registrieren
 Verb

εγγράφω Verb
(0)
καταχωρίζω Verb
(0)
πρωτοκολλώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Es geht um die Männer, alle über 1 3. Sie müssen sich bis morgen... bei der Polizei registrieren lassen.Όλοι οι άρρενες άνω των δεκατριών... πρέπει να καταγραφούν στην αστυνομία, μέχρι αύριο το βράδυ.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie registrieren doch einen Claim, oder?Σίγουρα θα διεκδικήσεις τον τίτλο, έτσι;

Übersetzung nicht bestätigt

Wir registrieren unsere Zeichen, finden potenzielle Käufer... und wenn die Gerichte uns stoppen wollen... können wir als Organisation dagegen ankämpfen.Θα καταχωρήσουμε τα σήματά μας και θα βρούμε αγοραστές. Αν μας σταματήσει το δικαστήριο, θα μπορούμε να αντισταθούμε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich bin sicher, kein Thermometer wird es registrieren.Σίγουρα δεν θα την καταγράψει κανένα θερμόμετρο.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir registrieren, berechnen und ziehen unsere Schlussfolgerungen.Καταγράφουμε, υπολογίζουμε, βγάζουμε συμπεράσματα.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
εγγράφωεγγράφουμε, εγγράφομεεγγράφομαιεγγραφόμαστε
εγγράφειςεγγράφετεεγγράφεσαιεγγράφεστε, εγγραφόσαστε
εγγράφειεγγράφουν(ε)εγγράφεταιεγγράφονται
Imper
fekt
ενέγραφαεγγράφαμεεγγραφόμουν(α)εγγραφόμαστε, εγγραφόμασταν
ενέγραφεςεγγράφατεεγγραφόσουν(α)εγγραφόσαστε, εγγραφόσασταν
ενέγραφεενέγραφαν, εγγράφαν(ε)εγγραφόταν(ε)εγγράφονταν, εγγραφόντανε, εγγραφόντουσαν
Aoristενέγραψαεγγράψαμεεγγράφηκαεγγραφήκαμε
ενέγραψεςεγγράψατεεγγράφηκεςεγγραφήκατε
ενέγραψεενέγραψαν, εγγράψαν(ε)εγγράφηκεεγγράφηκαν, εγγραφήκαν(ε)
Per
fekt
έχω εγγράψει
έχω εγγεγραμμένο
έχουμε εγγράψει
έχουμε εγγεγραμμένο
έχω εγγραφεί
είμαι εγγεγραμμένος, -η
έχουμε εγγραφεί
είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες
έχεις εγγράψει
έχεις εγγεγραμμένο
έχετε εγγράψει
έχετε εγγεγραμμένο
έχεις εγγραφεί
είσαι εγγεγραμμένος, -η
έχετε εγγραφεί
είστε εγγεγραμμένοι, -ες
έχει εγγράψει
έχει εγγεγραμμένο
έχουν εγγράψει
έχουν εγγεγραμμένο
έχει εγγραφεί
είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο
έχουν εγγραφεί
είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα εγγράψει
είχα εγγεγραμμένο
είχαμε εγγράψει
είχαμε εγγεγραμμένο
είχα εγγραφεί
ήμουν εγγεγραμμένος, -η
είχαμε εγγραφεί
ήμαστε εγγεγραμμένοι, -ες
είχες εγγράψει
είχες εγγεγραμμένο
είχατε εγγράψει
είχατε εγγεγραμμένο
είχες εγγραφεί
ήσουν εγγεγραμμένος, -η
είχατε εγγραφεί
ήσαστε εγγεγραμμένοι, -ες
είχε εγγράψει
είχε εγγεγραμμένο
είχαν εγγράψει
είχαν εγγεγραμμένο
είχε εγγραφεί
ήταν εγγεγραμμένος, -η, -ο
είχαν εγγραφεί
ήταν εγγεγραμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα εγγράφωθα εγγράφουμε, θα εγγράφομεθα εγγράφομαιθα εγγραφόμαστε
θα εγγράφειςθα εγγράφετεθα εγγράφεσαιθα εγγράφεστε, θα εγγραφόσαστε
θα εγγράφειθα εγγράφουν(ε)θα εγγράφεταιθα εγγράφονται
Fut
ur
θα εγγράψωθα εγγράψουμε, θα εγγράψομεθα εγγραφώθα εγγραφούμε
θα εγγράψειςθα εγγράψετεθα εγγραφείςθα εγγραφείτε
θα εγγράψειθα εγγράψουν(ε)θα εγγραφείθα εγγραφούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω εγγράψει
θα έχω εγγεγραμμένο
θα έχουμε εγγράψει
θα έχουμε εγγεγραμμένο
θα έχω εγγραφεί
θα είμαι εγγεγραμμένος, -η
θα έχουμε εγγραφεί
θα είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες
θα έχεις εγγράψει
θα έχεις εγγεγραμμένο
θα έχετε εγγράψει
θα έχετε εγγεγραμμένο
θα έχεις εγγραφεί
θα είσαι εγγεγραμμένος, -η
θα έχετε εγγραφεί
θα είστε εγγεγραμμένοι, -ες
θα έχει εγγράψει
θα έχει εγγεγραμμένο
θα έχουν εγγράψει
θα έχουν εγγεγραμμένο
θα έχει εγγραφεί
θα είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο
θα έχουν εγγραφεί
θα είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να εγγράφωνα εγγράφουμε, να εγγράφομενα εγγράφομαινα εγγραφόμαστε
να εγγράφειςνα εγγράφετενα εγγράφεσαινα εγγράφεστε, να εγγραφόσαστε
να εγγράφεινα εγγράφουν(ε)να εγγράφεταινα εγγράφονται
Aoristνα εγγράψωνα εγγράψουμε, να εγγράψομενα εγγραφώνα εγγραφούμε
να εγγράψειςνα εγγράψετενα εγγραφείνα εγγραφείτε
να εγγράψεινα εγγράψουν(ε)να εγγραφείνα εγγραφούν(ε)
Perfνα έχω εγγράψει
να έχω εγγεγραμμένο
να έχουμε εγγράψει
να έχουμε εγγεγραμμένο
να έχω εγγραφεί
να είμαι εγγεγραμμένος, -η
να έχουμε εγγραφεί
να είμαστε εγγεγραμμένοι, -ες
να έχεις εγγράψει
να έχεις εγγεγραμμένο
να έχετε εγγράψει
να έχετε εγγεγραμμένο
να έχεις εγγραφεί
να είσαι εγγεγραμμένος, -η
να έχετε εγγραφεί
να είστε εγγεγραμμένοι, -ες
να έχει εγγράψει
να έχει εγγεγραμμένο
να έχουν εγγράψει
να έχουν εγγεγραμμένο
να έχει εγγραφεί
να είναι εγγεγραμμένος, -η, -ο
να έχουν εγγραφεί
να είναι εγγεγραμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presενέγραφεεγγράφετεεγγράφεστε
Aoristενέγραψεεγγράψτε, εγγράφτεεγγράψουεγγραφείτε
Part
izip
Presεγγράφονταςεγγραφόμενος
Perfέχοντας εγγράψει, έχοντας εγγεγραμμένοεγγεγραμμένος, -η, -οεγγεγραμμένοι, -ες, -α
InfinAoristεγγράψειεγγραφεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback