eintragen
 Verb

εγγράφω Verb
(0)
καταχωρίζω Verb
(0)
αναγράφω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wollen Sie sich bitte eintragen? Natürlich.-Θα μας πείτε το όνομά σας, παρακαλώ;

Übersetzung nicht bestätigt

Würden Sie sich bitte eintragen?Θα δανεισω νυχτικο στην κυρια.

Übersetzung nicht bestätigt

Wer hier übernachten will, muss sich sofort eintragen.Το τρένο θα καθυστερήσει. Αν θέλετε να μείνετε στο ξενοδοχείο μου, ελάτε τώρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Der Mann aus Los Angeles will seine neue Erfindung eintragen lassen.Εκείνος ο τύπος από το Λος Άντζελες. Θέλει να κατοχυρώσει μια νέα εφεύρεση.

Übersetzung nicht bestätigt

Wie viel darf ich für Sie eintragen?Εκείνοι που έχουν πρόβλημα, ας πάνε εκεί.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εγγράφωεγγράφουμε, εγγράφομεεγγράφομαιεγγραφόμαστε
εγγράφειςεγγράφετεεγγράφεσαιεγγράφεστε, εγγραφόσαστε
εγγράφειεγγράφουν(ε)εγγράφεταιεγγράφονται
Imper
fekt
ενέγραφαεγγράφαμεεγγραφόμουν(α)εγγραφόμαστε, εγγραφόμασταν
ενέγραφεςεγγράφατεεγγραφόσουν(α)εγγραφόσαστε, εγγραφόσασταν
ενέγραφεενέγραφαν, εγγράφαν(ε)εγγραφόταν(ε)εγγράφονταν, εγγραφόντανε, εγγραφόντουσαν
Aoristενέγραψαεγγράψαμεεγγράφηκαεγγραφήκαμε
ενέγραψεςεγγράψατεεγγράφηκεςεγγραφήκατε
ενέγραψεενέγραψαν, εγγράψαν(ε)εγγράφηκεεγγράφηκαν, εγγραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εγγράψει
έχω εγγεγραμμένο
έχουμε εγγράψει
έχουμε εγγεγραμμένο
έχω εγγραφεί
είμαι εγγεγραμμένος, -η
έχουμε εγγραφεί
είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες
έχεις εγγράψει
έχεις εγγεγραμμένο
έχετε εγγράψει
έχετε εγγεγραμμένο
έχεις εγγραφεί
είσαι εγγεγραμμένος, -η
έχετε εγγραφεί
είστε εγγεγραμμένοι, -ες
έχει εγγράψει
έχει εγγεγραμμένο
έχουν εγγράψει
έχουν εγγεγραμμένο
έχει εγγραφεί
είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο
έχουν εγγραφεί
είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εγγράψει
είχα εγγεγραμμένο
είχαμε εγγράψει
είχαμε εγγεγραμμένο
είχα εγγραφεί
ήμουν εγγεγραμμένος, -η
είχαμε εγγραφεί
ήμαστε εγγεγραμμένοι, -ες
είχες εγγράψει
είχες εγγεγραμμένο
είχατε εγγράψει
είχατε εγγεγραμμένο
είχες εγγραφεί
ήσουν εγγεγραμμένος, -η
είχατε εγγραφεί
ήσαστε εγγεγραμμένοι, -ες
είχε εγγράψει
είχε εγγεγραμμένο
είχαν εγγράψει
είχαν εγγεγραμμένο
είχε εγγραφεί
ήταν εγγεγραμμένος, -η, -ο
είχαν εγγραφεί
ήταν εγγεγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εγγράφωθα εγγράφουμε, θα εγγράφομεθα εγγράφομαιθα εγγραφόμαστε
θα εγγράφειςθα εγγράφετεθα εγγράφεσαιθα εγγράφεστε, θα εγγραφόσαστε
θα εγγράφειθα εγγράφουν(ε)θα εγγράφεταιθα εγγράφονται
Fut
ur
θα εγγράψωθα εγγράψουμε, θα εγγράψομεθα εγγραφώθα εγγραφούμε
θα εγγράψειςθα εγγράψετεθα εγγραφείςθα εγγραφείτε
θα εγγράψειθα εγγράψουν(ε)θα εγγραφείθα εγγραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εγγράψει
θα έχω εγγεγραμμένο
θα έχουμε εγγράψει
θα έχουμε εγγεγραμμένο
θα έχω εγγραφεί
θα είμαι εγγεγραμμένος, -η
θα έχουμε εγγραφεί
θα είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες
θα έχεις εγγράψει
θα έχεις εγγεγραμμένο
θα έχετε εγγράψει
θα έχετε εγγεγραμμένο
θα έχεις εγγραφεί
θα είσαι εγγεγραμμένος, -η
θα έχετε εγγραφεί
θα είστε εγγεγραμμένοι, -ες
θα έχει εγγράψει
θα έχει εγγεγραμμένο
θα έχουν εγγράψει
θα έχουν εγγεγραμμένο
θα έχει εγγραφεί
θα είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν εγγραφεί
θα είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εγγράφωνα εγγράφουμε, να εγγράφομενα εγγράφομαινα εγγραφόμαστε
να εγγράφειςνα εγγράφετενα εγγράφεσαινα εγγράφεστε, να εγγραφόσαστε
να εγγράφεινα εγγράφουν(ε)να εγγράφεταινα εγγράφονται
Aoristνα εγγράψωνα εγγράψουμε, να εγγράψομενα εγγραφώνα εγγραφούμε
να εγγράψειςνα εγγράψετενα εγγραφείνα εγγραφείτε
να εγγράψεινα εγγράψουν(ε)να εγγραφείνα εγγραφούν(ε)
Perfνα έχω εγγράψει
να έχω εγγεγραμμένο
να έχουμε εγγράψει
να έχουμε εγγεγραμμένο
να έχω εγγραφεί
να είμαι εγγεγραμμένος, -η
να έχουμε εγγραφεί
να είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες
να έχεις εγγράψει
να έχεις εγγεγραμμένο
να έχετε εγγράψει
να έχετε εγγεγραμμένο
να έχεις εγγραφεί
να είσαι εγγεγραμμένος, -η
να έχετε εγγραφεί
να είστε εγγεγραμμένοι, -ες
να έχει εγγράψει
να έχει εγγεγραμμένο
να έχουν εγγράψει
να έχουν εγγεγραμμένο
να έχει εγγραφεί
να είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο
να έχουν εγγραφεί
να είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενέγραφεεγγράφετεεγγράφεστε
Aoristενέγραψεεγγράψτε, εγγράφτεεγγράψουεγγραφείτε
Part
izip
Presεγγράφονταςεγγραφόμενος
Perfέχοντας εγγράψει, έχοντας εγγεγραμμένοεγγεγραμμένος, -η, -οεγγεγραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristεγγράψειεγγραφεί



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αναγράφωαναγράφουμε, αναγράφομεαναγράφομαιαναγραφόμαστε
αναγράφειςαναγράφετεαναγράφεσαιαναγράφεστε, αναγραφόσαστε
αναγράφειαναγράφουν(ε)αναγράφεταιαναγράφονται
Imper
fekt
ανέγραφααναγράφαμεαναγραφόμουν(α)αναγραφόμαστε, αναγραφόμασταν
ανέγραφεςαναγράφατεαναγραφόσουν(α)αναγραφόσαστε, αναγραφόσασταν
ανέγραφεανέγραφαν, αναγράφαν(ε)αναγραφόταν(ε)αναγράφονταν, αναγραφόντανε, αναγραφόντουσαν
Aoristανέγραψααναγράψαμεαναγράφτηκα, αναγράφηκααναγραφτήκαμε, αναγραφήκαμε
ανέγραψεςαναγράψατεαναγράφτηκες, αναγράφηκεςαναγραφτήκατε, αναγραφήκατε
ανέγραψεανέγραψαν, αναγράψαν(ε)αναγράφτηκε, αναγράφηκεαναγράφτηκαν, αναγραφτήκαν(ε), αναγράφηκαν, αναγραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αναγράψει
έχω αναγραμμένο
έχουμε αναγράψει
έχουμε αναγραμμένο
έχω αναγραφτεί
έχω αναγραφεί
είμαι αναγραμμένος, -η
έχουμε αναγραφτεί
έχουμε αναγραφεί
είμαστε αναγραμμένοι, -ες
έχεις αναγράψει
έχεις αναγραμμένο
έχετε αναγράψει
έχετε αναγραμμένο
έχεις αναγραφτεί
έχεις αναγραφεί
είσαι αναγραμμένος, -η
έχετε αναγραφτεί
έχετε αναγραφεί
είστε αναγραμμένοι, -ες
έχει αναγράψει
έχει αναγραμμένο
έχουν αναγράψει
έχουν αναγραμμένο
έχει αναγραφτεί
έχει αναγραφεί
είναι αναγραμμένος, -η, -ο
έχουν αναγραφτεί
έχουν αναγραφεί
είναι αναγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αναγράψει
είχα αναγραμμένο
είχαμε αναγράψει
είχαμε αναγραμμένο
είχα αναγραφτεί
είχα αναγραφεί
ήμουν αναγραμμένος, -η
είχαμε αναγραφτεί
είχαμε αναγραφεί
ήμαστε αναγραμμένοι, -ες
είχες αναγράψει
είχες αναγραμμένο
είχατε αναγράψει
είχατε αναγραμμένο
είχες αναγραφτεί
είχες αναγραφεί
ήσουν αναγραμμένος, -η
είχατε αναγραφτεί
είχατε αναγραφεί
ήσαστε αναγραμμένοι, -ες
είχε αναγράψει
είχε αναγραμμένο
είχαν αναγράψει
είχαν αναγραμμένο
είχε αναγραφτεί
είχε αναγραφεί
ήταν αναγραμμένος, -η, -ο
είχαν αναγραφτεί
είχαν αναγραφεί
ήταν αναγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αναγράφωθα αναγράφουμε, θα αναγράφομεθα αναγράφομαιθα αναγραφόμαστε
θα αναγράφειςθα αναγράφετεθα αναγράφεσαιθα αναγράφεστε, θα αναγραφόσαστε
θα αναγράφειθα αναγράφουν(ε)θα αναγράφεταιθα αναγράφονται
Fut
ur
θα αναγράψωθα αναγράψουμε, θα αναγράψομεθα αναγραφτώ, θα αναγραφώθα αναγραφτούμε, θα αναγραφούμε
θα αναγράψειςθα αναγράψετεθα αναγραφτείς, θα αναγραφείςθα αναγραφτείτε, θα αναγραφείτε
θα αναγράψειθα αναγράψουν(ε)θα αναγραφτεί, θα αναγραφείθα αναγραφτούν(ε), θα αναγραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αναγράψει
θα έχω αναγραμμένο
θα έχουμε αναγράψει
θα έχουμε αναγραμμένο
θα έχω αναγραφτεί
θα έχω αναγραφεί
θα είμαι αναγραμμένος, -η
θα έχουμε αναγραφτεί
θα έχουμε αναγραφεί
θα είμαστε αναγραμμένοι, -ες
θα έχεις αναγράψει
θα έχεις αναγραμμένο
θα έχετε αναγράψει
θα έχετε αναγραμμένο
θα έχεις αναγραφτεί
θα έχεις αναγραφεί
θα είσαι αναγραμμένος, -η
θα έχετε αναγραφτεί
θα έχετε αναγραφεί
θα είστε αναγραμμένοι, -ες
θα έχει αναγράψει
θα έχει αναγραμμένο
θα έχουν αναγράψει
θα έχουν αναγραμμένο
θα έχει αναγραφτεί
θα έχει αναγραφεί
θα είναι αναγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν αναγραφτεί
θα έχουν αναγραφεί
θα είναι αναγραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αναγράφωνα αναγράφουμε, να αναγράφομενα αναγράφομαινα αναγραφόμαστε
να αναγράφειςνα αναγράφετενα αναγράφεσαινα αναγράφεστε, να αναγραφόσαστε
να αναγράφεινα αναγράφουν(ε)να αναγράφεταινα αναγράφονται
Aoristνα αναγράψωνα αναγράψουμε, να αναγράψομενα αναγραφτώ, να αναγραφώνα αναγραφτούμε, να αναγραφούμε
να αναγράψειςνα αναγράψετενα αναγραφτείς, να αναγραφείςνα αναγραφτείτε, να αναγραφείτε
να αναγράψεινα αναγράψουν(ε)να αναγραφτεί, να αναγραφείνα αναγραφτούν(ε), να αναγραφούν(ε)
Perfνα έχω αναγράψει
να έχω αναγραμμένο
να έχουμε αναγράψει
να έχουμε αναγραμμένο
να έχω αναγραφτεί
να έχω αναγραφεί
να είμαι αναγραμμένος, -η
να έχουμε αναγραφτεί
να έχουμε αναγραφεί
να είμαστε αναγραμμένοι, -ες
να έχεις αναγράψει
να έχεις αναγραμμένο
να έχετε αναγράψει
να έχετε αναγραμμένο
να έχεις αναγραφτεί
να έχεις αναγραφεί
να είσαι αναγραμμένος, -η
να έχετε αναγραφτεί
να έχετε αναγραφεί
να είστε αναγραμμένοι, -ες
να έχει αναγράψει
να έχει αναγραμμένο
να έχουν αναγράψει
να έχουν αναγραμμένο
να έχει αναγραφτεί
να έχει αναγραφεί
να είναι αναγραμμένος, -η, -ο
να έχουν αναγραφτεί
να έχουν αναγραφεί
να είναι αναγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presανέγραφεαναγράφετεαναγράφεστε
Aoristανέγραψεαναγράψτε, αναγράφτεαναγράψουαναγραφτείτε, αναγραφείτε
Part
izip
Presαναγράφονταςαναγραφόμενος
Perfέχοντας αναγράψει, έχοντας αναγραμμένοαναγραμμένος, -η, -οαναγραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristαναγράψειαναγραφτεί, αναγραφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback