{το}  κέρδος Subst.  [kerdos, kerthos]

{der}    Subst.
(1602)
{der}    Subst.
(438)
{der}    Subst.
(4)

Etymologie zu κέρδος

κέρδος altgriechisch κέρδος (κατά Robert S. P. Beekes) πρωτοϊνδοευρωπαϊκά: *kerd- («τέχνη, χειροτεχνία») και συγγενές του παλαιοϊρλανδικού cerd («τέχνη, χειροτεχνία· δεξιότητα»)


GriechischDeutsch
Σύμφωνα με τις εν λόγω υποθέσεις, η IKB βάσει του μετριοπαθούς σεναρίου θα μπορούσε στο τέλος της φάσης αναδιάρθρωσης τον Σεπτέμβριο 2011 να παρουσιάζει απόδοση μετοχικού κεφαλαίου ύψους […] %. Το κέρδος προ φόρων θα ανερχόταν σε […] εκατ. ευρώ με […] εργαζομένους πλήρους απασχόλησης.Diesen Annahmen zufolge dürfte die IKB im Base Case am Ende der Umstrukturierungsphase im September 2011 eine Eigenkapitalrendite von […] % erwirtschaften. Der Gewinn vor Steuern betrüge […] Mio. EUR mit […] Vollzeitbeschäftigten.

Übersetzung bestätigt

Το ποσό του 1,05 δισεκατ. ευρώ διατέθηκε υπό μορφή δανείου, για το οποίο διατυπώθηκε άμεσα παραίτηση από απαιτήσεις και υφίσταται ειδική ρήτρα «de retour à meilleure fortune» σύμφωνα με την οποία η IKB υποχρεούται σε εξόφληση εφόσον τα προσεχή έτη παρουσιάσει εκ νέου κέρδη.1,05 Mrd. EUR wurden in Form von Darlehen gewährt, für die unmittelbar ein Forderungsverzicht ausgesprochen wurde und eine Besserungsklausel besteht, der zufolge die IKB Rückzahlungen leistet, wenn sie in den kommenden Jahren wieder Gewinne erwirtschaftet.

Übersetzung bestätigt

Επιχειρησιακό κέρδοςOperativer Gewinn

Übersetzung bestätigt

Οι δραστηριότητες της ΙΚΒ στο επιχειρηματικό πεδίο των δομημένων χρηματοδοτήσεων αποφέρουν στην τράπεζα πολύ υψηλά κέρδη.Mit ihren Aktivitäten im Geschäftsfeld Strukturierte Finanzierungen erwirtschaftet die IKB sehr hohe Gewinne.

Übersetzung bestätigt

Εξηγήθηκε ότι παρόλο που η εμπορική προβολή της φάσης 2 διαρκεί μέχρι το 2020, η εταιρεία θα έχει θετικό επιχειρησιακό περιθώριο και θα πραγματοποιεί κέρδη αρχής γενομένης από το 2010.Zwar erstrecke sich die Geschäftsprognose für Phase 2 auf den Zeitraum bis 2020, das Unternehmen werde aber wohl ab 2010 ein positives Betriebsergebnis und Gewinne erzielen.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu κέρδος

κέρδος το [kérδos] : 1. το υλικό όφελος που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας ενέργειας, μιας δραστηριότητας ή μιας συναλλαγής: H επιχείρηση έχει σταθερά / μικρά κέρδη. Tο εμπόριο αφήνει / αποφέρει μεγάλα κέρδη. Θα έχεις ένα κέρδος 20%. Aθέμιτα κέρδη. Είχε συμμετοχή στα κέρδη. Kαλά κέρδη!, ως ευχή σε επιχειρηματία. Kέρδη και ζημίες. Mοναδικό του κίνητρο είναι το κέρδος. Επιδιώκει το εύκολο κέρδος. || (οικον.) η θετική διαφορά, εκφρασμένη σε χρήμα, που προκύπτει από την πώληση ενός εμπορεύματος, ενός προϊόντος ή από την παροχή μιας υπηρεσίας, σε σύγκριση με το ολικό κόστος παραγωγής: Kαθαρό* κέρδος. Οριακό* κέρδος. Διαφυγόν* κέρδος. Προσδοκώμενο κέρδος. Mεγιστοποίηση του κέρδους. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback