κατάσχω altgriechisch κατάσχω, υποτακτική αορίστου β' (κατέσχον) του ρήματος κατέχω das Wort πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1897 σε νομικό έγγραφο του υπουργείου εξωτερικών (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Α, σελ. 531). Ο Κουμανούδης επικρίνει το (λανθασμένο -κατά τη γνώμη του) σχηματισμό της λέξης και τη χρήση της.
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ίσως κατάσχω επίσης την κεραία. | Ich könnte auch gleich die Antenne konfiszieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Τέλος πάντων, την κατάσχω μέχρι νεοτέρας. | Bis auf Weiteres werde ich sie konfiszieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Το κατάσχω ως αποδεικτικό στοιχείο. | Ich muss ihn konfiszieren. Übersetzung nicht bestätigt |
Πρέπει να κατάσχω το όπλο σου, Κερτ. | Ich musste deine Waffe konfiszieren, Kurt! Übersetzung nicht bestätigt |
Έχω διαταγές να κατάσχω ό,τι συσκευές επικοινωνίας έχετε. | Ich habe den Befehl, alle Kommunikationsgeräte zu konfiszieren die Sie bei sich haben. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατάσχω | κατάσχουμε, κατάσχομε | κατάσχομαι | κατασχόμαστε |
κατάσχεις | κατάσχετε | κατάσχεσαι | κατάσχεστε, κατασχόσαστε | ||
κατάσχει | κατάσχουν(ε) | κατάσχεται | κατάσχονται | ||
Imper fekt | έκανα κατάσχεση | κάναμε κατάσχεση | κατασχόμουν(α) | κατασχόμαστε, κατασχόμασταν | |
έκανες κατάσχεση | κάνατε κατάσχεση | κατασχόσουν(α) | κατασχόσαστε, κατασχόσασταν | ||
έκανε κατάσχεση | έκαναν/κάναν(ε) κατάσχεση | κατασχόταν(ε) | κατάσχονταν, κατασχόντανε, κατασχόντουσαν | ||
Aorist | κατάσχεσα | κατασχέσαμε | κατασχέθηκα | κατασχεθήκαμε | |
κατάσχεσες | κατασχέσατε | κατασχέθηκες | κατασχεθήκατε | ||
κατάσχεσε | κατάσχεσαν, κατασχέσαν(ε) | κατασχέθηκε | κατασχέθηκαν, κατασχεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατάσχω | θα κατάσχουμε, | θα κατάσχομαι | θα κατασχόμαστε | |
θα κατάσχεις | θα κατάσχετε | θα κατάσχεσαι | θα κατάσχεστε, | ||
θα κατάσχει | θα κατάσχουν(ε) | θα κατάσχεται | θα κατάσχονται | ||
Fut ur | θα κατασχέσω | θα κατασχέσουμε, | θα κατασχεθώ | θα κατασχεθούμε | |
θα κατασχέσεις | θα κατασχέσετε | θα κατασχεθείς | θα κατασχεθείτε | ||
θα κατασχέσει | θα κατασχέσουν | θα κατασχεθεί | θα κατασχεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατάσχω | να κατάσχουμε, | να κατάσχομαι | να κατασχόμαστε |
να κατάσχεις | να κατάσχετε | να κατάσχεσαι | να κατάσχεστε, | ||
να κατάσχει | να κατάσχουν(ε) | να κατάσχεται | να κατάσχονται | ||
Aorist | να κατασχέσω | να κατασχέσουμε, | να κατασχεθώ | να κατασχεθούμε | |
να κατασχέσεις | να κατασχέσετε | να κατασχεθείς | να κατασχεθείτε | ||
να κατασχέσει | να κατασχέσουν(ε) | να κατασχεθεί | να κατασχεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις κατασχέσει | να έχετε κατασχέσει | να έχεις κατασχεθεί | να έχετε κατασχεθεί | ||
να έχει κατασχέσει | να έχουν κατασχέσει | να έχει κατασχεθεί | να έχουν κατασχεθεί | ||
Imper ativ | Pres | κατάσχετε | κατάσχεστε | ||
Aorist | κατάσχεσε | κατασχέσετε, κατασχέστε | κατασχέσου | κατασχεθείτε | |
Part izip | Pres | κατάσχοντας | κατασχόμενος | ||
Perf | έχοντας κατασχέσει | ||||
Infin | Aorist | κατασχέσει | κατασχεθεί |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | konfisziere | ||
du | konfiszierst | |||
er, sie, es | konfisziert | |||
Präteritum | ich | konfiszierte | ||
Konjunktiv II | ich | konfiszierte | ||
Imperativ | Singular | konfiszier! konfisziere! | ||
Plural | konfisziert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
konfisziert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:konfiszieren |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschlagnahme | ||
du | beschlagnahmst | |||
er, sie, es | beschlagnahmt | |||
Präteritum | ich | beschlagnahmte | ||
Konjunktiv II | ich | beschlagnahmte | ||
Imperativ | Singular | beschlagnahm! beschlagnahme! | ||
Plural | beschlagnahmt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschlagnahmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschlagnahmen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | pfände | ||
du | pfändest | |||
er, sie, es | pfändet | |||
Präteritum | ich | pfändete | ||
Konjunktiv II | ich | pfändete | ||
Imperativ | Singular | pfänd! pfände! | ||
Plural | pfändet! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gepfändet | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:pfänden |
κατάσχω [katásxo] -ομαι Ρ αόρ. κατάσχεσα και κατέσχεσα, απαρέμφ. κατασχέσει, παθ. αόρ. κατασχέθηκα, απαρέμφ. κατασχεθεί : κάνω κατάσχεση, δεσμεύω κάποιο περιουσιακό στοιχείο οφειλέτη: Kατασχέθηκε η περιουσία του για χρέη προς το δημόσιο / προς ιδιώτες. Δεν έχει δικαίωμα να του κατασχέσει το μισθό. Tα λαθραία κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές. || για δικαστική ή άλλη αρχή που δεσμεύει κτ. για να εμποδίσει την κυκλοφορία του: Στα χέρια του κατασχέθηκαν τρία κιλά χασίς. H αστυνομία θα κατάσχει όσα έντυπα κρίνονται ως άσεμνα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.