{ο}  κάτοικος Subst.  [katikos, katoikos]

{der}    Subst.
(51)
{der}    Subst.
(40)
{der}    Subst.
(6)
{der}    Subst.
(0)
(0)

Etymologie zu κάτοικος

κάτοικος altgriechisch κάτοικος κατά (κατ- + οἶκος)[1]


GriechischDeutsch
Σε αυτές τις γραμμές, οι μόνιμοι κάτοικοι της Κορσικής καθώς και άλλες κατηγορίες επιβατών λαμβάνουν από το 2002 και μέχρι το 2013 κοινωνικές ενισχύσεις που έχουν τεθεί σε εφαρμογή βάσει των αποφάσεων της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 2002 και της 24ης Απριλίου 2007.Auf diesen Strecken erhalten die Bewohner Korsikas und weitere Passagiergruppen seit 2002 und bis 2013 Beihilfen sozialer Art, die gemäß den Entscheidungen der Kommission vom 2. Juli 2002 und vom 24. April 2007 eingeführt wurden.

Übersetzung bestätigt

Ως κάτοικοι τροπικού δάσους, τα σαϊμίρια είναι συνηθισμένα στο διάχυτο φωτισμό.Als Bewohner tropischer Wälder sind Totenkopfäffchen an diffuses Licht gewöhnt.

Übersetzung bestätigt

Η Πάρμα βρίσκεται στο κέντρο του αρχαίου εδάφους της Γαλατίας εντεύθεν των Άλπεων, της οποίας οι κάτοικοι εξέτρεφαν μεγάλα κοπάδια χοίρων και ήταν ιδιαίτερα ειδικευμένοι στην παραγωγή αλατισμένων ζαμπόν.Parma befindet sich im Herzen der historischen römischen Provinz Gallia cisalpina, deren Bewohner große Schweineherden hielten und Meister in der Herstellung von gesalzenem Schinken waren.

Übersetzung bestätigt

Αντίθετα, οι επιβάτες της βασικής υπηρεσίας ήταν κυρίως κάτοικοι της Κορσικής ή της νότιας Γαλλίας, που θα τους ενδιέφερε περισσότερο η απόσταση του λιμένα αναχώρησης από την κατοικία τους.Die Nutzer des Basisdienstes seien hingegen überwiegend Bewohner Korsikas oder Südfrankreichs, für die die Nähe des Abfahrtshafens zu ihrem Wohnort wichtiger sei.

Übersetzung bestätigt

Η Πάρμα βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του αρχαίου εδάφους της εντεύθεν των Άλπεων Γαλατίας, οι κάτοικοι της οποίας εξέτρεφαν μεγάλα κοπάδια χοίρων και κατείχαν ιδιαίτερες δεξιότητες στην παραγωγή αλατισμένων ζαμπόν.Parma befindet sich im Herzen der historischen römischen Provinz Gallia cisalpina, deren Bewohner große Schweineherden hielten und Meister in der Herstellung von gesalzenem Schinken waren.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu κάτοικος

κάτοικος ο [kátikos] : αυτός που διαμένει σ΄ έναν τόπο, που έχει την κατοικία του σ΄ αυτόν: H Ελλάδα έχει περίπου δέκα εκατομμύρια κατοίκους. Οι κάτοικοι των χωριών και των πόλεων. Ο αριθμός των κατοίκων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο δείχνει την πυκνότητα του πληθυσμού. Πόσοι είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού / της περιοχής; || Οι κάτοικοι των σπηλαίων.

[λόγ. < αρχ. κάτοικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback