vorweisen
 Verb

κατέχω Verb
(0)
δείχνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
-Sie sollten bereits etwas vorweisen.Θα έπρεπε να είχατε ήδη καταφέρει κάτι.

Übersetzung nicht bestätigt

Es sei denn, sie könnten eine Vollmacht von einem beteiligten Züchter vorweisen.Για να συμμετασχουν πρεπει να εχουν εξουσιοδοτηση απο καποιον.

Übersetzung nicht bestätigt

Kannst du etwas davon vorweisen?Εχεις καμια τετοια αποδειξη;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir rufen ihn erst an, wenn wir eine Leiche vorweisen können.Όχι, πρεπει... Δε θα καλέσω τον Ντόιλ, μέχρι να βρω σώμα της γυναίκας του.

Übersetzung nicht bestätigt

Alles, was sie vorweisen kann, ist Fernsehwerbung für ein Deodorant.Το μονο που εκανε ηταν διαφημιστικα στην τηλεοραση για αποσμητικα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
vorweisen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστικήυποτακτικήευκτικήπροστακτική
ἐγώ
κατέχω
κατέχω
κατέχοιμι
-
σύ
κατέχεις
κατέχῃς
κατέχοις
κάτεχε
οὖτος
κατέχει
κατέχ
κατέχοι
κατεχέτω
ἡμεῖς
κατέχομεν
κατέχωμεν
κατέχοιμεν
-
ὑμεῖς
κατέχετε
κατέχητε
κατέχοιτε
κατέχετε
οὗτοι
κατέχουσι(ν)
κατέχωσι(ν)
κατέχοιεν
κατεχόντων / κατεχέτωσαν
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατομετοχή
κατέχειν
κατέχων
κατέχουσα
κάτεχον



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
δείχνωδείχνουμε, δείχνομεδείχνομαιδειχνόμαστε
δείχνειςδείχνετεδείχνεσαιδείχνεστε, δειχνόσαστε
δείχνειδείχνουν(ε)δείχνεταιδείχνονται
Imper
fekt
έδειχναδείχναμεδειχνόμουν(α)δειχνόμαστε, δειχνόμασταν
έδειχνεςδείχνατεδειχνόσουν(α)δειχνόσαστε, δειχνόσασταν
έδειχνεέδειχναν, δείχναν(ε)δειχνόταν(ε)δείχνονταν, δειχνόντανε, δειχνόντουσαν
Aoristέδειξαδείξαμεδείχτηκαδειχτήκαμε
έδειξεςδείξατεδείχτηκεςδειχτήκατε
έδειξεέδειξαν, δείξαν(ε)δείχτηκεδείχτηκαν, δειχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω δείξει
έχω δειγμένο
έχουμε δείξει
έχουμε δειγμένο
έχω δειχτεί
είμαι δειγμένος, -η
έχουμε δειχτεί
είμαστε δειγμένοι, -ες
έχεις δείξει
έχεις δειγμένο
έχετε δείξει
έχετε δειγμένο
έχεις δειχτεί
είσαι δειγμένος, -η
έχετε δειχτεί
είστε δειγμένοι, -ες
έχει δείξει
έχει δειγμένο
έχουν δείξει
έχουν δειγμένο
έχει δειχτεί
είναι δειγμένος, -η, -ο
έχουν δειχτεί
είναι δειγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα δείξει
είχα δειγμένο
είχαμε δείξει
είχαμε δειγμένο
είχα δειχτεί
ήμουν δειγμένος, -η
είχαμε δειχτεί
ήμαστε δειγμένοι, -ες
είχες δείξει
είχες δειγμένο
είχατε δείξει
είχατε δειγμένο
είχες δειχτεί
ήσουν δειγμένος, -η
είχατε δειχτεί
ήσαστε δειγμένοι, -ες
είχε δείξει
είχε δειγμένο
είχαν δείξει
είχαν δειγμένο
είχε δειχτεί
ήταν δειγμένος, -η, -ο
είχαν δειχτεί
ήταν δειγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα δείχνωθα δείχνουμε, θα δείχνομεθα δείχνομαιθα δειχνόμαστε
θα δείχνειςθα δείχνετεθα δείχνεσαιθα δείχνεστε, θα δειχνόσαστε
θα δείχνειθα δείχνουν(ε)θα δείχνεταιθα δείχνονται
Fut
ur
θα δείξωθα δείξουμε, θα δείξομεθα δειχτώθα δειχτούμε
θα δείξειςθα δείξετεθα δειχτείςθα δειχτείτε
θα δείξειθα δείξουν(ε)θα δειχτείθα δειχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω δείξει
θα έχω δειγμένο
θα έχουμε δείξει
θα έχουμε δειγμένο
θα έχω δειχτεί
θα είμαι δειγμένος, -η
θα έχουμε δειχτεί
θα είμαστε δειγμένοι, -ες
θα έχεις δείξει
θα έχεις δειγμένο
θα έχετε δείξει
θα έχετε δειγμένο
θα έχεις δειχτεί
θα είσαι δειγμένος, -η
θα έχετε δειχτεί
θα είστε δειγμένοι, -ες
θα έχει δείξει
θα έχει δειγμένο
θα έχουν δείξει
θα έχουν δειγμένο
θα έχει δειχτεί
θα είναι δειγμένος, -η, -ο
θα έχουν δειχτεί
θα είναι δειγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να δείχνωνα δείχνουμε, να δείχνομενα δείχνομαινα δειχνόμαστε
να δείχνειςνα δείχνετενα δείχνεσαινα δείχνεστε, να δειχνόσαστε
να δείχνεινα δείχνουν(ε)να δείχνεταινα δείχνονται
Aoristνα δείξωνα δείξουμε, να δείξομενα δειχτώνα δειχτούμε
να δείξειςνα δείξετενα δειχτείςνα δειχτείτε
να δείξεινα δείξουν(ε)να δειχτείνα δειχτούν(ε)
Perfνα έχω δείξει
να έχω δειγμένο
να έχουμε δείξει
να έχουμε δειγμένο
να έχω δειχτεί
να είμαι δειγμένος, -η
να έχουμε δειχτεί
να είμαστε δειγμένοι, -ες
να έχεις δείξει
να έχεις δειγμένο
να έχετε δείξει
να έχετε δειγμένο
να έχεις δειχτεί
να είσαι δειγμένος, -η
να έχετε δειχτεί
να είστε δειγμένοι, -ες
να έχει δείξει
να έχει δειγμένο
να έχουν δείξει
να έχουν δειγμένο
να έχει δειχτεί
να είναι δειγμένος, -η, -ο
να έχουν δειχτεί
να είναι δειγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδείχνεδείχνετεδείχνεστε
Aoristδείξεδείξτε, δείχτεδείξουδειχτείτε
Part
izip
Presδείχνοντας
Perfέχοντας δείξει, έχοντας δειγμένοδειγμένος, -η, -οδειγμένοι, -ες, -α
InfinAoristδείξειδειχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback