κατακόπτω Verb  [katakopto, katakoptw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu κατακόπτω

κατακόπτω altgriechisch κατακόπτω κατά + κόπτω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu κατακόπτω.



Griechische Definition zu κατακόπτω

κατακόπτω· κατακόβγω· κατακόβω· κατακόφτω.

I. Ενεργ.
1)
α) Κόβω κ., κομματιάζω:
(Ιερακοσ. 4915
(μεταφ.):
οι πόνοι σου κρατούσι την καρδιάν μου και κατακόπτουσιν αυτήν (Κομν., Διδασκ. Δ 29
β) σπάζω κ.:
όντεν … ο βορράς αδυνατά φουσκώσει και κατακόψει τσι κορφές (ενν. των δένδρων) (Ερωτόκρ. Β´ 1804).
2) Κατασφάζω, διαμελίζω:
εκατακόψανε τους ελεεινούς χριστιανούς (Χρον. σουλτ. 13312
κατεκόπης μεληδόν υπό βαρβάρων χείρας (Διγ. Z 425).
3) Καταστρέφω:
είς άνθρωπος … να σκοτώσει τον εχθρόν του … ή κατακόψει τον αμπελώναν του (Ασσίζ. 8518
(μεταφ.):
ο θάνατος … κατέκοψεν αυτού νεότητος το κάλλος (Διγ. Z 4477).
4) Δέρνω, χτυπώ:
αν από τα αναστενάγματα εσώπαζεν η κόρη, πάλιν εκατακόβγασι τα χέρια της το στήθος (Λίβ. N 3085
(μεταφ.):
φυσιωμένοι άνεμοι και κατακόπτουσίν την (ενν. τη θάλασσα) (Θησ. Η´ [33]).
5) Βασανίζω:
εκείνου εκατεκόπτετον ο νους του από τους πόνους (Λίβ. (Lamb.) N 59).
II. Μέσ.
1) Σκοτώνομαι, σφάζομαι:
μετ’ αύτους να κατακοπούν εις συμπλοκάς πολέμου (Γεωργηλ., Βελ. Λ 268).
2) (Μεταφ.) φιλονικώ, μαλώνω:
εάν καθίσωσιν τρεις ή τέσσαρες άνθρωποι ποιήσαι παράκλησιν μετά αγάπης, ει μη σκανδαλισθώσιν και κατακοπώσιν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 117 (έκδ. κόπωσιν)).
3) Θρηνώ· υποφέρω, βασανίζομαι:
ηρξάμην κατακόπτεσθαι, γίνεται θρήνος μέγας (Λίβ. Sc. 1414).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
1)
α) Κομμένος, κομματιασμένος:
Αν δεν ποίσω το έλμον σου όλον κατακομμένον (Πόλ. Τρωάδ. 2693
β) οδοντωτός:
ακρωτήριν κατακομμένον ωσάν νησία (Πορτολ. Α 12313).
2) Πληγωμένος:
οι Παμφλαγόνιοι ήλθαν κατακομμένοι και λαβωμένοι εις θάνατον (Πόλ. Τρωάδ. 10944).
3) Θλιμμένος· βασανισμένος, ταλαιπωρημένος:
Tόσο θλιμμένες (ενν. οι αρχόντισσες) … όλο κατακομμένες (Θησ. Β´ [155]).
[αρχ. κατακόπτω. Οι τ. κόβγω και κόφτω και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. κόβω και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback