altgriechisch στίχος στείχω indoeuropäisch (Wurzel) *steygʰ- (περπατώ)
κατάστικτος altgriechisch κατάστικτος
καταστέλλω altgriechisch καταστέλλω κατα- + στέλλω
κατάστασις altgriechisch κατάστασις
κατάσταση altgriechisch κατάστα(σις) + -ση. Για σύγχρονους όρους, Lehnbedeutung από τη französisch état[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + στάση
κατάσκοπος altgriechisch κατάσκοπος κατά + σκοπός
κατασκηνώνω altgriechisch κατασκηνόω - κατασκηνῶ[1]
κατασβήνω altgriechisch κατασβέννυμι κατά + σβέννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)
κατάσβεση Koine-Griechisch κατάσβεσις altgriechisch κατασβέννυμι κατά + σβέννυμι indoeuropäisch (Wurzel) *(s)gʷes- (σβήνω, εξαλείφω)
καταρχήν altgriechisch κατ’ ἀρχάς ((Lehnbedeutung) französisch en principe)
κατάρτιση Koine-Griechisch κατάρτισις altgriechisch καταρτίζω ἀρτίζω ἄρτι indoeuropäisch (Wurzel) *h₂er-
κατάρριψη Koine-Griechisch κατάρριψις altgriechisch καταρρίπτω κατά + ῥίπτω
καταρρίπτω altgriechisch καταρρίπτω κατά + ῥίπτω ((Lehnbedeutung) französisch abattre / battre)
καταρρέω altgriechisch καταρρέω κατά + ῥέω
κατάρρευση mittelgriechisch κατάρρευσις altgriechisch καταρρέω κατά + ῥέω
καταργώ altgriechisch καταργέω / καταργῶ ἀργέω / ἀργῶ ἀργός ἀεργός ἀ- + ἔργον proto-griechisch *wérgon indoeuropäisch (Wurzel) *wérǵom *werǵ-
κατάργηση Koine-Griechisch κατάργησις altgriechisch καταργέω / καταργῶ ἀργέω / ἀργῶ ἀργός ἀεργός ἀ- + ἔργον proto-griechisch *wérgon indoeuropäisch (Wurzel) *wérǵom *werǵ-
κατάρα altgriechisch κατάρα κατά + ἀρά
καταπραΰνω altgriechisch καταπραΰνω κατά + πραΰνω πραΰς / πρᾶος
καταπότι altgriechisch καταπότιον
καταπονώ Koine-Griechisch καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatiguer)
καταπόνηση Koine-Griechisch καταπόνησις καταπονέω / καταπονῶ κατά + altgriechisch πονέω /πονῶ πόνος ((φυσική) (Lehnübersetzung) französisch fatigue)
καταπολέμηση altgriechisch καταπολέμησις καταπολεμέω
καταπνίγω altgriechisch καταπνίγω κατά + πνίγω ((Lehnbedeutung) französisch étouffer)
κατάπλους altgriechisch κατάπλους καταπλέω κατά + πλέω
καταπλήσσω altgriechisch καταπλήσσω κατά + πλήσσω / πλήττω indoeuropäisch (Wurzel) *pleh₂k- (πλήττω, χτυπώ)
καταπληξία (entlehnt aus) französisch cataplexie altgriechisch κατάπληξις καταπλήσσω κατά + πλήσσω
κατάπληξη altgriechisch κατάπληξις
καταπλέω altgriechisch καταπλέω
καταπίπτω altgriechisch καταπίπτω κατά + πίπτω
καταπίνω altgriechisch καταπίνω
καταπικραίνω mittelgriechisch καταπικραίνω Koine-Griechisch κατάπικρος altgriechisch κατα- + πικρός
καταπιέζω Koine-Griechisch καταπιέζω κατά + altgriechisch πιέζω proto-indogermanisch *pisd- (πιέζω) ((Lehnübersetzung) französisch opprimer)
καταπέφτω mittelgriechisch καταπέφτω altgriechisch καταπίπτω κατά + πίπτω
καταπέτασμα Koine-Griechisch altgriechisch καταπετάννυμι
καταπέμπω altgriechisch κατα- + πέμπω
καταπάτηση Koine-Griechisch καταπάτησις altgriechisch καταπατέω / καταπατῶ κατά + πατέω / πατῶ
καταξιώνω altgriechisch καταξιώνω
καταξεραίνω altgriechisch καταξηραίνω κατάξηρος κατά + ξηρός
καταντώ altgriechisch καταντῶ (: φθάνω, καταλήγω)
κατανοώ altgriechisch κατανοέω / κατανοῶ κατά + νοέω νόος / νοῦς
κατανέμω altgriechisch κατανέμω κατά + νέμω
καταναλώνω mittelgriechisch καταναλώνω altgriechisch καταναλίσκω κατά + ἀναλίσκω
