beschlagnahmen
 Verb

κατάσχω Verb
(3)
δημεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die muss ich beschlagnahmen.Θα το κατάσχω.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir hörten viele Gespräche ab, konnten aber im letzten Monat nur zehn Kilo beschlagnahmen.Έχω ντουζίνες υποκλοπές, αλλά κατόρθωσα να κατάσχω μόνο δέκα κιλά τον τελευταίο μήνα.

Übersetzung nicht bestätigt

Meine Aufgabe ist es, die Beweise zu beschlagnahmen, sie zu dokumentieren und sie dem internationalen und/oder inländischen Gerichtshof bereitzustellen.Η δουλειά μου είναι να κατάσχω τα πειστήρια και να τα καταγράψω. Ύστερα να τα προετοιμάσω για διεθνές ή/και τοπικό δικαστήριο.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
κατάσχωκατάσχουμε, κατάσχομεκατάσχομαικατασχόμαστε
κατάσχειςκατάσχετεκατάσχεσαικατάσχεστε, κατασχόσαστε
κατάσχεικατάσχουν(ε)κατάσχεταικατάσχονται
Imper
fekt
έκανα κατάσχεσηκάναμε κατάσχεσηκατασχόμουν(α)κατασχόμαστε, κατασχόμασταν
έκανες κατάσχεσηκάνατε κατάσχεσηκατασχόσουν(α)κατασχόσαστε, κατασχόσασταν
έκανε κατάσχεσηέκαναν/κάναν(ε) κατάσχεσηκατασχόταν(ε)κατάσχονταν, κατασχόντανε, κατασχόντουσαν
Aoristκατάσχεσακατασχέσαμεκατασχέθηκακατασχεθήκαμε
κατάσχεσεςκατασχέσατεκατασχέθηκεςκατασχεθήκατε
κατάσχεσεκατάσχεσαν, κατασχέσαν(ε)κατασχέθηκεκατασχέθηκαν, κατασχεθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω κατασχέσειέχουμε κατασχέσειέχω κατασχεθείέχουμε κατασχεθεί
έχεις κατασχέσειέχετε κατασχέσειέχεις κατασχεθείέχετε κατασχεθεί
έχει κατασχέσειέχουν κατασχέσειέχει κατασχεθείέχουν κατασχεθεί
Plu
per
fekt
είχα κατασχέσειείχαμε κατασχέσειείχα κατασχεθείείχαμε κατασχεθεί
είχες κατασχέσειείχατε κατασχέσειείχες κατασχεθείείχατε κατασχεθεί
είχε κατασχέσειείχαν κατασχέσειείχε κατασχεθείείχαν κατασχεθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα κατάσχωθα κατάσχουμε, θα κατάσχομεθα κατάσχομαιθα κατασχόμαστε
θα κατάσχειςθα κατάσχετεθα κατάσχεσαιθα κατάσχεστε, θα κατασχόσαστε
θα κατάσχειθα κατάσχουν(ε)θα κατάσχεταιθα κατάσχονται
Fut
ur
θα κατασχέσωθα κατασχέσουμε, θα κατασχέσομεθα κατασχεθώθα κατασχεθούμε
θα κατασχέσειςθα κατασχέσετεθα κατασχεθείςθα κατασχεθείτε
θα κατασχέσειθα κατασχέσουνθα κατασχεθείθα κατασχεθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω κατασχέσειθα έχουμε κατασχέσειθα έχω κατασχεθείθα έχουμε κατασχεθεί
θα έχεις κατασχέσειθα έχετε κατασχέσειθα έχεις κατασχεθείθα έχετε κατασχεθεί
θα έχει κατασχέσειθα έχουν κατασχέσειθα έχει κατασχεθείθα έχουν κατασχεθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να κατάσχωνα κατάσχουμε, να κατάσχομενα κατάσχομαινα κατασχόμαστε
να κατάσχειςνα κατάσχετενα κατάσχεσαινα κατάσχεστε, να κατασχόσαστε
να κατάσχεινα κατάσχουν(ε)να κατάσχεταινα κατάσχονται
Aoristνα κατασχέσωνα κατασχέσουμε, να κατασχέσομενα κατασχεθώνα κατασχεθούμε
να κατασχέσειςνα κατασχέσετενα κατασχεθείςνα κατασχεθείτε
να κατασχέσεινα κατασχέσουν(ε)να κατασχεθείνα κατασχεθούν(ε)
Perfνα έχω κατασχέσεινα έχουμε κατασχέσεινα έχω κατασχεθείνα έχουμε κατασχεθεί
να έχεις κατασχέσεινα έχετε κατασχέσεινα έχεις κατασχεθείνα έχετε κατασχεθεί
να έχει κατασχέσεινα έχουν κατασχέσεινα έχει κατασχεθείνα έχουν κατασχεθεί
Imper
ativ
Presκατάσχετεκατάσχεστε
Aoristκατάσχεσεκατασχέσετε, κατασχέστεκατασχέσουκατασχεθείτε
Part
izip
Presκατάσχονταςκατασχόμενος
Perfέχοντας κατασχέσει
InfinAoristκατασχέσεικατασχεθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback