Deutsch | Griechisch |
---|---|
Die muss ich beschlagnahmen. | Θα το κατάσχω. Übersetzung nicht bestätigt |
Wir hörten viele Gespräche ab, konnten aber im letzten Monat nur zehn Kilo beschlagnahmen. | Έχω ντουζίνες υποκλοπές, αλλά κατόρθωσα να κατάσχω μόνο δέκα κιλά τον τελευταίο μήνα. Übersetzung nicht bestätigt |
Meine Aufgabe ist es, die Beweise zu beschlagnahmen, sie zu dokumentieren und sie dem internationalen und/oder inländischen Gerichtshof bereitzustellen. | Η δουλειά μου είναι να κατάσχω τα πειστήρια και να τα καταγράψω. Ύστερα να τα προετοιμάσω για διεθνές ή/και τοπικό δικαστήριο. Übersetzung nicht bestätigt |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | beschlagnahme | ||
du | beschlagnahmst | |||
er, sie, es | beschlagnahmt | |||
Präteritum | ich | beschlagnahmte | ||
Konjunktiv II | ich | beschlagnahmte | ||
Imperativ | Singular | beschlagnahm! beschlagnahme! | ||
Plural | beschlagnahmt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
beschlagnahmt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:beschlagnahmen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | κατάσχω | κατάσχουμε, κατάσχομε | κατάσχομαι | κατασχόμαστε |
κατάσχεις | κατάσχετε | κατάσχεσαι | κατάσχεστε, κατασχόσαστε | ||
κατάσχει | κατάσχουν(ε) | κατάσχεται | κατάσχονται | ||
Imper fekt | έκανα κατάσχεση | κάναμε κατάσχεση | κατασχόμουν(α) | κατασχόμαστε, κατασχόμασταν | |
έκανες κατάσχεση | κάνατε κατάσχεση | κατασχόσουν(α) | κατασχόσαστε, κατασχόσασταν | ||
έκανε κατάσχεση | έκαναν/κάναν(ε) κατάσχεση | κατασχόταν(ε) | κατάσχονταν, κατασχόντανε, κατασχόντουσαν | ||
Aorist | κατάσχεσα | κατασχέσαμε | κατασχέθηκα | κατασχεθήκαμε | |
κατάσχεσες | κατασχέσατε | κατασχέθηκες | κατασχεθήκατε | ||
κατάσχεσε | κατάσχεσαν, κατασχέσαν(ε) | κατασχέθηκε | κατασχέθηκαν, κατασχεθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα κατάσχω | θα κατάσχουμε, | θα κατάσχομαι | θα κατασχόμαστε | |
θα κατάσχεις | θα κατάσχετε | θα κατάσχεσαι | θα κατάσχεστε, | ||
θα κατάσχει | θα κατάσχουν(ε) | θα κατάσχεται | θα κατάσχονται | ||
Fut ur | θα κατασχέσω | θα κατασχέσουμε, | θα κατασχεθώ | θα κατασχεθούμε | |
θα κατασχέσεις | θα κατασχέσετε | θα κατασχεθείς | θα κατασχεθείτε | ||
θα κατασχέσει | θα κατασχέσουν | θα κατασχεθεί | θα κατασχεθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να κατάσχω | να κατάσχουμε, | να κατάσχομαι | να κατασχόμαστε |
να κατάσχεις | να κατάσχετε | να κατάσχεσαι | να κατάσχεστε, | ||
να κατάσχει | να κατάσχουν(ε) | να κατάσχεται | να κατάσχονται | ||
Aorist | να κατασχέσω | να κατασχέσουμε, | να κατασχεθώ | να κατασχεθούμε | |
να κατασχέσεις | να κατασχέσετε | να κατασχεθείς | να κατασχεθείτε | ||
να κατασχέσει | να κατασχέσουν(ε) | να κατασχεθεί | να κατασχεθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις κατασχέσει | να έχετε κατασχέσει | να έχεις κατασχεθεί | να έχετε κατασχεθεί | ||
να έχει κατασχέσει | να έχουν κατασχέσει | να έχει κατασχεθεί | να έχουν κατασχεθεί | ||
Imper ativ | Pres | κατάσχετε | κατάσχεστε | ||
Aorist | κατάσχεσε | κατασχέσετε, κατασχέστε | κατασχέσου | κατασχεθείτε | |
Part izip | Pres | κατάσχοντας | κατασχόμενος | ||
Perf | έχοντας κατασχέσει | ||||
Infin | Aorist | κατασχέσει | κατασχεθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.