καταμερισμός Koine-Griechisch καταμερισμός altgriechisch καταμερίζω κατά + μερίζω μέρος
καταμερίζω altgriechisch καταμερίζω κατά + μερίζω μέρος
κατάμαυρος mittelgriechisch κατάμαυρος κατα- + μαύρος Koine-Griechisch μαῦρος / μαυρός altgriechisch ἀμαυρός proto-indogermanisch *mau-ro- (ανήλιαγος, μαύρος, σκοτεινός)
καταλύω altgriechisch καταλύω κατά + λύω
κατάλυση κατάλυσις in Katharevousa και mittelgriechisch και στην altgriechisch
κατάλοιπο altgriechisch κατάλοιπον, Maskulinum von κατάλοιπος καταλείπω κατά + λείπω ((Lehnübersetzung) französisch résidu ή reliques)
κατάλογος (λόγιο) altgriechisch κατάλογος (εγγραφή) κατά + λέγω, κατά- + -λογος, (Lehnbedeutung) französisch liste[1]
καταλογισμός Koine-Griechisch καταλογισμός altgriechisch καταλογίζομαι κατά + λογίζομαι λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-
καταλογίζω altgriechisch καταλογίζομαι κατά + λογίζομαι λόγος λέγω proto-indogermanisch *leǵ-
καταλογάδην altgriechisch καταλογάδην καταλέγω + -δην κατά + λέγω
κατάλληλος altgriechisch κατάλληλος κατά + ἀλλήλων ἄλλος
καταλαμβάνω altgriechisch καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω (3,4. (Lehnbedeutung) französisch occuper. 5. (Lehnbedeutung) französisch emparer)
καταλαβαίνω mittelgriechisch καταλαβαίνω altgriechisch καταλαμβάνω κατά + λαμβάνω
κατακυρώνω altgriechisch κατακυρόω / κατακυρῶ κατά + κυρόω / κυρῶ κῦρος
κατακυριεύω altgriechisch κατακυριεύω
κατακτώ altgriechisch κατακτῶμαι
κατάκρισις altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω
κατάκριση mittelgriechisch κατάκρισις (παρόμοια σημασία) Koine-Griechisch κατάκρισις altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω
κατακρίνω mittelgriechisch κατακρίνω (παρόμοια σημασία) altgriechisch κατακρίνω κατά + κρίνω
κατακρήμνιση κατακρημνίζω + -ση altgriechisch κατακρημνίζω
κατακρημνίζω altgriechisch κατακρημνίζω κατά + κρημνίζω κρημνός
κατακρεουργώ altgriechisch κατακρεουργέω / κατακρεουργῶ ((Lehnübersetzung) französisch massacrer)
κατακραυγή mittelgriechisch κατακραυγή Koine-Griechisch κατακραυγάζω κατά + κραυγάζω altgriechisch κραυγή ((Lehnbedeutung) französisch clameur[1])
κατακόπτω altgriechisch κατακόπτω κατά + κόπτω
κατακόκκινος mittelgriechisch κατακόκκινος ολο- + κόκκινος Koine-Griechisch κόκκινος altgriechisch κόκκος vorhellenistisch
κατακλυσμός altgriechisch κατακλυσμός κατακλύζω
κατακερματίζω altgriechisch κατακερματίζω κατά + κερματίζω κέρμα
καταισχύνη mittelgriechisch altgriechisch καταισχύνω
καταιονισμός Koine-Griechisch καταιόνησις + κατάληξη -μος καταιονάω / καταιονῶ altgriechisch κατά + αἰονάω / αἰονῶ
καταιονητήρας altgriechisch καταιονάω / καταιονῶ + -τήρας
καταιγισμός altgriechisch καταιγισμός
καταιγίδα altgriechisch καταιγίς κατ(α)- + αἰγίς Η σημασία της λέξης προέρχεται von ασπίδα του Δία, που παριστανόταν ως αιγίδα, ένα χιτώνα από δέρμα κατσίκας, και πιστευόταν ότι, όταν την έσειε δυνατά, προκαλούσε θύελλα
καταθέτω altgriechisch κατατίθημι
κατάδυση altgriechisch κατάδυσις
καταδύομαι altgriechisch καταδύομαι
καταδρομή altgriechisch καταδρομή
καταδρομέας altgriechisch καταδρομεύς
καταδότης mittelgriechisch καταδότης καταδίδω κατά + δίδω altgriechisch δίδωμι
καταδιώκω altgriechisch καταδιώκω κατα- + διώκω ((Lehnbedeutung) französisch poursuivre)
καταδίκη altgriechisch καταδίκη
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.