κατέχω Verb  [katecho, katexw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu κατέχω

κατέχω altgriechisch κατέχω


GriechischDeutsch
Αν και δεν ήταν ακριβώς νόμιμο να τα κατέχω.Oh, und es ist nicht gerade legal, die Dinger zu besitzen.

Übersetzung nicht bestätigt

Μπορώ μόνο να διαισθάνομαι μεγάλες δυνάμεις, όχι να τις κατέχω.Ich sagte dir schon, ich kann große Kräfte nur aufspüren, nicht besitzen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu κατέχω

Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστικήυποτακτικήευκτικήπροστακτική
ἐγώ
κατέχω
κατέχω
κατέχοιμι
-
σύ
κατέχεις
κατέχῃς
κατέχοις
κάτεχε
οὖτος
κατέχει
κατέχ
κατέχοι
κατεχέτω
ἡμεῖς
κατέχομεν
κατέχωμεν
κατέχοιμεν
-
ὑμεῖς
κατέχετε
κατέχητε
κατέχοιτε
κατέχετε
οὗτοι
κατέχουσι(ν)
κατέχωσι(ν)
κατέχοιεν
κατεχόντων / κατεχέτωσαν
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατομετοχή
κατέχειν
κατέχων
κατέχουσα
κάτεχον













Griechische Definition zu κατέχω

κατέχω [katéxo] -ομαι Ρ πρτ. κατείχα και λαϊκότρ. κάτεχα, παθ. πρτ. κατεχόμουν : 1α. έχω κτ. στην κυριότητα και στην κατοχή μου, στην αποκλειστική χρήση μου ή στην εξουσία μου: Οι γαιοκτήμονες κατείχαν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Kατέχει έγγραφα μεγάλης αξίας. Kατέχουν παράνομα ιδιοκτησία του δημοσίου. || καταλαμβάνω στρατιωτικά ένα ξένο κράτος ή ένα τμήμα του: Aπό το 1941 έως το 1944 η Ελλάδα κατέχεται από τους Γερμανούς. H κατεχόμενη βόρεια Kύπρος. Tα κατεχόμενα εδάφη και ως ουσ. τα κατεχόμενα: Ελληνοκύπριοι από τα κατεχόμενα. β. (με τη λέξη θέση ή με άλλη συγγενική) έχω κάποιο αξίωμα, ιδιότητα κτλ.: Kατέχει ανώτατη θέση στην υπαλληλική ιεραρχία. Kατέχει το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας / τον τίτλο του διδάκτορα / τίτλους ευγενείας. H ελληνική ποίηση κατέχει αξιόλογη θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία. H (τάδε) χώρα κατέχει την πρώτη / την τελευταία θέση στην παιδική θνησιμότητα. ΦΡ κατέχω τα σκήπτρα*. γ. για κτ. που καταλαμβάνει μια έκταση στο χώρο: H Ελλάδα κατέχει καίρια γεωγραφική θέση στην ανατολική Mεσόγειο. Tα ανάκτορα κατέχουν περίοπτη θέση μέσα στην πόλη. || H ψυχαγωγία κατέχει όλο τον ελεύθερο χρόνο του. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback